Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
Κωδικός : MED2135
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
MED2135 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
“THERE GOES THAT DREAM …” ΛΕΕΙ Ο ΝΤΟΜΙΝΙΚ. ΔΥΟ ΑΤΥΧΕΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑΣ – ΔΥΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ «ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ».
Περιγραφή
Εν ολίγοις, ευάλωτος είναι αυτός που αφήνει τα συναισθήματά του να γίνουν γνωστά, πράγμα που σημαίνει την αρχική παραδοχή των εκάστοτε συναισθημάτων στον ίδιο του τον εαυτό και, στη συνέχεια, την έκφραση των συναισθημάτων αυτών σε άλλους ανθρώπους. Ο φόβος της ευαλωτότητας είναι ένας πολύ συνηθισμένος φόβος. Οι «επαγγελματίες πέφτουλες» θα σας πουν ότι η ευαλωτότητα είναι αλάνθαστη «συνταγή» αποτυχίας σ’ ένα φλερτ (ελληνιστί, ερωτοτροπία)∙ παρεμπιπτόντως, η προσωπική μου πείρα αντιβαίνει σε αυτό το «θέσφατο». Όπως και να ‘χει, στην υποκριτική τέχνη οι ευάλωτοι χαρακτήρες προσφέρονται για ρεσιτάλ ηθοποιίας, όπως θα διαπιστώσουμε στον «ήσυχο σπαραγμό» των δύο κινηματογραφικών προσώπων που επέλεξα.
Πρώτα, θα ασχοληθούμε με έναν χαρακτήρα της περσινής ταινίας του Μάρτιν ΜακΝτόνα « Τα πνεύματα του Ινισέριν – The Banshees of Inisherin », ιλαροτραγωδίας της ανθρώπινης (συν)ύπαρξης σε ένα μικρό νησί της Ιρλανδίας του 1923, με φόντο έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο κι ένα μαγευτικής αγριότητας φυσικό τοπίο. Πρόκειται για τον Ντόμινικ , τον «χαζό του χωριού» και κλοτσοσκούφι του βίαιου αστυνομικού πατέρα του. Τον Ντόμινικ υποδύεται ο Μπάρι Κιόγκαν. Πρόκειται για έναν από τους πιο καλόκαρδους και διάφανους χαρακτήρες της ταινίας, έναν απλό νεαρό οι ξεκάθαροι στόχοι του οποίου να έχει μια σύντροφο και φίλους που θα τον νοιάζονται, επιτρέπουν στους θεατές της ταινίας να επενδύσουν συναισθηματικά στην παρουσία του στην ταινία.
Όπως γνωρίζουμε, το να κυνηγούμε τους στόχους μας και τα θέματα της καρδιάς μας, ιδιαίτερα με το χάος που επικρατεί παντού γύρω μας, μπορεί να είναι ένα δύσκολο έργο. Δεν έλειψε, λοιπόν, το χάος γύρω από τον Ντόμινικ, καθώς βλέπουμε τακτικά βομβαρδισμούς και εκρήξεις να συμβαίνουν στην απέναντι απ’ το νησί, ηπειρωτική Ιρλανδία∙ ο πατέρας του φαίνεται επίσης να τον κακοποιεί και να τον απειλεί σε πολλές περιπτώσεις. Επί πλέον, ο Ντόμινικ περιβάλλεται από δύο από τις εξέχουσες προσωπικότητες του νησιού, των οποίων οι απρόσεκτες εσωτερικές διαμάχες έχουν ως αποτέλεσμα να συνεχίζεται η ένταση στην τοπική παμπ του νησιού. Σε όλη την ταινία βλέπουμε τον Ντόμινικ να αναφέρει πολλές φορές την αδελφή του Παντράικ, κεντρικού ήρωα της ταινίας, τη Σεβόν. Συνειδητοποιώντας ότι οι επιλογές του είναι περιορισμένες σε ένα μικρό νησί, η αίσθηση επείγουσας ανάγκης είναι τελικά αυτό που δίνει στον Ντόμινικ το θάρρος να ρωτήσει τη Σεβόν αν αυτή θα μπορούσε να δει ένα μέλλον μαζί του. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο του σεναρίου της ταινίας, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ποτέ κάτι μεταξύ τους. Η έλλειψη χημείας, καθώς και η φιλοδοξία της Σεβόν να προχωρήσει πέρα από το Ινισέριν, καθιστά αδύνατη την ανταπόκρισή της στα αισθήματα του Ντόμινικ. Καθοριστικός και υποδειγματικά γραμμένος είναι και ο ρόλος της Σεβόν (με την Κέρι Κόντον να τον ερμηνεύει)∙ η Σεβόν μας δείχνει στην ταινία τον δρόμο της αληθινής απελευθέρωσης μέσα από την παιδεία και τη διεύρυνση των ορίων του κόσμου του καθενός μας. Ο ήσυχος σπαραγμός του Ντόμινικ είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές του σεναρίου. Οι σκέψεις του για ένα κοινό μέλλον με τη Σεβόν ήταν μια από τις μοναδικές πτυχές της ζωής του, γεμάτη ελπίδα. Και η απόρριψη που εισπράττει , κοινώς η «χυλόπιτα», είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να αυτό-υποτιμηθούν μετά από μια ήττα ή οπισθοδρόμηση, κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η αντίδραση του Ντόμινικ είναι μια καλή αντανάκλαση του κατά πόσον οι «μέτριοι» - τονισμένα τα εισαγωγικά, διότι δεν υπάρχουν μέτριοι άνθρωποι - καθημερινοί άνθρωποι μπορούν να πέσουν θύματα των δύσκολων συνθηκών στις οποίες έχουν μεγαλώσει.
https://drive.google.com/file/d/16Vw7Zdw9Gw4iXeAH6jbQ56iUWWZTa-vl/view?usp=sharing
Τώρα, θα πάμε στην περίπτωση της Μαίρης, έναν από τους καλύτερους χαρακτήρες του σκηνοθέτη Μάικ Λι, την οποία υποδύεται η Λέσλι Μάνβιλ σε μια “knock out” ερμηνεία χαρμολύπης, στη δραμεντί « Μια χρονιά ακόμα – Another Υear » του 2010. Όπως βλέπουμε στην αφίσα της ταινίας, η ζωή είναι ένα δέντρο, οι άνθρωποι τα κλαδιά του και οι συναισθηματικές εποχές καθρεφτίζονται στα φύλλα που αλλάζουν χρώμα, πέφτουν και ξαναφυτρώνουν. Ακούγεται σαν έκθεση δημοτικού, αλλά η σημασία βρίσκεται στις μικρές παρατηρήσεις και τις ανεπαίσθητες μεταβολές του ψυχικού κλίματος.
Ο Μάικ Λι, εξαιρετικά κυνικός δημιουργός, αξιοπρόσεκτα ανεπηρέαστος από θεούς, δόγματα και «παιδικές καλλιτεχνικές ασθένειες», είναι ένας ρεαλιστής με το γάντι. Κι ενώ ένας άλλος σκηνοθέτης με παρόμοια θεματολογία, ο Γούντι Άλεν, κινηματογραφεί λαϊκούς ρηχούς και διανοούμενους ρηχούς ανθρώπους για να καταλήξει πως τίποτε δεν αποδεικνύεται στη ζωή, όσο η ζωή αλληθωρίζει προς τη φαντασία, ο Λι μαγειρεύει μεν μεθοδικά τα συστατικά της ευτυχίας για να αποδείξει όμως πως στο τέλος η ευτυχία είναι μια καθημερινή ουτοπία. Ως σκηνοθέτης που ασχολείται με πάθος με τις ζωές των προσώπων του, ο Μάικ Λι αποκρυπτογραφεί τη ζωή καθημερινών λαϊκών ανθρώπων με απαράμιλλη οικειότητα, αφιερώνοντας χρόνο για να οικοδομήσει μια περίπλοκη ζωή πίσω από κάθε πρόσωπο που γεμίζει το καρέ της ταινίας του, έχοντας δουλέψει σε σχολαστική ανασκαφή όλων των χαρακτήρων με τους ηθοποιούς του για πολλούς μήνες πριν από την παραγωγή.
Στην εν λόγω ταινία, επισκεπτόμαστε ως θεατές μια οικογένεια, τυπικά βρετανική, προαστιακή, ήσυχη και μετρημένη. Ένα ζευγάρι μεσήλικων, ο γεωλόγος Τομ και η ψυχοθεραπεύτρια Τζέρι, ο ανύπαντρος γιος τους Τζο και οι φίλοι τους, από τους οποίους ξεχωρίζει μια απελπισμένη 40άρα, φίλη της Τζέρι απ’ τη δουλειά, η διαζευγμένη Μαίρη, η οποία, κλονισμένη από τον φόβο του γήρατος, αναζητεί άνδρα και «τα ρίχνει» στον αρκετά νεότερό της, γιο της φίλης της, τον Τζο (τον υποδύεται ο Όλιβερ Μάλτμαν). Ο Τομ κι η Τζέρι ασχολούνται με τον κήπο τους, φυτεύουν σπόρους και καλλιεργούν ντομάτες, διατηρώντας μια αμφίδρομη σχέση με τις τέσσερις εποχές. Η Μαίρη μεθάει συχνά, χάνει τον έλεγχο και ο Τομ την μαλώνει και την ειρωνεύεται, μερικές φορές αδυνατώντας να κρατήσει τα προσχήματα της ευγένειας. Η Μαίρη είναι μια ενοχλητική φιγούρα που ενοχλεί τον Τομ και θεωρεί τον εαυτό της κάτι σαν την απαραίτητη «κολλητή» της Τζέρι από τον χώρο δουλειάς. Μια εύθραυστη, μοναχική αλκοολική, η Μαίρη ζει μέσα από το ζευγάρι των μεσηλίκων φίλων της. Η Τζέρι νοιάζεται για τη Μαίρη και την βοηθά, όπου μπορεί, ώστε να βρει την εκπλήρωση σε μια ζωή που δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί στις προσδοκίες της. Μια μεσήλικας διαζευγμένη, λοιπόν, που εργάζεται ως διοικητική υπάλληλος στην υποδοχή ενός κέντρου υγείας, ενώ αναζητά μια νέα σχέση, η Μαίρη είναι ένας χαρακτήρας πολύ οικείος στον θεατή, με αποχρώσεις της προσεκτικά σχεδιασμένης ταυτότητάς της να είναι ορατές από τον θεατή σε καθημερινούς γείτονες του, συγγενείς του ή ακόμα και σε έναν άγνωστο περαστικό στον δρόμο που μόλις είδε. Πρόκειται για έναν βαθιά καταθλιπτικό χαρακτήρα που, αναζητώντας καθημερινή σταθερότητα, κολλάει πάνω στον Τομ και την Τζέρι, προσπαθώντας να νιώσει ασφάλεια από τη δική τους ευημερία. Για ένα τόσο διαλυμένο άτομο, ωστόσο, η στενή γειτνίαση με την ιδεαλιστική προσωπική σύνδεση φαίνεται να επηρεάζει περαιτέρω την εύθραυστη αυτοεκτίμησή της. Η ηθοποιός που υποδύεται τη Μαίρη, η Λέσλι Μάνβιλ, βοηθά στη μετάδοση όλης αυτής της πολυεπίπεδης απόχρωσης με μια ακατέργαστη ερμηνεία που τροφοδοτεί τη γεμάτη αφήγηση του σκηνοθέτη, η οποία υποχωρεί και ρέει με τον ρυθμό των μεταβαλλόμενων εποχών. Φορτίζοντας την ερμηνεία της με προσεκτική σωματική εκτέλεση, ακόμα και όταν δεν μιλάει, κάθε ελαφρύ χαμόγελο και τρίψιμο των μαλλιών της μιλούν με μια βαθύτερη αλήθεια για τον χαρακτήρα της. Παραδίδει έναν σιωπηλό εσωτερικό διάλογο που μεταφράζεται εντυπωσιακά μόνο μέσα από τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Μιλώντας με διστακτική ανασφάλεια, η Μάνβιλ περιπλανιέται σε διαλόγους που περνούν από ανέκδοτο σε ανέκδοτο, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στην κορυφή της συζήτησης. Φυσικά, κάθε ασυνήθιστη αναφορά χρησιμεύει απλώς για να αντικατοπτρίζει το συνειδητό άγχος της απώλειας του προσωπείου, της εμφάνισης του αληθινού εαυτού κάτω από την κοινωνικά κατασκευασμένη πρόσοψη. Προκαλώντας αβίαστα ενσυναίσθηση, η ερμηνεία από τη Μάνβιλ του σφιχτά κουλουριασμένου χαρακτήρα της Μαίρης σιγοβράζει από ένταση, ενώ είναι εντελώς υπνωτική, ένας τραγικός χαρακτήρας που νιώθει απελπιστικά αποκομμένος από τον ρυθμό της ζωής. Μια επιβάτις στην ίδια τη ζωή της που δεν φαίνεται να μπορεί να αναλάβει τον έλεγχό της, η ενσάρκωση της Μαίρης από τη Μάνβιλ είναι τόσο ιδιαίτερη που είναι πραγματικά δύσκολο να διαχωρίσεις τον ερμηνευτή από τον χαρακτήρα.
Ένα συνοικέσιο που της κανονίζουν ο Τομ και η Τζέρι ναυαγεί και όταν εκείνη ανασκουμπώνεται, διατηρώντας τις κρυφές τις ελπίδες για τον Τζο… (η συνέχεια επί της οθόνης).
https://drive.google.com/file/d/14dU1lpat1Vp7J9OrCsEVIAwxAsWWnPeY/view?usp=sharing
Όμως, ο Τζο προσεχώς φέρνει σ' ένα οικογενειακό τραπέζι τη νέα του φιλενάδα-μνηστή, αποκαλώντας τη Μαίρη «θεία», υποτιμώντας αυτόματα όχι μόνο τα συναισθήματά της αλλά και το παιχνίδι που ο ίδιος έπαιζε με συγκρατημένο, αλλά κοροϊδευτικό τρόπο, για κάποιον καιρό μαζί της. Η Μαίρη καταρρέει στην τελική σκηνή, σήμα κατατεθέν στις ταινίες του Μάικ Λι που όλοι περιμένουμε να έρθει, για να φορτίσει τις καλλιεργημένες λεπτομέρειες των χαρακτήρων και να αποσυμπιέσει τις ψεύτικες ρομαντικές προσδοκίες που τρέφουν ορισμένοι εξ αυτών. Στο πολύ κοντινό πλάνο της Μαίρης στο φινάλε, η απόγνωση που αναγραφόταν πλατιά στο κούτελό της δίνει τη θέση της στη βουβαμάρα, καθώς η μουσική χαμηλώνει και σβήνει τελείως. Είναι εκτός τόπου και χρόνου, γυμνή από «συμπεριφορά» και τα προστατευτικά της τικ, άβολη, καθόλου πια χαριτωμένη, όπως πριν ήθελε να δείχνει.
https://drive.google.com/file/d/1ld1SPorQ7nxpfnhunnQrCIR2czcSDhoD/view?usp=sharing