Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

Κωδικός : MED2135

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

MED2135  -  Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.

Ιστολόγιο

ΠΑΣ ΚΑΛΑ; ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ; AΦΟΥ ΟΙ ΝΟΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ! - ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ - Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023 - 8:40 μ.μ.

- από τον χρήστη

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827) ήταν γερμανός μουσουργός, μία από τις κορυφαίες μουσικές προσωπικότητες όλων των εποχών. Με το σημαντικό σε ποιότητα και ποσότητα έργο του, γεφύρωσε την Κλασική με τη Ρομαντική περίοδο της Δυτικής μουσικής. Ο Mπετόβεν ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό στην πρόσκληση του θεάτρου Μπεργκ της Βιέννης, να γράψει τη μουσική του «Έγκμοντ», μιας τραγωδίας του μεγάλου ποιητή Γκαίτε. Στην ιστορία του Γκαίτε, ο Κόμης Έγκμοντ των Κάτω Χωρών ηγείται μιας επανάστασης εναντίον της Ισπανικής κυριαρχίας για να ηττηθεί από τον Δούκα της Άλμπα, καταστολέα της επανάστασης.  Η αντίστοιχη εισαγωγή έργο 84, που συνέθεσε ο Μπετόβεν μεταξύ 1809 και 1810,  είναι μια από τις πιο λαμπρές του συνθέτη, έχει δε ως θέμα  την ιστορία και την ηρωική αυτοθυσία του Κόμη του Έγκμοντ, διατρανώνοντας το μήνυμα της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Η μουσική ερμηνεία της τραγωδίας του Γκαίτε από τον Μπετόβεν στην ομώνυμη εισαγωγή, έργο 84,  αρχίζει με μια σειρά καθηλωτικών συγχορδιών που προλογίζουν τη διάθεση του δράματος. Η μουσική είναι δυσοίωνη, απηχώντας την τυραννία των Ισπανών δυναστών τον 16ο αιώνα και την τραγική επανάσταση του Κόμη Έγκμοντ. Εμφανίζονται αποσπάσματα από τη λυρική μελωδία των ξύλινων πνευστών και των εγχόρδων, αλλά η ανακούφιση είναι ελάχιστη πριν από την έκρηξη της επιστροφής στις αρχικές συγχορδίες. Ένα απαλότερο μέρος με επαναλαμβανόμενες συγχορδίες των εγχόρδων, οδηγεί σε μια πιο ταραγμένη μουσική. Η υποβόσκουσα ανησυχία διατηρείται στο σύντομο μέρος της ανάπτυξης, όπου τα θέματα επανεισάγονται με διάφορες μεταμορφώσεις. Η μουσική γαληνεύει προτού μια ορχηστρική συνήχηση οδηγήσει σε ένα ορμητικό φινάλε, σαρώνοντας την προηγούμενη μελαγχολία σε μια σαφή δήλωση ότι η καλή θέληση κυριαρχεί τελικά στο κακό.

Δύο μορφές χωρίς τις οποίες το επάγγελμα του μαέστρου δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα και που δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές μεταξύ τους είναι ο Αρτούρο Τοσκανίνι (1867-1957) και ο Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ (1886-1954). Ο πρώτος είχε όραμα για τον κόσμο, ήταν αυστηρά πιστός στη μουσική παρτιτούρα, επέπληττε έντονα τους μουσικούς της ορχήστρας του στις πρόβες∙   ο άλλος, είχε όραμα για την Τέχνη  μέσα από τη ριζοσπαστική του υποκειμενικότητα, αναγνωρίστηκε ακόμη και στη διάρκεια της ζωής του ως ανήκων σε έναν περασμένο αιώνα και ήταν γεμάτος αμφιβολία για τον εαυτό του.

Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα τα δύο αυτά «μεγαθήρια» ήταν διάσημα όπως οι σημερινοί ποπ σταρ. Όταν το 1931 διηύθυναν και οι δύο στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ –για πρώτη και τελευταία φορά– ήταν μια μαγική στιγμή, μέσα από τον θρύλο. Σύντομα όμως η ευγενική αντιπαλότητα μεταξύ τους μετατράπηκε σε πικρή έχθρα. Και οι δύο άνδρες αναγκάστηκαν να πάρουν θέση για τον φασισμό στις αντίστοιχες χώρες τους – και επέλεξαν ριζικά διαφορετικούς δρόμους. Ο Τοσκανίνι, ο θερμοκέφαλος μαέστρος που άκουγε στο παρατσούκλι «ο δικτάτορας», αψηφά γενναία τον Μουσολίνι από νωρίς. Ο Φούρτβενγκλερ, ένας «βαμμένος» συντηρητικός από την άλλη πλευρά, ένα δημιουργικό ελεύθερο πνεύμα παγιδευμένο από τις πολιτικές κακίες της εποχής του, διακηρύττει ότι η τέχνη είναι πάντα απολιτική, αφοσιώνεται σε αυτήν μέσα από το πολύ προσωπικό όραμά του και απρόθυμα κάνει μια συμφωνία με τους Ναζί. Ως επίδοξος συνθέτης ο ίδιος, αναδημιουργούσε με το ένστικτό του τα έργα των συνθετών που διηύθυνε. Στη διεύθυνση ορχήστρας του Φούρτβενγλερ οι μουσικοκριτικοί παραδοσιακά αντιπαραβάλλουν στην «υποκειμενική» (διονυσιακή) προσέγγισή του το πιο «αντικειμενικό» (απολλώνιο) ύφος του σύγχρονού του, Τοσκανίνι, ο οποίος υπερηφανευόταν για την ειλικρίνεια της παρτιτούρας απέναντι σε θεληματικά εγωκεντρικούς συναδέλφους του — οι οποίοι αναμφίβολα περιλάμβαναν τον Φούρτβενγκλερ, τουλάχιστον κατά περίπτωση. Η διαίσθηση του Φούρτβενγκλερ ευθυγραμμίζεται με την αυθεντική έκφραση και ο τρόπος του Τοσκανίνι περισσότερο με την άψογη εκτέλεση και τεχνική, καθώς ο πρώτος, από την αρχή της σταδιοδρομίας του, διηύθυνε ήδη σπουδαίες ορχήστρες, οπότε είχε την πολυτέλεια να στρέψει το βλέμμα του αλλού, ήτοι στην πνευματικότητα του οράματός του για τη μουσική, ενώ ο μη προνομιούχος Τοσκανίνι ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του και δούλεψε για πολλά χρόνια με επαρχιακές ορχήστρες, οπότε η ακρίβεια στη μουσική εκτέλεση και το σφιχτό σύνολο έγιναν δια βίου ενασχόλησή του. Τα «Τετράδια» του Φούρτβενγκλερ (Quartet Books: 1989) περιλαμβάνουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον τμήμα για τον «Τοσκανίνι στη Γερμανία», όπου, στο πλαίσιο της αναφοράς του Φούρτβενγκλερ στις εκτελέσεις έργων του Μπετόβεν από τον Τοσκανίνι, σημειώνεται ότι «η λειτουργική σημασία των διαμορφώσεων στην απόλυτη μουσική του Μπετόβεν φαίνεται να είναι εντελώς άγνωστη στο αφελές συναίσθημα του Τοσκανίνι για τη μουσική της όπερας».

Για να διαμορφώσουμε προσωπική άποψη, ας ακούσουμε την «Εισαγωγή στον Έγκμοντ» του Μπετόβεν,

πρώτα με τον Α. Τοσκανίνι και την Ορχήστρα του NBC από ηχογράφηση του 1953 και ύστερα

 

 

με τον Β. Φούρτβενγκλερ και τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, από ηχογράφηση του 1947.

 

https://drive.google.com/drive/folders/17MYwvcp1IcMo1i_S2IWwW8QMHSxacChc?usp=sharing

 

Τι διαφορές ακούτε;

Σχόλια (4)

Χρήστης:ΠΑΡΔΑΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
- από τον χρήστη

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023 - 10:08 μ.μ.

Τι όμορφη μουσική άσκηση! Πράγματι, οι διαφορές που περιγράφετε εντοπίζονται εντυπωσιακά στις δύο εκτελέσεις, ιδιαίτερα στην αντιπαραβολή ανά "επεισόδιο" του κομματιού. Ήδη από την αρχική έκρηξη, οι δύο μαέστροι δηλώνουν τις προτεραιότητές τους: Πιστός στις νότες της κλίμακας, αποφασιστικός, με άκουσμα σταθερό, πυκνό και ενιαίο, ο Τοσκανίνι θέτει την ορχήστρα στην υπηρεσία της παρτιτούρας, χωρίς να επιτρέπει σε κάποιο όργανο να αυτονομείται "εκτός" σκοπού. Από την άλλη, ο σύγχρονός του ξεκινά (και συνεχίζει) με υφές χαμηλότερης τονικότητας, ενώ χαρακτηριστικά αφήνει την αρχική πομπώδη φράση να "σβήσει", με τις πρωταγωνίστριες νότες που παραμένουν καθώς αυτή απέρχεται να είναι ασύμφωνες - σύμβολο της ταραχής, "κάτι δεν πάει καλά". Σημαντική αντίθεση μεταξύ των δύο αποτελεί για μένα και η διαφορά στην αντιμετώπιση των χρόνων του κομματιού: Η απολλώνια προσέγγιση σέβεται απόλυτα τη διάρκεια κάθε νότας και φράσης, με το αποτέλεσμα να είναι αυστηρό, απότομο στις ενάρξεις και τις λήξεις, χωρίς να επιτρέπει στον ακροατή να ξεχάσει πόσο φλέγον είναι το ζήτημα που θα πραγματευτεί το έργο. Στη διονυσιακή εκδοχή, παρατηρείται μια τολμηρή διαφοροποίηση· οι μουσικές φράσεις διαστέλλονται πέραν του αρχικού tempo, αυξάνοντας τη συνολική διάρκεια της Εισαγωγής, ενώ δίνεται στοχευμένα προσοχή στις παύσεις. Οι χαρακτηριστικές εντάσεις και ο συχνά ξεκάθαρος ρυθμός του Μπετόβεν καθιστούν ιδιαιτέρως προφανείς και σημαντικές τις στιγμές που η μουσική απουσιάζει, με απόρροια η συγκεκριμένη επιλογή να προσδίδει πολύ διαφορετική χροιά στην εκτέλεση. Συνολικά, έχουμε αφενός την ευλαβική προσήλωση του Τοσκανίνι στο έργο και την ατμόσφαιρα με την οποία αντιλαμβάνεται πως θα ήθελε ο ίδιος ο Μπετόβεν να επενδύσει τη σκηνή, και συνεπώς έναν αξιοθαύμαστο σεβασμό προς τον δημιουργό και τους κανόνες της μουσικής, και αφετέρου τη διάθεση του Φούρτβενγκλερ να τονίσει ό,τι εκείνος κρίνει άξιο τονισμού: προσαρμογή των χρόνων για τον έλεγχο της συναισθηματικής φόρτισης, αισθητές αποστάσεις μεταξύ των εντάσεων διαφορετικών οργάνων που παίζουν ταυτόχρονα, ηπιότερη είσοδο και λύση των ήχων, ακόμη και επιπρόσθετα στοιχεία καλλωπισμού. Όπου ο μεν "συνθέτει" την ορχήστρα σε ένα ορμητικό και αψεγάδιαστο σώμα, ο δε "αναλύει" τον ήχο για να αποκαλύψει τα αρμονικά ή μη - ανά περίσταση - συστατικά του. Προσωπικά, βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρον στο πώς το ίδιο κομμάτι μπορεί να φωτίσει την προσωπικότητα και τους στόχους ξεχωριστών καλλιτεχνών και πόσο το ίδιο μπορεί να μεταμορφωθεί. Εδώ, από τη μετενσάρκωση του μελανιού του Μπετόβεν σε ακουστική μορφή, στη ρομαντική αφήγηση της ίδιας ιστορίας με γνώμονα το συναίσθημα.
Χρήστης:Λάζαρης Ανδρέας
- από τον χρήστη

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023 - 6:58 π.μ.

Υποκλίνομαι στην ενδελεχή και τόσο ισορροπημένη, σοβαρή, "επαγγελματική" στην αντικειμενικότητά της ανάλυσή σου, Κωνσταντίνα, και, πάνω απ' όλα, στον βαθύ τρόπο που βιώνεις τη μουσική!
Χρήστης:ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
- από τον χρήστη

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023 - 9:49 μ.μ.

"a bit of the old ludwig van" - Alex DeLarge ο Φούρτβενγκλερ αρχίζει πολύ πιο δυναμικά από τον τοσκανινι. Επίσης κατα την διάρκεια των κομματιών ο Φούρτβενγκλερ διατηρεί λίγο χαμηλότερο τόνο καθιστοντας το κομμάτι του πιο επιβλητικό. Θεωρώ πως ο ίδιος ο Μπετόβεν θα προτιμούσε την εκτέλεση Φούρτβενγκλερ...
Χρήστης:Λάζαρης Ανδρέας
- από τον χρήστη

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023 - 12:31 μ.μ.

Μπράβο ρομαντισμός, Αλέξανδρε!