Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
Κωδικός : MED2135
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
MED2135 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
«ΑΧ, ΤΡΕΛΕ, ΘΑ ΤΡΕΛΑΘΩ». OTAN ΣΕ ΔΙΩΧΝΕΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΟΥ ΤΟ ΑΙΜΑ, Ο ΠΟΝΟΣ, ΑΒΑΣΤΑΚΤΟΣ, ΣΕ ΩΘΕΙ ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ.
Περιγραφή
Στην Αγγλία γύρω στα 1600 (ελισαβετιανή εποχή) εκτός από τα άλλα είδη του λόγου, ακμάζει ιδιαίτερα το θέατρο. Το 1599 ιδρύεται στο Λονδίνο το περίφημο θέατρο “Globe” (Σφαίρα). Στον θίασό του συμμετέχει ο μεγαλύτερος δραματικός ποιητής της Αγγλίας, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, με τα πρόσωπα των δραμάτων του «να παριστούν το μεγαλείο και τη ματαιότητα της επίγειας περιπλάνησής μας». Τα δράματα του Σαίξπηρ (τραγωδίες - κωμωδίες - ονειροδράματα) είναι έμμετρα (ποιητικό θέατρο), συχνά όμως παρεμβάλλονται σ' αυτά και πεζά μέρη. Ο «Βασιλιάς Ληρ», που παρουσιάζουμε σε αυτήν την άσκηση, συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα έργα του Σαίξπηρ και στα βαθύτερα, τα πιο καίρια για την ανθρώπινη κατάσταση έργα που γράφτηκαν ποτέ. «Απ' όλα τα έργα του Σαίξπηρ, ο «Βασιλιάς Ληρ» είναι αναμφίβολα εκείνο στο οποίο ο συγγραφέας έχει πλησιάσει περισσότερο στο ύψος και στην ποιότητα τον έναν τραγικό ποιητή, τον μεγαλύτερο που ο κόσμος είδε ποτέ να γεννιέται στην ιστορία. Είναι το πιο αισχύλειο από τα έργα του, το πιο στοιχειώδες και πρωταρχικό, το πιο ωκεάνειο και τιτάνιο στη σύλληψή του. (A. C. SWINBURNE)»
Η πεντάπρακτη αυτή τραγωδία, παρά τη δυστυχία που καθρεφτίζει εμβαθύνοντας στην ανθρώπινη κατάσταση, είναι γεμάτη από αγάπη για τον άνθρωπο. Γραμμένο το 1608, στον κολοφώνα της δημιουργικής ορμής του Σαίξπηρ, το πιο σκοτεινό έργο της δραματουργίας του πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, με σκεπτικισμό το ζήτημα της φύσης και της νομιμότητας της πολιτικής εξουσίας και της φθοράς που επιφέρει τόσο η απώλειά της όσο και η ακόρεστη δίψα γι΄ αυτήν καθώς και την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων. Το έργο ακολουθεί το ταξίδι του Ληρ προς το σκοτάδι, την εσωτερική ερημιά και την τρέλα, μετά την απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να μοιράσει την επικράτειά του στις κόρες του. Η τραγωδία που θα ξετυλιχτεί, δεν θα αφήσει αλώβητο κανέναν από τους ήρωες. Τα επίπεδα της δραματικής σύγκρουσης των ηρώων είναι τρία: ο στενός κύκλος της οικογενειακής παθολογίας, ο ευρύτερος της κρατικής εξουσίας, της νομιμότητας και της πολιτικής σκοπιμότητας και το τρίτο με απροσδιόριστο προοπτικό άνοιγμα προς την εσχατολογία. Και στα τρία επίπεδα επαναλαμβάνεται, με διαφορετικό αλλά ομοίως σπαρακτικό και σχεδόν βάναυσα ρεαλιστικό τρόπο, η ηθική αμφισημία της ισχύος, η σύγκρουση της ηθικής με τη σκοπιμότητα και της αγάπης με την ιδιοτέλεια. Το αίσθημα δικαιοσύνης φαίνεται να εξαρτάται εν τέλει από τα ανθρώπινα αισθήματα και όχι από την ορθολογική σκέψη.
Τζόσουα Ρέινολντς (1732-1792): Σπουδή για τον Βασιλιά Ληρ (1760).
Ο πρωταγωνιστής του δράματος, ο γεροντικής πλέον ηλικίας Βασιλιάς Ληρ, έχει περάσει όλη του τη ζωή χωρίς να κοπιάσει και χωρίς να νοιαστεί ούτε κατ’ ελάχιστον για τους γύρω του, απλώς προστάζοντας. Ο μυθικός βασιλιάς της Βρετανίας, στην αρχή της τραγωδίας, είναι ένας άνθρωπος αυταρχικός, μια ψυχή τυφλωμένη από τη φιλαυτία. Αυτή ακριβώς η φιλαυτία του Ληρ, που του έχει χαρίσει έναν «σίγουρο» έως τότε βίο, είναι όμως εκείνη που θα τον παιδέψει στα γεράματά του. Η απόφαση του βασιλιά να αποσυρθεί από τον θρόνο του και να μοιράσει στις τρεις κόρες του την εξορισμού αδιαίρετη απολυταρχική βασιλική εξουσία του γίνεται η αφετηρία μιας τραγικής διαδρομής, που τον οδηγεί στα πρόθυρα της τρέλας, αλλά και στην προσέγγιση των εννοιών της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας, εννοιών που του ήταν παντελώς άγνωστες έως τότε. Ο Ληρ με την απόφασή του να ξεντυθεί την απολυταρχική και κατ’ επέκταση -όπως θα φανεί στην πορεία- την πατριαρχική εξουσία του – όχι από ανάγκη ή αρρώστια - μόνο επειδή έχει γεράσει, φαίνεται να έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από καθέναν που έχει βρεθεί στην κορυφή της εξουσίας. Και όταν, πριν τη μοιρασιά, ζητάει από τις κόρες του να του πουν πόσο τον αγαπούν είναι, από μία άποψη, μια πολύ ανθρώπινη στιγμή. Σαν να ζητάει μια εγγύηση, ένα στήριγμα για όταν δεν θα 'χει πια εξουσία, για να περάσει από την εξουσία στη μη εξουσία και να μην κακοπάθει.
Ο 80χρονος Βασιλιάς Ληρ είναι λοιπόν ένας μεγαλομανής μονάρχης και νάρκισσος πατέρας που έπειτα από χρόνια κυριαρχίας, αμέτρητων μαχών και αυταρχισμού, αποφασίζει να μοιράσει ανορθόδοξα το βασίλειό του στις τρεις θυγατέρες του, την Γκόνεριλ (τη μεγαλύτερη), τη Ρέγκαν και την Κορντέλια (τη μικρότερη): όποια αποδείξει ότι τον αγαπάει περισσότερο, θα πάρει και το μεγαλύτερο κομμάτι. Οι δυο μεγαλύτερες κόρες Γκόνεριλ και Ρέγκαν υστερόβουλα χαϊδεύουν τα βασιλικά του αφτιά, ενώ η μικρότερη, η Κορντέλια, που είναι ειλικρινής και στοργική, αποκληρώνεται και εξορίζεται από τον αλαζόνα και διψασμένο για επιβεβαίωση, πατέρα της, παρά τις συμβουλές του Κόμη του Κεντ. Παράλληλα ο Ληρ εξορίζει και τον πιστό του κόμη Κεντ, ο οποίος όμως επιστρέφει, μεταμφιεσμένος, στο πλευρό και στην υπηρεσία του βασιλιά του. Την αποκληρωμένη κόρη παντρεύεται ο βασιλιάς της Γαλλίας.
Γκούσταβ Πόουπ (1831-1910): Οι κόρες του Βασιλιά Ληρ (1875-6). Η απλά ντυμένη Κορντέλια είναι στα δεξιά και οι δύο μεγαλύτερες αδερφές της δείχνουν το μίσος τους γι’ αυτήν.
Ο Ληρ φιλοξενείται με τη σειρά κάθε μήνα από τις δυο μεγαλύτερες κόρες. Μολονότι έχει παραδώσει την εξουσία, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με αυταρχισμό. Τελικά οι δυο βασίλισσες κόρες συνεννοούνται και διώχνουν τον πατέρα τους, ο οποίος, ακολουθούμενος από τον πιστό του κόμη, μεταμφιεσμένο πάντα, να του συμπαραστέκεται στους εξευτελισμούς που υφίσταται και από τον «τρελό» γελωτοποιό του, περιπλανιέται απογοητευμένος και παραπαίοντας στα όρια της τρέλας, μέσα σε μια άγρια νύχτα με καταιγίδα. Περισσότερο λυρική δραματοποίηση παρά καθαυτό δράμα συνιστά η φυσιογνωμία του έκπτωτου και τρελού βασιλιά που περιφέρεται έρημος μέσα στη μαινόμενη καταιγίδα. Η τραγωδία αυτή, είναι φτιαγμένη από υλικά μιας πρωτόγονης εποποιίας, όπου πρωταγωνιστούν ο άνθρωπος και η φύση, συγκρουόμενοι σε μια αιώνια πάλη.
Τόσο το βασίλειο, όσο και η οικογένεια, παραδίδονται στο απόλυτο χάος. Ο Ληρ φυγαδεύεται στο Ντόβερ, απέναντι από τις γαλλικές ακτές. Ο βασιλιάς της Γαλλίας αποβιβάζεται με στρατό στο Ντόβερ. Η Κορντέλια ειδοποιείται κι έρχεται να συναντήσει τον πατέρα της που βρίσκεται πια στα πρόθυρα της τρέλας. Η συνάντηση γίνεται στο φράγκικο στρατόπεδο. Ακολουθεί σύγκρουση των φράγκικων και αγγλικών στρατευμάτων και νικούν οι Άγγλοι. Ο Ληρ και η Κορντέλια συλλαμβάνονται και φρουρούνται. Ανάμεσα στις δυο βασίλισσες αδελφές, τη Γκόνεριλ και τη Ρέγκαν, ξεσπάει διχόνοια, καθώς διεκδικούν τον ίδιο άντρα. Η Γκόνεριλ δηλητηριάζει τη Ρέγκαν και η ίδια αυτοκτονεί. Η Κορντέλια δολοφονείται και ο Ληρ ξεψυχάει κρατώντας στην αγκαλιά του το άψυχο σώμα της.
Ο Χάρολντ Μπλουμ θεωρεί ότι οποιαδήποτε απόπειρα σχολιασμού του Ληρ αποδεικνύεται ατελέσφορη διότι μοιάζει να εκτείνεται σε αμέτρητους τομείς ξεπερνώντας κάθε λογοτεχνικό όριο, ότι ορίζει την αρχή και το τέλος της φύσης και της μοίρας των ανθρώπων και συγκαταλέγει το έργο ανάμεσα σε εκείνα που συγκροτούν ένα είδος «κοσμικής διαθήκης».
Στον Ληρ εκφράζεται μέσα από τα λόγια του, όταν όλα αρχίζουν να πηγαίνουν άσχημα, όταν αρχίζει να εκτοξεύει κατάρες εκφράζοντας και την αιτία της αυξανόμενης παραφροσύνης του, ότι οι κόρες του τον παραπλάνησαν με τα λόγια τους, τον εξαπάτησαν και τελικά δεν τον αγαπούν. Είναι αυτό και η σκληρή τους συμπεριφορά που τον έπληξαν· οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τον αγαπούσαν τον εξεδίωξαν, τον εξόρισαν σε ένα τοπίο ερημιάς και ανυπαρξίας. Το τραγικό ελάττωμα του Ληρ είναι η έλλειψη αυτογνωσίας. Η αναταραχή στο μυαλό του αντικατοπτρίζει το χάος που έχει επικρατήσει στο βασίλειό του. Ταυτόχρονα, όμως, δυνητικώς του προσφέρει και σημαντική σοφία, καθώς τον περιορίζει στη γυμνή του ανθρώπινη υπόσταση, απογυμνωμένο από κάθε βασιλική αξίωση.
Ο «Βασιλιάς Ληρ», υποστηρίζουν πολλοί μελετητές, είναι ένα έργο για την τύφλωση, την τύφλωση απέναντι στα κίνητρα των άλλων, την τύφλωση απέναντι στην αληθινή φύση του ατόμου, την τύφλωση απέναντι στην κενότητα της εξουσίας και των προνομίων και την τύφλωση απέναντι στη σημασία της ανιδιοτελούς αγάπης. Η μόνη επιθυμία του Ληρ είναι να απολαύσει άνετα και ανέμελα γηρατειά με τους 100 ιππότες που κράτησε για ακολούθους του, αλλά αδυνατεί να δει τον ρόλο που έπαιξε η απόλυτη εξουσία του στη διαμόρφωση της σχέσης του με τις κόρες του, από τις οποίες περιμένει να τον φροντίσουν.
Μόλις χάνει την εξουσία του, ο Ληρ αποκτά εικόνα της ίδιας του της φύσης και συνειδητοποιεί τις αδυναμίες του, ενώ παραδέχεται ότι «τα μάτια μου δεν είναι ό,τι καλύτερο». Αυτή η αυτογνωσία έρχεται πολύ αργά, σε ένα σημείο που ο Ληρ έχει χάσει τη δύναμη που θα του επέτρεπε να αλλάξει τη μοίρα του. Βλέπει τελικά τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, αλλά είναι αδύναμος να κάνει κάτι γι' αυτό.
Ο Ληρ είναι «τυφλός», γιατί η προθυμία του να ακούσει μόνο τις άδειες κολακείες των θυγατέρων του οδηγεί στον θάνατο πολλών ανθρώπων. Στη δοκιμασία της αγάπης στην οποία υποβάλλει τις κόρες του τού λείπει η κοινή λογική ή η ικανότητα να ανιχνεύσει το ψεύδος, είναι τυφλός γιατί δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ειλικρίνεια μέσα στην κολακεία που ποθεί. Αρνείται να αναγνωρίσει την εύθραυστη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται εξαιτίας του γήρατός του και την αναπληρώνει με ανεξέλεγκτο θυμό που θα καταστρέψει την οικογένειά του, τη γενιά του. Μαθημένος στην ηδονή και τα προνόμια της εξουσίας, με τους ανθρώπους γύρω του να μην κάνουν τίποτα άλλο από το να τον υπακούν, προσβάλλεται και υποτιμάται βαθιά όταν οι άλλοι δεν υποτάσσονται στη θέλησή του, όπως στο παρελθόν. Όταν, αδύναμος πια, έρχεται αντιμέτωπος με ταπεινώσεις, υποκύπτει στην απόγνωση και στην αυτολύπηση, μη μπορώντας να σκεφτεί έναν αποτελεσματικό τρόπο για να αντιμετωπίσει την απώλεια της εξουσίας του. Έτσι, φεύγει, σαν πεισματάρικο παιδί, μέσα στην καταιγίδα, σε μια κατάσταση χωρίς επιλογές, όπως ένα παιδί φεύγει από μια πραγματικότητα πολύ σκληρή για να την αποδεχτεί.
«Η στιβαρή ποίηση του βασιλιά Ληρ, η ποικιλία και το εύρος της ανθρώπινης εμπειρίας που περικλείει, το μέγεθος των αισθημάτων που ενεργοποιεί και ασφαλώς το αδυσώπητο τέλος του τον καθιστούν ένα από τα σκοτεινότερα, τα πιο ανήσυχα και ανησυχητικά έργα που γράφτηκαν ποτέ για το θέατρο. Και μόνο το τεράστιο δραματικό φάσμα του Ληρ προξενεί δέος. Στις σκηνές του, που διαδραματίζονται σε κλειστά δωμάτια ή στο ύπαιθρο, σε αίθουσες ανακτόρων ή στην καλύβα ενός ερημότοπου, διαβαίνουν βασιλείς και ζητιάνοι, άρχοντες και υπηρέτες, γνωστικοί και τρελοί, ιππότες, στρατιώτες, αυλικοί και κατάσκοποι, ενώ τα συναισθήματα που μας προκαλεί το έργο κυμαίνονται, κάποτε με αιφνίδιες και βίαιες εναλλαγές, από την άδολη αγάπη ως το πιο αδιάλλακτο μίσος, από την καλοσύνη και την τρυφερότητα ως την πιο άγρια ψυχική και σωματική βία, από το ερωτικό πάθος ως την αποστροφή, από την οργή και τη φονική σύγκρουση ως τη γλυκύτερη καταλλαγή».
Στην 4η και τελευταία Σκηνή της Β’ Πράξης, ο Ληρ και οι θορυβώδεις ιππότες-ακόλουθοί του φτάνουν στο κάστρο του κόμη Γκλόστερ, έχοντας εγκαταλείψει τον πύργο της Γκόνεριλ και προσδοκώντας καλύτερη μεταχείριση από τη δεύτερη κόρη του, τη Ρέγκαν. Ο κόμης Κεντ, τιμωρημένος στην ποδοκάκη (σύνεργο τιμωρίας στο οποίο σχεδόν σφήνωναν και έσφιγγαν τα πόδια) χαιρετίζει τον βασιλιά, ο οποίος ρωτά αμέσως ποιος έχει τοποθετήσει εκεί τον αγγελιοφόρο του. Ο Ληρ αρνείται να πιστέψει ότι η Ρέγκαν και ο σύζυγός της, Δούκας της Κορνουάλης, θα ταπείνωναν έτσι κάποιον από την υπηρεσία του. Η Ρέγκαν και ο Δούκας αρνούνται να μιλήσουν στον βασιλιά, ισχυριζόμενοι ότι έχουν κουραστεί από το ταξίδι τους. Ενώ ο Γκλόστερ τους αναζητά και φροντίζει για την απελευθέρωση του Κεντ, ο τρελός (γελωτοποιός) του βασιλιά σχολιάζει τα γενόμενα.
Όπως θα δούμε στο επιλεγμένο απόσπασμα, μπαίνοντας στη σκηνή μετά από το κάλεσμα του Γκλόστερ, η Ρέγκαν χαιρετά τον πατέρα της με φαινομενική στοργή και ο Ληρ της περιγράφει λεπτομερώς τη θλίψη που του έχει ήδη προκαλέσει η αδερφή της, Γκόνεριλ, σχετικά με τον αριθμό των ακολούθων του. Η Ρέγκαν προτρέπει τον Ληρ να συγκρατηθεί και να συμπεριφερθεί όπως αρμόζει σε έναν αδύναμο άνδρα της προχωρημένης ηλικίας του. Επίσης τον συμβουλεύει να ζητήσει τη συγχώρεση της Γκόνεριλ, κάτι που προκαλεί τον θυμό και τις κατάρες του Ληρ. Με τον υπηρέτη της Γκόνεριλ, Όσβαλντ, και την ίδια τώρα παρούσα, ο Δούκας παραδέχεται στον Ληρ ότι αυτός διέταξε την τιμωρία του Κεντ. Η αηδία και η απογοήτευση του Ληρ επιδεινώνονται ακόμη περισσότερο, όταν η Ρέγκαν αρνείται να φιλοξενήσει τον πατέρα της και τους ακολούθους του. Η Γκόνεριλ, έχοντας ήδη συνωμοτήσει με την αδερφή της, προτείνει στον Ληρ να απολύσει ολόκληρη την ακολουθία του. Ο βασιλιάς, θυμωμένος από την απόρριψη των κορών του, ζητά το άλογό του και δηλώνει ότι προτιμά να ζήσει έξω, κάτω από τα αστέρια ή να ζητιανεύσει καταφύγιο στη Γαλλία, παρά να μείνει κοντά σε εκείνους που δεν σέβονται τη θέση του ως πατέρα και βασιλιά. Ο Ληρ, ανίσχυρος απέναντι στη συμπεριφορά της Ρέγκαν και της Γκόνεριλ, ξεκινάει μες στην καταιγίδα μια προσπάθεια να ανακτήσει κάποιο σκοπό στη ζωή του, πριν αυτή τελειώσει. Η σύγχυση του Ληρ για την περίστασή του, η απώλεια του σεβασμού των κορών του και η απώλεια της δύναμής του, όλα μας κάνουν να συμπονέσουμε τον Ληρ. Η Ρέγκαν και η Γκόνεριλ δίνουν εντολή στον Γκλόστερ να μην εμποδίσει τον πατέρα τους να φύγει μες στη νύχτα· παραμένουν ασυγκίνητες και αδιαφορούν για το γεγονός ότι ο γέρος βασιλιάς, φεύγοντας, θα πέσει σε μια σφοδρή καταιγίδα.
Διαβάζουμε τη μετάφραση του επιλεγμένου αποσπάσματος από τον Διονύση Καψάλη.
https://drive.google.com/file/d/1sYFCT0jDW0RcfdmYYl9AkENKWMZ_izrl/view?usp=sharing
Πριν δούμε το επιλεγμένο απόσπασμα από το τέλος της Β’ Πράξης της τραγωδίας από τρεις τηλεταινίες, ας δούμε φωτογραφίες από αυτήν την τελευταία Σκηνή της Β’ Πράξης, από παραστάσεις του Εθνικού μας Θεάτρου.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς προτείνει τη δική του μοντερνιστική ανάγνωση του «Βασιλιά Ληρ», σκηνοθετώντας πέρυσι μια παράσταση με πολυεπίπεδη σκηνογραφία και εκτεταμένη χρήση live video, όπου οι θεατές, όπως ακριβώς και οι ήρωες της τραγωδίας, λαμβάνουν μέρος σε ένα ζοφερό νοητικό παιχνίδι, σε μια καταβύθιση στον εγκέφαλο του Ληρ, ενός άντρα που παρέδωσε επιπόλαια την πρωτοκαθεδρία του και όπου τα όρια μεταξύ θεατρικής εμπειρίας και κινηματογραφικής ψευδαίσθησης είναι τόσο θολά όσο και η γραμμή που χωρίζει την παραφροσύνη από τη λογική στις φράσεις που ξεστομίζει ο Τρελός (γελωτοποιός) του έκπτωτου βασιλιά. Τον φερώνυμο ρόλο ενσαρκώνει ο Λεωνίδας Κακούρης. Ρέγκαν η Ανθή Ευστρατιάδου και Γκόνεριλ η Αλεξία Καλτσίκη.
Από την ουδέτερη σκηνοθετική προσέγγιση του Σλόμπονταν Ουνκόφσκι, το 2005. Ο Δημήτρης Καταλειφός (Βασιλιάς Ληρ) και η Μαρία Ναυπλιώτου (Ρέγκαν).
Η «ακαδημαϊκή» ματιά του Αλέξη Μινωτή, ως σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, στην δεύτερη απόπειρά του ανεβάσματος του «Βασιλιά Ληρ» το 1978, με την Ελένη Χατζηαργύρη (Γκόνεριλ) και την Όλγα Τουρνάκη (Ρέγκαν).
Και τώρα, φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη θρυλική παράσταση του 1938, η οποία άφησε εποχή και κατά την περιοδεία του Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με τον Αιμίλιο Βεάκη (Ληρ), την Ελένη Παπαδάκη (Ρέγκαν) - 6 χρόνια πριν την αποτρόπαια δολοφονία της κατά την τραγική συνάντησή της με τη μισαλλοδοξία του αφιονισμένου όχλου των Δεκεμβριανών... - και την Κατίνα Παξινού (Γκόνεριλ). Η ερμηνεία του Βεάκη ήταν τέτοιας δύναμης που προκάλεσε δέος. Ο Βεάκης έζησε το όνειρό του 88 φορές, στις ισάριθμες παραστάσεις του έργου, ερμηνεύοντας τον απαιτητικό ρόλο του Σαιξπηρικού ήρωα μοναδικά και συγκλονιστικά όλες τις φορές. Μετά από αυτή του την επιτυχία και την ευτυχία της εκπλήρωσης του ονείρου του, τα χρόνια που ακολούθησαν απέβησαν δραματικά γι’ αυτόν, με διώξεις για την πολιτική δράση του.
Βλέπουμε τώρα το επιλεγμένο απόσπασμα σε τρεις βρετανικές τηλεοπτικές μεταφορές του «Βασιλιά Ληρ».
Πρώτα, σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Έϊρ, με τον Άντονι Χόπκινς (Ληρ), την Έμιλι Γουάτσον (Ρέγκαν) και την ΄Εμμα Τόμσον (Γκόνεριλ) το 2018.
https://drive.google.com/file/d/1ix5Es8zNVu7NoWQsDI1100r-ecyntfuI/view?usp=sharing
Σε σκηνοθεσία Τρέβορ Ναν, με τον Ίαν ΜακΚέλεν (Ληρ), τη Μόνικα Ντόλαν (Ρέγκαν) και τη Φράνσις Μπάρμπερ (Γκόνεριλ) το 2008.
https://drive.google.com/file/d/1YBuLWAMRHWphCLZ9v5lu5QgrneSGB-J1/view?usp=sharing
Σε σκηνοθεσία Μάικλ Έλιοτ, με τον Λόρενς Ολίβιε (Ληρ), την Νταϊάνα Ριγκ (Ρέγκαν) και την Ντόροθι Τούτιν (Γκόνεριλ) το 1983.
https://drive.google.com/file/d/1yGSTzAxoqsCT4gQjwbdDQRclklZDIh1e/view?usp=sharing
Ας επιχειρήσουμε μια δραματουργική ανάλυση όσων είδαμε.
Στο παραπάνω απόσπασμα της σκηνής που ανέκαθεν ήταν εκείνη με συγκινούσε πιο βαθιά στον «Βασιλιά Ληρ», παρατηρήσαμε τις έντονες, ασταθείς αντιδράσεις του Ληρ στις αντιξοότητες που τον περιτριγυρίζουν. Λίγο πριν απ’ όσα παρακολουθήσαμε, ο Ληρ ήταν μπερδεμένος με την απουσία της Ρέγκαν και του δούκα συζύγου της, αφού τους είχε εκ των προτέρων στείλει ειδοποίηση για την άφιξή του. Αυτή η απόκλιση από τους αποδεκτούς κανόνες φιλοξενίας τον αναστάτωσε πραγματικά. Ο Ληρ προσπαθούσε να διατηρήσει τα δικαιώματα και τη συμπεριφορά ενός βασιλιά, αν και πλέον παρέμενε βασιλιάς μόνο κατ' όνομα. Όταν διατάζει να εμφανιστούν η Ρέγκαν και ο δούκας γαμπρός του, περιμένει να το κάνουν. Αλλά η απάντηση του Γκλόστερ — «Τους έχω ενημερώσει σχετικώς» — δείχνει μια νέα τάξη πραγμάτων. Η Ρέγκαν δέχεται να μιλήσει στον «βασιλιά» πατέρα της, αλλά σαφώς με τους δικούς της όρους. Ο Ληρ θέλει να παραμείνει υπεύθυνος για τη μοίρα του, παρόλο που οι επιλογές που έχει ο ίδιος κάνει, ήταν άστοχες ή γεμάτες κινδύνους. Στη συνέχεια, ο Ληρ εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει ότι ο ίδιος ο δούκας γαμπρός του είναι υπεύθυνος για την τιμωρία του πιστού του κόμη Κεντ.
Σε αυτή τη σκηνή, ο Σαίξπηρ εστιάζει στο τι σημαίνει πίστη σε αρκετούς από αυτούς τους χαρακτήρες. Ο Γκλόστερ απεικονίζεται ως ένας ανίκανος γέρος, αφοσιωμένος στο να αποκαταστήσει την ειρήνη στις διαταραγμένες σχέσεις, προσφέροντας κατευναστικά σχόλια. Είναι πιστός στον Ληρ, αλλά αναποτελεσματικός στην πίστη του. Ο Κεντ είναι επίσης πιστός στον βασιλιά και απορρίπτει τη συμβουλή του Τρελού να βρει έναν προστάτη που είναι σε άνοδο και όχι σε κάθοδο όπως ο Ληρ. Μπορούμε να θεωρήσουμε τη συμβουλή του Τρελού ως δοκιμασία της πίστης του Κεντ που ο Κεντ την περνάει εύκολα. Ο Κεντ είναι πιστός στον βασιλιά, όπως κι ο Τρελός, ο οποίος αρνείται να ακολουθήσει την ίδια του τη συμβουλή - επειδή είναι ανόητος, όπως λέει.
Η Ρέγκαν αρχικά φαίνεται συμπαθητική. Χαιρετάει τον Ληρ με ευγένεια, αλλά η στάση της είναι απατηλή. Η Ρέγκαν δεν τρέφει πραγματικό σεβασμό για τον βασιλιά πατέρα της. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Γκόνεριλ, έχει ήδη φανερωθεί στο έργο ότι είναι ανοιχτά σκληρή και ανυποχώρητη, αλλά η Ρέγκαν μοιάζει πιο ικανή στην εξαπάτηση, φορώντας εύκολα τον μανδύα του σεβασμού και της ευγένειας που αναμένεται να επιδείξει μια «καθώς πρέπει» κόρη. Κι όμως, τα αποτελέσματα παραμένουν τα ίδια. Η καλοσύνη της αποτελεί μόνο μια στιγμιαία εξαπάτηση. Όπως η Γκόνεριλ, η Ρέγκαν αποδεικνύεται κι αυτή ανυποχώρητη και σκληρή. Καμία από τα δύο δεν δείχνει αγάπη, τρυφερότητα, κατανόηση ή ευγνωμοσύνη προς τον πατέρα τους που τους έχει μοιράσει ολόκληρο το βασίλειό του.
Ενώ η Γκόνεριλ ήταν σε προηγούμενη σκηνή του έργου πολύ ψυχρή με τον πατέρα της, ξεκαθαρίζοντάς του, με ανάλογο τόνο της γλώσσας της, ότι δεν τον ήθελε μαζί της, η Ρέγκαν προσποιείται ότι «χαίρεται που βλέπει την εξοχότητά του…» και ο Ληρ της απαντά ότι αν κι αυτή, όπως η Γκόνεριλ, δεν χαιρόταν, η μάνα τους θα τις είχε κάνει με άλλον, όχι με αυτόν. Ωστόσο, ο Ληρ σύντομα συνειδητοποιεί με ποιανού πλευρά είναι η Ρέγκαν, όταν της παραπονιέται για την Γκόνεριλ. Ο τόνος που χρησιμοποιεί η Ρέγκαν είναι τόσο αθώος και μη καταγγελτικός –αλλά ταυτόχρονα επίσημος και ανυποχώρητος– που το κοινό μπορεί να δει τις τεχνικές χειραγώγησης που χρησιμοποιεί ώστε να εξοργίσει τον πατέρα της.
Όταν η Γκόνεριλ φτάνει, η Ρέγκαν την χαιρετάει θερμά. Η σχέση μεταξύ τους εδώ είναι στο πιο δυνατό σημείο τους. Δουλεύουν και οι δύο μαζί, βρίσκονται πιο κοντά η μία στην άλλη από οποιοδήποτε άλλο σημείο του έργου. Έχοντας ενιαίο μέτωπο, φαίνεται ότι βρίσκονται σε σαφώς πιο ισχυρή θέση συγκριτικά με τον έκπτωτο βασιλιά πατέρα τους.
Ο Σαίξπηρ επιτρέπει στο κοινό να έχει ανάμεικτα συναισθήματα σε αυτό το σημείο. Στην αρχή του έργου, δεν θα ένιωθε πολλή συμπόνια για τον Ληρ επειδή συμπεριφερόταν σαν ένας σκληρός και πολύ επιπόλαιος άνθρωπος, αλλά τώρα μπορούν να δουν ότι ο Ληρ αποτελεί πια θύμα, ενώ η Γκόνεριλ και η Ρέγκαν είναι σαφώς οι κακόβουλοι χαρακτήρες που χειραγωγούν το μυαλό του και τον κάνουν ακόμα πιο αδύναμο. Και πάλι, ορισμένα μέλη του κοινού μπορεί να αισθάνονται συμπάθεια για τη Ρέγκαν για τους ίδιους λόγους που μπορεί να είχαν νωρίτερα και για την Γκόνεριλ. Όχι μόνο το να φροντίζουν τους ακολούθους-ιππότες του Ληρ είναι ένα άγχος, αλλά ο Ληρ φέρνει τις αδερφές σε δύσκολη θέση όντας ακόμη προσκολλημένος στη βασιλική δύναμη που, μόλις πριν από μια πράξη, τους χάρισε τόσο κατάφωρα, αφήνοντας να ξεσπάσει ένας αγώνας εξουσίας.
Σε πολλά σημεία, ο Ληρ είναι τόσο θυμωμένος που δύσκολα μπορεί να μιλήσει και μετά βίας μπορεί να συνθέσει μια λογική πρόταση. Η πρόταση της Ρέγκαν να επιστρέψει στο παλάτι της Γκόνεριλ τον εξοργίζει. Παθιάζεται περισσότερο και ζητάει τη θεία ανταπόδοση εναντίον της Γκόνεριλ. Αν και ο Ληρ είχε κάνει νωρίτερα κάποια μικρή προσπάθεια για να ανακτήσει τον έλεγχο, δεν μπορεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του εν τη παρουσία της Γκόνεριλ.
Από πολλές απόψεις, ο Ληρ αρνείται την πραγματικότητα, όπως όταν αναζητά μια δικαιολογία για τη συμπεριφορά του Δούκα έναντι του πιστού του κόμη. Και όταν εμφανίζεται η Γκόνεριλ, ο Ληρ την παρακαλεί πρώτα να του δείξει συμπάθεια και μετά επιδίδεται σε αυτολύπηση: "Δεν ντρέπεσαι να κοιτάς αυτή τη γενειάδα;" Με ακόμη περισσότερη αυτολύπηση και πιο ικετευτικός φαίνεται στη μετέπειτα ομιλία του προς τις δύο κόρες του: «Βλέπετε εδώ, Θεοί, έναν φτωχό γέρο, / Γεμάτο τόση θλίψη όσα και τα χρόνια του· άθλιο και στα δύο!»
Έντγουιν Όστιν Άμπεϊ (1852-1911): Η Γκόνεριλ και η Ρέγκαν από τον «Βασιλιά Ληρ»(1902).
Ο θυμός του πατέρα τους δεν συγκινεί ούτε τη Ρέγκαν ούτε την Γκόνεριλ και η τρέλα του θα αποβεί εξίσου αναποτελεσματική, αλλά ο Ληρ προσπαθεί απεγνωσμένα να ανακτήσει κάποια τάξη στη ζωή του της οποίας έχει απολέσει τον έλεγχο. Υποδεικνύει στη Ρέγκαν «το φυσικό της χρέος, τον δεσμό με τον πατέρα». Από πολλές απόψεις, ο Ληρ εμφανίζεται σχεδόν παραιτημένος, όταν αναγνωρίζει ότι η Γκόνεριλ είναι «η σάρκα μου, το αίμα μου, η κόρη μου». Αλλά παραδέχεται επίσης ότι είναι από το «διεφθαρμένο αίμα μου», καθώς η Γκόνεριλ ενσωματώνεται από τον Ληρ στο σύστημα της αρρώστιας και του θανάτου, αποκλίνοντας από την ηθική του φυσιολογία και έτσι, ο Ληρ φαίνεται να αποδέχεται την ευθύνη του για τις πράξεις της. Οι επιλογές του ως πατέρα τής καθόρισαν τις επιλογές της ως κόρης του. Όλες αυτές οι συναισθηματικές αντιδράσεις δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα της νέας του ζωής, ούτε παρέχουν έναν αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιούργησαν οι βιαστικές ενέργειές του για το μοίρασμα του βασιλείου του στην Α’ Πράξη της τραγωδίας.
Στο τέλος της σκηνής αυτής, ο Ληρ μπαίνει στη θύελλα με τη θέλησή του, αν και ο δούκας γαμπρός του φροντίζει ώστε οποιαδήποτε προοπτική επιστροφής του στο κάστρο για καταφύγιο να συναντήσει κλειδωμένες τις πύλες. Ο βασιλιάς προτίμησε να αντιμετωπίσει μια σκοτεινή και ταραχώδη νύχτα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα κοιμόταν στην ύπαιθρο, παρά να συντροφεύει τις κόρες του που απαιτούσαν αυτός να εγκαταλείψει τους ακολούθους του.
Η επερχόμενη καταιγίδα σηματοδοτεί την αταξία στη ζωή του Ληρ. Είναι ένας πονεμένος γέρος που δεν μπορεί να επιβραδύνει την ορμή των καταστροφών που έχει ο ίδιος θέσει σε κίνηση. Ο Ληρ εισέρχεται στην καταιγίδα σε μια προσπάθεια να ανακτήσει κάποιο σκοπό και κάποιον έλεγχο στη ζωή του, πριν αυτή του ξεφύγει τελείως. Η σύγχυση του Ληρ για την περίστασή του, η απώλεια του σεβασμού των δύο κορών του και η απώλεια της βασιλείας του, όλα μάς κάνουν τον Ληρ συμπαθή. Οι προσπάθειές του να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, αντί να απορρίψει τους ιππότες-ακολούθους του - που αντιπροσωπεύουν τη βασιλεία του και τη δύναμη της προηγούμενης ζωής του - ενισχύουν αυτήν την αίσθηση συμπάθειάς μας. Φεύγει στην καταιγίδα και, αντί να περιμένει τις κόρες του να τον απορρίψουν άλλη μια φορά, τις απορρίπτει αυτός. Η καταιγίδα είναι ο τέλειος χώρος για τον Ληρ. Η φύση που τον είχε καθιερώσει μέσω της φυσικής τάξης ως βασιλιά και πατέρα, έχει επίσης κάνει τον άνθρωπο ένα πλάσμα που εξαρτάται από την αγάπη για την επιβίωσή του. Οι κόρες του βασιλιά - που έχουν καταστεί αφύσικες λόγω της έλλειψης αφοσίωσης στον πατέρα τους και έχοντας απορρίψει τους δεσμούς αίματος και κοινωνικής τάξης - έχουν στερήσει από τον Ληρ την αγάπη και τον σεβασμό που πιστεύει ότι του άξιζαν και που περίμενε. Στη στιγμή της απελπισίας του, ο Ληρ στρέφεται στη φύση για απόδραση.
Μόλις ο Ληρ φεύγει, η Ρέγκαν λέει, «Θα τον δεχτώ με χαρά χωρίς όμως κανέναν ακόλουθο»· ο Σαίξπηρ θέλει να δείξει στο κοινό τις απάνθρωπες ενέργειες των δύο αδελφών εναντίον του Ληρ, εγκλωβίζοντάς τον στην καταιγίδα όπου θα μπορούσε ενδεχομένως να πεθάνει. Αυτό κάνει το κοινό να αισθάνεται απωθητικά για την αποκρουστική συμπεριφορά τους.
Σε αυτήν τη σκηνή, ο Σαίξπηρ αναπτύσσει περαιτέρω την ψυχολογική εστίαση του έργου, το οποίο επικεντρώνεται στη σκληρότητα, την προδοσία και την τρέλα. Ο Ληρ παρακολουθεί τις κόρες του να τον προδίδουν και η αδυναμία του να πιστέψει αυτό που βλέπει αρχίζει να τον σπρώχνει στα όρια της παραφροσύνης. Αυτή η κίνηση ξεκινά με τη δυσπιστία του Ληρ όταν βλέπει πώς φέρθηκε η Ρέγκαν στον υπηρέτη του, κόμη Κεντ. Βάζοντας τον Κεντ στη φάλαγγα, η Ρέγκαν δείχνει έλλειψη σεβασμού για τον Ληρ ως βασιλιά και πατέρα.
Η Ρέγκαν προσπαθεί ξεκάθαρα να υπονομεύσει την ταχέως φθίνουσα εξουσία του Ληρ. Καθώς η ανατροπή της εξουσίας του γίνεται πιο ξεκάθαρη, ο Ληρ το αρνείται με τρόπους που γίνονται όλο και πιο οδυνηροί να τους παρακολουθείς. Η Ρέγκαν και ο δούκας σύζυγός της αρνούνται τις απαιτήσεις του να τους μιλήσει· ο Ληρ ξεχνά ότι, αφού έχει παραιτηθεί από την εξουσία του, δεν μπορεί πλέον να τους δώσει εντολές. Η Γκόνεριλ και η Ρέγκαν τελικά προσβάλλουν τον πατέρα τους ζητώντας του να δει ότι είναι ένας αδύναμος γέρος. Αυτά τα αγκαθωτά και αναιδή λόγια της Ρέγκαν θίγουν το ζήτημα της απώλειας της εξουσίας του Ληρ και υποδεικνύουν κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί ούτε να αρνηθεί ούτε να ελέγξει — το γήρας.
Ο Ληρ διαμαρτυρόμενος ότι «τα έδωσε όλα» επισημαίνει πως έχει απαρνηθεί τον θρόνο, την εξουσία, τις κτήσεις και την περιουσία του, ζητώντας να κρατήσει μόνο εκατό ιππότες για ακολούθους του· όμως κατά βάθος δεν έχει απαρνηθεί τις βεβαιότητες που του παρείχε ο βασιλικός εαυτός του. Έτσι, όταν ο Ληρ εκφράζει τις τελευταίες, εκρηκτικές του απαιτήσεις να του επιτραπεί να κρατήσει τους ακολούθους του στους πύργους των κορών του, η Ρέγκαν τού ζητά να αποκτήσει την αυτογνωσία της αδυναμίας του. Το κοινό βλέπει ότι η Ρέγκαν έχει ένα δίκιο. Ο Ληρ συμπεριφέρεται άσχημα και πάντως ήταν δική του η ιδέα να παραδώσει την εξουσία του στις κόρες του. Ωστόσο, το κοινό έχει επίσης λόγους να υποψιάζεται ότι η Ρέγκαν και ο Γκόνεριλ είναι απίθανο να φερθούν καλύτερα στον Ληρ αν αυτός υποχωρήσει. Ο «Βασιλιάς Ληρ» αποτελεί ένα ιδιαίτερα περίπλοκο παράδειγμα σύγκρουσης μεταξύ των γενεών στην οποία ούτε ο ηλικιωμένος πατέρας ούτε οι κόρες του μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη ότι ασκούν την εξουσία δίκαια.
Όταν η Ρέγκαν κατηγορεί τον Ληρ ότι δεν καταλαβαίνει ότι είναι γέρος, ο Ληρ απαντά σαρκαστικά λέγοντας μια σημαντική αλήθεια «οι γέροι περιττεύουν»· είναι αλήθεια ότι σε αυτό το έργο, οι ηλικιωμένοι φαίνεται να εξυπηρετούν ελάχιστους σκοπούς. Μας υπενθυμίζεται συχνά ότι η ηλικία δεν έχει κάνει τον Ληρ σοφό. Ο κόμης Γκλόστερ, επίσης, είναι και άσοφος και αναποτελεσματικός. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι τα παιδιά τους τα έχουν αντιμετωπίσει δίκαια. Τα πάθη που υφίστανται ο Ληρ και αργότερα ο Γκλόστερ μας αναστατώνουν περισσότερο, επειδή οι πάσχοντες είναι ηλικιωμένοι.
Η άρνηση των δύο αδελφών να επιτρέψουν στον Ληρ να κρατήσει τους εκατό ιππότες ακολούθους του και η ευγενική αλλά σταθερή άρνηση της Ρέγκαν να του επιτρέψει να μείνει μαζί της αντί για την Γκόνεριλ, τελικά αρχίζουν να κάνουν τον Ληρ να καταλάβει ότι δεν μπορεί πια να κουμαντάρει όπως ένας βασιλιάς. Αλλά αρνείται σκληρά αυτήν την απώλεια εξουσίας. Το να αναγκάζεται σε αυτή τη συνειδητοποίηση τον κάνει να εναλλάσσεται μεταξύ θλίψης και θυμού τόσο ισχυρού που φαίνεται να τον τρελαίνει. Βλέπουμε λάμψεις αυτού του θυμού και της τρέλας όταν βρίζει την Γκόνεριλ, και αργότερα, όταν δηλώνει ότι αντί να επιστρέψει στο σπίτι της Γκόνεριλ χωρίς υπηρέτες, θα φύγει εντελώς από τα σπίτια και θα ζήσει στο ύπαιθρο. Με την προφητική κραυγή του «Αχ, τρελέ, θα τρελαθώ» ο Ληρ εγκαταλείπει τον πολιτισμό, αφήνοντας πίσω την ασφάλεια μιας στέγης και ρίχνεται στο χάος και τη σύγχυση του φυσικού κόσμου, αντιμέτωπος για πρώτη φορά με την ανάγκη στην πιο σκληρή εκδοχή της (ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση όπως όλα τα άλλα πλάσματα της φύσης).
Ο τόνος του «Βασιλιά Ληρ» είναι πικρός και απελπισμένος, αντανακλώντας την απαισιόδοξη οπτική του έργου και το αδυσώπητα τραγικό τέλος στο οποίο και αθώοι χαρακτήρες θα πεθάνουν άσκοπα. Ο Ληρ θα πεθάνει στο τέλος του δράματος ουσιαστικά από θλίψη. Η συνυφασμένες με την εξουσία βία και η σκληρότητα είναι παντού στον «Βασιλιά Ληρ» και θεωρούνται δεδομένα από τους χαρακτήρες, γεγονός που δημιουργεί έναν τόνο παραίτησης στις χειρότερες πτυχές της ζωής. Η αληθινή δύναμη που κινεί το έργο είναι ο πόνος, γράφει ο Μπλουμ. Η σύναψη του πόνου με την απόκτηση γνώσης και σοφίας που ως αδήριτος νόμος της ανθρώπινης κατάστασης έχει αναδειχθεί από την αρχαία Ελλάδα σε χορικό του «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου («πάθος, μάθος») εδώ αμφισβητείται ως ικανή και αναγκαία συνθήκη, καθώς στο τέλος του έργου ο Ληρ ξεψυχάει μωρός με την ψευδαίσθηση πως η Κορντέλια εντέλει ζει. «Η οδύνη του Ληρ, που μεταφέρεται ως συμπάθεια, ως βαθιά διανοητική και συναισθηματική αλληλεγγύη των θεατών του δράματος προς τον Ληρ, δεν απαλύνεται ούτε από το γεγονός ότι στο τέλος πεθαίνουν οι «κακοί». Ο Σαίξπηρ δεν μας αφήνει εναλλακτική. Ο πόνος είναι μονόδρομος γιατί ο Ληρ, με όλη την εκρηκτική, παρότι ολοένα φθίνουσα, ζωτικότητά του, αποτελεί μια αστείρευτη πηγή πάθους από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, εκτός, βέβαια, αν αρχίσουμε να τον ερμηνεύουμε μνησίκακα, με ιδεολογικές προκαταλήψεις».
Ο Βασιλιάς Ληρ αφήνει πίσω του μια ηθική ερημία, μια έρημη χώρα απορφανεμένη, στερημένη από κάθε ηθική ευεργεσία, στην οποία η νομιμότητα της εξουσίας θα παραμείνει πρόβλημα ανοιχτό σαν πληγή, μολονότι τα αισθήματα και τα συναισθήματα που εκδραματίστηκαν μέσα σ’ αυτήν την εμπλοκή, και, πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, εκείνο της αγάπης, δεν έχουν χάσει τίποτε από το αμφίσημο κύρος τους στις ανθρώπινες υποθέσεις». Η άρνηση της μικρότερης κόρης του Ληρ, της χαϊδεμένης Κορντέλιας, να πορευτεί όπως οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της τον δρόμο της υποκρισίας, η γενναία σιωπή της αντί του ψέματος, η σιωπή ενός ανθρώπου που σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, κάνουν τον βασιλιά στην πορεία του δράματος να συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι μοναδική ευτυχία στον κόσμο είναι να αγαπάς και να σε αγαπούν όχι στα λόγια αλλά στις πράξεις. Το «ηθικό δίδαγμα για τα πρωτεία της ζωής» που εξάγεται από τον «Βασιλιά Ληρ» είναι πως η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι να σε αγαπούν, και πως την ευτυχία αυτήν την αποκτάς αγαπώντας.