Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

Κωδικός : MED2135

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

MED2135  -  Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.

ΜΕ ΕΚΣΤΑΣΗ ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ

Περιγραφή

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως, η ανάπλαση του ανθρώπινου γένους, η βίωση της εσχατολογικής πραγματικότητος. Η Ανάσταση, το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία, θεωρείται ως στάση, εξέγερση, έξοδος και παρουσιάζεται ως η δια του Σταυρού νίκη της ζωής επί του θανάτου. Η εικόνα της Αναστάσεως στην ορθόδοξη Εκκλησία έχει δύο εκδοχές που συμπληρώνουν η μία την άλλη: η μία  απεικονίζει την ευαγγελική μαρτυρία της στιγμής που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού και η άλλη αντιστοιχεί σε μια βιβλικής αφετηρίας συμβολική παράσταση που προηγήθηκε της θεόσωμης Ανάστασης του Χριστού – την Κάθοδό Του στον Άδη.

Ο κενός τάφος

Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα για να πάνε να αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;» Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα εκεί, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλίσει από τον τόπο της. Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νεαρό με λευκή στολή στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τους είπε: «Μην τρομάζετε. Ψάχνετε τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, τον Σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να το μέρος όπου Τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές και τον Πέτρο ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία και σας περιμένει. Eκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε». Οι γυναίκες βγήκαν και έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και έκσταση, δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, διότι φοβούνταν. (Ευαγγελιστής Μάρκος 16, 1-8, Η Ευαγγελική Περικοπή της Ανάστασης του Κυρίου)

 

Εις Άδου Κάθοδος

Ανάμεσα σε απότομους βράχους ανοίγεται η σκοτεινή άβυσσος του  Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός για να κηρύξει τη σωτηρία στους νεκρούς. Ο Χριστός πατά γερά σε δύο κομμάτια ξύλου, τα οποία είναι τοποθετημένα σαν να σχηματίζουν σταυρό. Πρόκειται για τις πύλες του Άδη τις οποίες ο Χριστός έσπασε με τη χάρη του Σταυρού Του. Με τον θάνατό του έκλεισαν, αλλά δεν στάθηκαν αρκετά ισχυρές για να τον κρατήσουν δέσμιό τους. Γύρω γύρω υπάρχουν καταστραμμένα, σκορπισμένα και αχρηστευμένα τα κλείθρα και οι αλυσίδες που μέχρι τότε έκλειναν την οδό διαφυγής από τον Άδη. Κάτω από όλα αυτά φαίνεται το μαύρο χρώμα του Άδη, το οποίο μέχρι την Ανάσταση αποτελούσε το τέλος για τον άνθρωπο.

Πάνω από το σπήλαιο, στο κέντρο της εικόνας, προβάλλει ο νικητής του θανάτου, ο Χριστός , με εμφανή στα χέρια και στα πόδια Του τα σημάδια της Σταύρωσης, περιβαλλόμενος από φωτεινή δόξα, λάμποντας από το άκτιστο φως, Κύριος της Ζωής, γεμάτος με τον δυναμισμό του Αγίου Πνεύματος και ακτινοβολώντας θεία ενέργεια. Η όψη του προσώπου Του είναι αυστηρή αλλά με έκφραση φιλάνθρωπη, δηλαδή, στην εικόνα διακρίνεται το στοργικό Του βλέμμα για τον άνθρωπο. Είναι φανερό ότι το πρόσωπο Του κυριαρχεί βασιλικά ως ελευθερωτής και, από την υπερβολική αγάπη Του για τον άνθρωπο, φθάνει ως και στον Άδη για να τον συναντήσει. Ο Χριστός κατεβαίνει μέσα στον (εσωτερικό) Άδη κάθε ανθρώπου, εισέρχεται μέσα στην απελπισία του για να τον ανασύρει από αυτό το βασανιστικό μαρτύριο της απελπισίας, της φθοράς και μοναξιάς του και να τον κάνει να κοινωνήσει μαζί του. Η ωοειδής δόξα ή ο φωτεινός κύκλος που περιβάλει τον Χριστό, δείχνει τη θεότητά Του.

Με μία δυνατή κίνηση των χεριών (πιάνοντας από τους καρπούς) αρπάζει όλο ζωντάνια τον Αδάμ, ενώ εκείνος γονατιστός τον κοιτάζει ευχαριστιακά. Πίσω του η Εύα. Ο Αδάμ, παρίσταται ως γέρος, τα πλούσια λευκά μακριά μαλλιά του ακουμπούν στους ώμους του και το πρόσωπο του είναι άγριο και σκληρό. Η Εύα, παρουσιάζεται και αυτή ηλικιωμένη, ασπρόμαλλη, τυλιγμένη σε κεκρύφαλο, ενώ το ιμάτιο που καλύπτει το αριστερό της χέρι, είναι σε κόκκινο χρώμα. Τα σώματά και τα χέρια τους εγείρουν προς τον Χριστό σε στάση παράκλησης. Η Ανάσταση των πρωτόπλαστων γίνεται από τους τάφους τους, στους οποίους τους είχε οδηγήσει η εσφαλμένη επιλογή τους στον Παράδεισο. Αισθάνονται αγωνία και ικανοποίηση, διότι ήλθε η ώρα μετά από τόσους αιώνες, η ώρα της λύτρωσης από τα δεσμά του Άδη, όπου καταδικάστηκαν για τη πτώση τους. Με την κίνηση αυτή, η οποία είναι δυναμική, θα λέγαμε εκρηκτική, η προσοχή μας στρέφεται αμέσως στο κεντρικό νόημα της παράστασης: «καὶ σὺν ἑαυτῷ τὸν Ἀδὰμ ἐγείραντα», στη Σωτηρία του ανθρώπου.

Ο Αδάμ και η Εύα  όμως δεν είναι οι πρώτοι που αναστήθηκαν, αλλά οι τελευταίοι. Επειδή ήταν οι πρώτοι νεκροί, βρίσκονταν και στο βαθύτερο, το κατώτερο μέρος του Άδη. Επομένως η εικόνα παριστά ακριβώς το έσχατο βάθος του Άδη και την Ανάσταση των τελευταίων νεκρών. Ήδη, πριν από τον Αδάμ και την Εύα έχουν κιόλας αναστηθεί πολλά γνωστά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης. Πίσω συνωστίζονται οι άνθρωποι που είχαν ζήσει στη γη πριν από τον Χριστό. Όλοι προσδοκούν τη σωτηρία τους στρεφόμενοι προς Αυτόν: οι δίκαιοι και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης με τα στέμματά τους κι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος αριστερά ακριβώς από τον Χριστό, ευλογεί με το χέρι του. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν εκείνος που και πάλι είχε προετοιμάσει το δρόμο για το κήρυγμα του Χριστού στον Άδη, γι’ αυτό και η εικονογράφησή του είναι απαραίτητη. Επίσης, εκφράζει τη χειρονομία μάρτυρα και προσδιορίζει τον Σωτήρα, είναι πρόδρομος και στον Άδη. Πίσω από την Εύα, ακολουθεί ο Άβελ, ο δίκαιος από τους απογόνους των πρωτοπλάστων που προσέφερε ευάρεστη θυσία στο Θεό. Απλώνει το χέρι του προς τον Χριστό. Όλοι αναγνωρίζουν τον Σωτήρα και τον εκφράζουν με τις χειρονομίες τους και τις στάσεις τους. Ο Χριστός δεν εξέρχεται από τον τάφο αλλά “εκ νεκρών”.

Η Ανάσταση του Χριστού εορτάζεται από την εκκλησία από τη στιγμή της καταβάσεώς Του στον Άδη. Οι ορθόδοξοι αγιογράφοι μη μπορώντας να απεικονίσουν το μεγαλείο της Αναστάσεως του Χριστού, που κανένα ανθρώπινο μάτι δεν είδε, δεν εικονίζουν τη στιγμή της Ανάστασης, αλλά την κάθοδό Του στον Άδη, σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία. Αντίθετα, οι δυτικές εικόνες παρουσιάζουν μία σκηνή την οποία κανείς δεν έχει δει.  Ο Χριστός μ’ ένα μανδύα ριγμένο πάνω του βγαίνει από τον τάφο κρατώντας ένα «μπαϊράκι», όπως το αποκαλούσε ο Φώτης Κόντογλου. Η παράσταση αυτή δεν είναι ορθόδοξη, αλλά δυτική. Η στιγμή της Αναστάσεως παραμένει μυστήριο κεκρυμμένο. Κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε ότι η δυτική παράδοση προσπαθεί να αποδώσει το γεγονός όπως δεν το είδε κανείς, η ορθόδοξη παράδοση προσπαθεί να αποδώσει το νόημα του γεγονότος, το αποτέλεσμα που έχει η Ανάσταση στη ζωή μας. Η ορθόδοξη προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική. Προβάλλει τα αποτελέσματα του γεγονότος της Αναστάσεως στον άνθρωπο και στον κόσμο.

H δυτική ζωγραφική στέκεται στην ιστορική χρονική στιγμή του περιστατικού και προσπαθεί να το σχηματοποιήσει φωτογραφικά. O θεατής της ζωγραφιάς αισθάνεται ότι βλέπει το περιστατικό να εκτυλίσσεται μπροστά του. Καμία προέκταση δεν δίνεται στο γεγονός. Aποδίδεται όπως φανταζόμαστε πως έγινε και τίποτε περισσότερο. Ένας τέτοιος θρησκευτικός ζωγραφικός πίνακας μπορεί να είναι εξαίσιος από καλλιτεχνική άποψη∙ ο δυτικός ζωγράφος με τον χρωστήρα του γράφει ιστορία. Eδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά με την Ανατολή. O ορθόδοξος αγιογράφος ξεπερνάει την ιστορία. O αγιογράφος με τον χρωστήρα του δεν προσπαθεί να γράψει ιστορία, διότι τον ενδιαφέρει να γράψει θεολογία. Στέκεται πάνω από τη φωτογραφική αποτύπωση του γεγονότος, διότι προσπαθεί να συλλάβει το νόημα και τη σημασία του γεγονότος για την σωτηρία των ανθρώπων. Με τα χρώματά του ζωγραφίζει την πίστη του και αποτυπώνει πάνω στο ξύλο την ορθόδοξη θεολογία.

Με τον τρόπο αυτό εξηγείται, γιατί έχουμε εικόνα της Aναστάσεως στη δυτική ζωγραφική παράδοση χωρίς βιβλική αναφορά, ενώ στην ορθόδοξη αγιογραφία έχουμε την εικόνα της εις Άδου καθόδου με βιβλική αφετηρία. O ζωγράφος στη Δύση βάζει όλη του την τέχνη για να δείξει σε μια φανταστικά ρεαλιστική σκηνή τον Χριστό να εκτινάσσεται μέσ’ από τον τάφο μέσα σ’ ένα σύννεφο δόξας και δυνάμεως. Στο χέρι του κρατάει το λάβαρο της νίκης και στα πόδια του έχει τους τρομαγμένους στρατιώτες που η δύναμη της εκτίναξης τούς έχει ρίξει στο έδαφος. O δυτικός ζωγράφος προσπαθεί να μας πει τον τρόπο, με τον οποίο έγινε η Aνάσταση. Ωστόσο, το πώς έγινε η Aνάσταση έχει μικρή σημασία. Γι’ αυτό και κανένας Ευαγγελιστής δεν περιγράφει στο κείμενό του τον τρόπο της Aναστάσεως. Σημασία έχει ότι η Aνάσταση έγινε. Eκείνο που αξίζει είναι να βρούμε το νόημα και τη σημασία του γεγονότος. Αυτό το νόημα λοιπόν το αποδίδει  ο ανατολικός αγιογράφος. O Χριστός δεν μπαίνει απλώς σ’ έναν τάφο, μέσ’ απ’ αυτόν εισέρχεται στον Άδη για να διαλύσει το κράτος του, να καταργήσει την εξουσία του και να κλέψει τους αιχμαλώτους του. Όλα αυτά αποτυπώνονται με τις διαλυμένες πόρτες πάνω στις οποίες πατάει ο Νικητής του θανάτου, με τα σκορπισμένα κλείθρα, με τη δύναμη με την οποία τραβάει ο Χριστός από τους τάφους τους τον Aδάμ και την Εύα. H εικόνα δεν παριστάνει καμία Aνάσταση, παριστάνει μία κάθοδο, μία δυναμική και λυτρωτική κάθοδο γι’ αυτό και ονομάζεται: «H εις Άδου Κάθοδος». Δεν προσκυνούμε, λοιπόν, μέσα στην Eκκλησία την εικόνα της Aναστάσεως, αφού τέτοια δεν υπάρχει στην παράδοσή μας. Μέσα στην Eκκλησία προσκυνούμε την εικόνα που ονομάζεται: «H εις Άδου Κάθοδος».

 

Τούτων λεχθέντων, ας θαυμάσουμε τώρα την καλλιτεχνική αξία δύο δειγμάτων δυτικής ζωγραφικής της εποχής του μπαρόκ, το ένα από την Ιταλία με κοσμική υπόσταση, το άλλο από την Ολλανδία με μεταφυσική.

 

Φραντσέσκο Μπουονέρι, αποκαλούμενος «Τσέκκο ντελ Καραβάτζο»: "Η Ανάσταση" (1619-20)

Ο  Φραντσέσκο Μπουονέρι ήταν ένας από τους στενότερους οπαδούς του Καραβάτζο, του ρηξικέλευθου, εμβληματικού ζωγράφου της ιταλικής περιόδου του μπαρόκ. Ο Μπουονέρι αποτελούσε βοηθό και πιθανότατα μοντέλο για τον Καραβάτζο κατά τα τελευταία χρόνια του τελευταίου στη Ρώμη∙ αυτή η προσωπική σύνδεση φαίνεται να υποδηλώθηκε με το παρατσούκλι του, Τσέκο (υποκοριστικό του Φραντσέσκο) ντελ Καραβάτζο.

Η «Ανάσταση» αποτελεί απόλυτα τεκμηριωμένο πίνακα του Μπουονέρι, ο οποίος  παραγγέλθηκε το 1619 από τον πρέσβη της Τοσκάνης στη Ρώμη, για το παρεκκλήσι της οικογένειάς του στη Φλωρεντία. Για λόγους που χάθηκαν στην ιστορία, ο πίνακας απορρίφθηκε, ένα όχι ασυνήθιστο γεγονός στην ταχέως εξελισσόμενη καλλιτεχνική σκηνή της Ρώμης. Τελικά πουλήθηκε σε έναν άλλο σημαντικό συλλέκτη, τον καρδινάλιο Σκιπιόνε Μποργκέζε.

Η «Ανάσταση» υπερβάλλει στην τολμηρή αντίθεση του φωτός με το σκοτάδι και τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των ιερών μορφών ως δεσπόζουσες φιγούρες με περίπλοκες πτυχώσεις των υφασμάτων των ενδυμάτων τους∙ όλα χαρακτηριστικά του επαναστατικού στυλ του Καραβάτζο και των ακολούθων της τέχνης του («καραβατζιστών» ζωγράφων). Η χρήση δυνατών και καθαρών χρωμάτων από τον καλλιτέχνη, σε συνδυασμό με τους απαλούς σιωπηλούς τόνους των αποχρώσεων, δημιουργεί μια συνολική ισορροπία μεταξύ των παραλλαγών της σκιάς και του φωτός που χαρακτηρίζουν το μπαρόκ. Εν τη απουσία κάθε μεταφυσικού υπερβατισμού, η αίσθηση της νίκης της ζωής στις δύο κεντρικές μορφές του εν λόγω πίνακα μάς κατακλύζει μέσα από τους χαρακτηριστικά έντονους φωτισμούς και τις σκιάσεις.

Ας ασχοληθούμε τώρα με τα πρόσωπα του πίνακα. Ο πίνακας απεικονίζει την Ανάσταση σε μια σύνθετη παράσταση στραμένων σωμάτων μπροστά από ένα κυρίαρχο, σκούρο φόντο. Ο Χριστός ίπταται πάνω από τη σκηνή γονατισμένος σε ένα σύννεφο, κρατώντας, σύμφωνα με τη δυτική τάση, ένα λάβαρο στο αριστερό Του χέρι και, ενώ σηκώνει το δεξί Του χέρι, κοιτάζει τη χαοτική σκηνή με τους στρατιώτες στο έδαφος κάτω από Αυτόν,  η οποία θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια μάχη. Ο Χριστός έχει λευκό δέρμα, καστανόξανθα μαλλιά μέχρι τους ώμους και γένια. Ένα μικρό φωτοστέφανο λευκού φωτός περιβάλλει το κεφάλι Του. Το πιο αξιοσημείωτο πρόσωπο του πίνακα φαίνεται πως είναι ο άγγελος που σήκωσε την ταφόπλακα∙ στέκεται στο κέντρο του πίνακα σε προφίλ, γυρίζοντας το κεφάλι του νικηφόρα προς τον θεατή, ενώ δείχνει προς τα πάνω τον Χριστό με τον αριστερό δείκτη του, καθοδηγώντας τα μάτια των θεατών στον Χριστό. Οι στρατιώτες που τους είχε ανατεθεί να φυλάνε τον τάφο, είναι σκορπισμένοι τριγύρω. Δύο στρατιώτες, ντυμένοι με στρατιωτική ενδυμασία του δέκατου έβδομου αιώνα, στέκονται φοβισμένοι από το σοκ. Ο ένας τους στέκεται μπροστά, στην αριστερή πλευρά του πίνακα, κι απομακρύνεται από τον άγγελο.  Πίσω, ο άνδρας με το φτερωτό καπέλο θα μπορούσε να είναι ένας πρωτο-Χριστιανός που προστατεύει τον άγγελο και τον Χριστό από τον άλλο στρατιώτη στο βάθος, αν ο τελευταίος επιχειρούσε να τους βλάψει. Δίπλα στον άγγελο, στη δεξιά πλευρά του πίνακα, ένας ευγενής με το στόμα ανοικτό από το σοκ, γέρνει μακριά. Στο πρώτο πλάνο του πίνακα, στην κάτω δεξιά γωνία του, ένας στρατιώτης κάθεται στο χώμα, ακουμπισμένος σε μια λευκή μαρμάρινη πέτρα. Το κεφάλι του στρατιώτη είναι πεσμένο απ’ τον ύπνο. Με το δεξί του χέρι κρατά το σπαθί του στην αγκαλιά του∙ φαίνεται να τραβούσε το σπαθί του τη στιγμή του ύπνου του. Ένα μισόσβηστο φανάρι στέκεται στο έδαφος πίσω του. Μια στρογγυλή ασπίδα είναι πεσμένη στο έδαφος στο πλάι του. Στην αντιληπτή μάχη που φαίνεται να διεξάγεται στον πίνακα, η παρουσία του κοιμισμένου στρατιώτη γεννά το ερώτημα: Με ποιανού πλευρά είναι;

Από τη σκοπιά ενός αρχάριου θαυμαστή της τέχνης, η παραπάνω θεώρηση των προσώπων του εν λόγω πίνακα  θα μπορούσε να είναι  αρκετά διαφωτιστική όχι μόνο ως προς το τι μας αποκαλύπτει για τον πίνακα, αλλά και για την εισαγωγή ενός άλλου τρόπου ματιάς στην τέχνη γενικά. Ναι, το φως και τα χρώματα τραβούν τα βλέμματα, αλλά η τέχνη προσλαμβάνεται και με το μυαλό, εξού το παιχνίδι της σκέψης και της φαντασίας μας, ως παρατηρητές του πίνακα, για τη δράση των προσώπων του πίνακα με ερμηνείες των πιθανών ρόλων του καθενός. Όπως χάνεις τον εαυτό σου σε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που διαβάζεις, τα έργα τέχνης και οι πίνακες μπορούν να γίνουν φακοί μέσω των οποίων οι άνθρωποι κεντρίζουν, εκτός από το συναίσθημα,  και τη φαντασία τους, δραπετεύοντας ταυτόχρονα και με την καρδιά και με τον νου τους σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, αφήνοντας τον εαυτό τους απορροφημένο σε μια ξένη αφήγηση. Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να μάθει τι πραγματικά προσπαθούσε να δείξει ο Τσέκκο ντελ Καραβάτζο μέσω της δουλειάς του, αν προσπαθούσε να μας δείξει κάτι. Η τέχνη είναι υποκειμενική όσο και όμορφη, γι' αυτό ίσως μπορεί να αιχμαλωτίσει τα συναισθήματα και τη φαντασία τόσων πολλών ανθρώπων.

 

Ρέμπραντ: "H Ανάσταση του Χριστού" (1639). Ένα ακτινοβόλο όραμα ελπίδας, αναγέννησης και θείου φωτός.

Ο Ρέμπραντ (Rembrandt van Rijn, 1606-1669), ευσεβής προτεστάντης πιστός, είναι επίσης γνωστός ως ζωγράφος του φωτός και της σκιάς και ως καλλιτέχνης που ευνοούσε έναν ασυμβίβαστο ρεαλισμό που θα έκανε ορισμένους κριτικούς να ισχυριστούν ότι προτιμούσε την ασχήμια από την ομορφιά.

Η Ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς είναι –με κάθε μέτρο– ένα εκπληκτικό, υπερφυσικό γεγονός και προσφέρεται για δραματικές πτήσεις φαντασίας. Αν και, όπως προ-είπαμε, κανείς δεν το είδε τη στιγμή που συνέβη, οι καλλιτέχνες έχουν εμπνευστεί τις μελοδραματικές δυνατότητές του, όπως εδώ ο Ρέμπραντ σε έναν από από 5 πίνακες για τα Πάθη του Χριστού, που φιλοτέχνησε κατά το διάστημα 1635-39 για τον Ολλανδό διοικητή, πρίγκιπα Φρέντερικ Χέντρικ. Η «Ανάσταση του Χριστού» είναι λοιπόν ένας από τους αφιερωμένους σε βιβλικά θέματα, πίνακες του Ρέμπραντ. Ο ζωγράφος προσπάθησε να αποκαλύψει την Ανάσταση ως ένα σημαντικό βιβλικό γεγονός, αντιπαραβάλλοντας το φως και τη σκιά που κυριαρχεί στην εικόνα. Το φως συμβολίζει τις θεϊκές δυνάμεις, τις δυνάμεις του καλού. Κατά την απεικόνιση του Χριστού, ο Ρέμπραντ ενδιαφέρεται να αποδώσει την έκφραση και τις χειρονομίες του, αποκαλύπτοντας έτσι μια σκηνή δράσης και συνεχούς κίνησης. Ο καλλιτέχνης σχεδίασε να μεταφέρει την κίνηση έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να αντιληφθεί τα προηγούμενα γεγονότα και να προβλέψει τη μελλοντική εξέλιξη της έγερσης του Χριστού. Ο Ρέμπραντ κατάφερε να δραματοποιήσει το γεγονός παίζοντας με τα χρώματα, με μόνο ελαφρώς εξομαλυντικές μεταφορές από τη σκιά στο φως. Αν και ο πίνακας έχει και κάποιες αναγεννησιακές καταβολές, η έκφραση και η κίνησή του συνιστούν φωτεινή απόδειξη του πνεύματος του μπαρόκ. Επιπλέον, υπάρχει πάντα το αποκορύφωμα των γεγονότων με την επικείμενη έγερση του Χριστού στην όρθια στάση που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Ο χαρακτήρας του Χριστού συνδέεται άμεσα με τα άλλα αντικείμενα στην εικόνα. Σε όσους από εμάς αναζητούμε την πνευματικότητα, το απόκοσμο φως του αγγέλου μάς οδηγεί στην πίστη να δούμε τον Θεάνθρωπο ζωντανό, ενώ έχει εμφανώς περάσει την πύλη του θανάτου. Το πρόσωπο του Μεσσία φωτίζει το φως του αγγέλου που έστειλε ο Θεός για να δώσει στους ανθρώπους πίστη. Ο άγγελος ανοίγει την πλάκα του τάφου και βλέπουμε την ασύλληπτη εικόνα ενός ζωντανού ανθρώπου που αναπνέει, ενώ έχει περάσει πια τις πύλες του θανάτου. Μόνο ο προτεστάντης Ρέμπραντ κατάφερε να θεωρήσει ότι ο Ιησούς δεν είναι τόσο ιδανικός όσο τον έβλεπαν πριν, ήταν πραγματικά εξαντλημένος και νεκρός και αυτό φαίνεται στο πρόσωπο και το χέρι, το οποίο βάζει στην άκρη του τάφου, προφανώς για να στηριχθεί και να σταθεί όρθιος.

Ταυτόχρονα, το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και Χριστού είναι εμφανές∙ οι άνθρωποι που απεικονίζονται κάτω αριστερά συμβολίζουν την κατωτερότητα και τη θνητότητα, και ο Χριστός που λούζεται από το θείο φως είναι η ενσάρκωση της αιώνιας ζωής. Η άνοδος του φωτός θα μπορούσε να ταυτιστεί με την αντιπαράθεση ζωής και θανάτου, ή καλού και κακού κατά την προτεσταντική θεώρηση. Ο Ρέμπραντ, δημιουργώντας αυτό το έργο, επιδιώκει να μεταφέρει στον θεατή όχι απλώς μια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά ανοίγει την αυλαία της ίδιας της Ιστορίας. Οι άνθρωποι απεικονίζονται στη σκοτεινή πλευρά του καμβά: στην αριστερή πλευρά οι στρατιώτες του Ηρώδη, στη γωνία δεξιά δύο γυναίκες. Γιατί τόσοι απροσδόκητοι μάρτυρες στην Ανάσταση  του Ιησού; Ο καλλιτέχνης απεικόνισε τη στιγμή που οι στρατιώτες προσπαθούν να εμποδίσουν την αφύπνιση του Μεσσία, μεταδίδοντας έτσι ένα κομμάτι της προϊστορίας του πίνακα στο οποίο οι αρχές της Ιερουσαλήμ επιχείρησαν να επιβληθούν στον Χριστό με τη βοήθεια στρατιωτικής δύναμης. Απόδειξη αυτού είναι ένας στρατιώτης που στρέφεται ενάντια σε μια από τις γυναίκες, και εκείνη, σφίγγοντας τα χέρια της σε μια χειρονομία ικέτησης για έλεος, πέφτει στα γόνατά της.

Η «Ανάσταση του Χριστού» είναι η ανάσταση της ζωής έξω από το θάνατο και το χάος. Το γεγονός ότι ο πίνακας είναι δομημένος ασύμμετρα είναι αρκετά χαρακτηριστικό για το ρεύμα του μπαρόκ, ειδικά στην απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων, καθώς πρόκειται πάντα για μια αντιπαράθεση. Η αναλυόμενη ζωγραφική της περιόδου του μπαρόκ παρουσιάζει τόσο τη συναισθηματική πλήρωση όσο και την ουσιαστική χρήση των χρωμάτων.

Εισερχόμενοι στο θεϊκό βασίλειο της «Ανάστασης του Χριστού» του Ρέμπραντ, το αριστούργημα αυτό που αποτυπώνει τη μεταμορφωτική στιγμή της Ανάστασης του Χριστού με λαμπρότητα που κόβει την ανάσα, ας τελειώσουμε επιχειρώντας και μια σχηματική-αποσπασματική αποκρυστάλλωση των στοιχείων του πίνακα.

Τεχνική του Ρέμπραντ: Φωτίζοντας το Θείο με Φως και Σκιά

Η μαεστρία του Ρέμπραντ στο chiaroscuro, την αλληλεπίδραση φωτός και σκιάς, εμφανίζεται πλήρως στην «Ανάσταση του Χριστού». Η λαμπερή μορφή του Χριστού, λουσμένη στο αιθέριο φως, αναδύεται από το σκοτάδι, συμβολίζοντας την ελπίδα και τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου. Η δραματική αντίθεση μεταξύ φωτός και σκιάς δημιουργεί μια αίσθηση δέους και θαυμασμού, παρασύροντας τον θεατή στην καρδιά του ιερού γεγονότος.

Βιβλική αφήγηση: Η νίκη του Χριστού επί του θανάτου

Ο πίνακας απεικονίζει τη στιγμή που ο Χριστός, έχοντας κατακτήσει τον θάνατο, πάει να σηκωθεί από τον τάφο. Τα χέρια του είναι απλωμένα, σαν σε μια χειρονομία ευλογίας. Οι στρατιώτες που φρουρούν τον τάφο, κυριεύονται από το εκτυφλωτικό φως, με τις εκφράσεις τους ένα μείγμα φόβου και δέους. Η απεικόνιση αυτού του κομβικού βιβλικού γεγονότος από τον Ρέμπραντ είναι βαθιά συγκινητική και οπτικά εντυπωσιακή.

Συμβολισμός και νόημα: Το φως ως μεταφορά για την πίστη

Πέρα από την αφηγηματική της σημασία, «Η Ανάσταση του Χριστού» είναι πλούσια σε συμβολισμούς. Το λαμπερό φως που εκπέμπεται από τον Χριστό αντιπροσωπεύει τη θεία χάρη και τη δύναμη της πίστης να υπερνικήσει το σκοτάδι. Ο τάφος που αδειάζει, συμβολίζει τη νίκη επί του θανάτου και την υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Η χρήση του συμβολισμού από τον Ρέμπραντ καλεί τους θεατές να συλλογιστούν τις βαθιές πνευματικές αλήθειες που είναι ενσωματωμένες στον πίνακα.

Καλλιτεχνικό Πλαίσιο: Μπαρόκ Δράμα και Θρησκευτική Έκφραση

«Η Ανάσταση του Χριστού» είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της τέχνης του μπαρόκ, μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από δραματικό φωτισμό, συναισθηματική ένταση και θρησκευτική ζέση. Ο πίνακας του Ρέμπραντ αντικατοπτρίζει την ενασχόληση του μπαρόκ με την αλληλεπίδραση μεταξύ φωτός και σκότους, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Είναι απόδειξη της ιδιοφυΐας του Ρέμπραντ ότι μπορούσε να συλλάβει την ουσία αυτού του δυναμικού στυλ και να μεταδώσει τη δύναμη της Ανάστασης με τόσο βαθιά τέχνη.

Συναισθήματα που μεταφέρονται: Δέος, Ελπίδα και Ανανέωση

Η «Ανάσταση του Χριστού» του Ρέμπραντ προκαλεί μια σειρά συναισθημάτων, από δέος και θαυμασμό μέχρι ελπίδα και ανανέωση. Το λαμπερό φως και η θριαμβευτική φιγούρα του Χριστού εμπνέουν μια αίσθηση χαράς και αισιοδοξίας, ενώ το σκοτάδι και οι πεσόντες στρατιώτες μάς παραπέμπουν στον αγώνα και τη θυσία που προηγήθηκε αυτής της ένδοξης στιγμής. Ο πίνακας καλεί τους θεατές να αναλογιστούν τη δύναμη της πίστης και τη μεταμορφωτική φύση της θείας χάρης.

 

.Εν κατακλείδει, πέρα από τις διαφορετικές θεωρήσεις των ανθρώπων, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ομότιμος Καθηγητής Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο τμήμα Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Καραβιδόπουλος: «Η Ανάσταση του Χριστού δεν υπάγεται στη νομοτέλεια αυτού του κόσμου και συνεπώς δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία, της δίνει νόημα και την προσανατολίζει προς νέους ορίζοντες, προς ένα καινούργιο κόσμο που είναι τελείως διαφορετικός από τον γνωστό μας κόσμο της φθοράς, του πόνου και του θανάτου. Η Ανάσταση του Χριστού δηλώνει την αρχή της νέας δημιουργίας, του καινούργιου κόσμου που προσφέρει ο Θεός στην ανθρωπότητα. Κι ο καινούργιος αυτός κόσμος δεν έχει καμιά σχέση με την οσμή της φθοράς, τον τρόμο του θανάτου και τις εχθρικές εκδηλώσεις του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο, αλλ’ είναι ζωή αγάπης, ζεστασιάς και ελπίδας. Η Ανάσταση του Χριστού είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής. Το μήνυμα αυτό με το κήρυγμα της Εκκλησίας απευθύνεται στον άνθρωπο κάθε εποχής και μαρτυρεί την ανεξάντλητη αγάπη του Θεού, ο οποίος, παρά τις θανατηφόρες ενέργειες των ανθρώπων, τους καλεί συνεχώς στη ζωή και στον κόσμο της Αναστάσεως».

 

 

 

Ερώτηση 1 / 1 (Ελεύθερου Κειμένου — 10 βαθμοί) 

Η δυτική αντίληψη στηρίζεται σε μια διανοητική και συναισθηματική αποδοχή του Χριστού, ενώ στην Ορθοδοξία ο εξαγιασμός του ανθρώπου απαιτεί τη βιωματική είσοδό του στην λυτρωτική πνευματική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Προτεσταντισμός όπως και ο Καθολικισμός έχουν υιοθετήσει την αντίληψη ότι η λογική σκέψη – ορθολογισμός μπορεί να αποδείξει με λογικά επιχειρήματα την ύπαρξη του Θεού και να καταστήσει δυνατή τη γνώση του Θεού∙ έτσι, μια βαθυστόχαστη διάνοια μπορεί να γνωρίσει την Αγία Τριάδα, ενώ η Ορθοδοξία θεωρεί ότι τέτοια χρήση της λογικής στην προσπάθεια να γνωρίσει κανείς τον Θεό, μπορεί να καταλήξει μόνο στην κατασκευή ενός φανταστικού και ανύπαρκτου Θεού. Σχολιάστε τα παραπάνω, γενικά και ειδικά σε σχέση με το καταλυτικό γεγονός της Ανάστασης, τις παραπάνω απεικονίσεις του και το τι αυτό σημαίνει ή μπορεί να σημάνει για εσάς προσωπικά.