Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
Κωδικός : MED2135
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
500800 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
Ο Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ ΣΤΟΧΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΖΩΗ. ΕΜΕΙΣ;
Περιγραφή
ΤΕΙΧΗ (1896-7)
Η Κατερίνα Διδασκάλου απαγγέλλει τα «Τείχη».mp3
Το ποίημα αυτό αποτελεί το πρώτο αναγνωρισμένο του Αλεξανδρινού εκπροσώπου της νεοελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης (Κ.Π.Καβάφης) γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου και πέθανε το 1933, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του. Το έργο του απαντά σε ένα πλήθος αναγνωρισμένων, αποκηρυγμένων, κρυμμένων και ατελών ποιημάτων, τα οποία είχαν άμεση συσχέτιση είτε με τις δυσκολίες της ζωής είτε με τον έρωτα.
Τα πρώτα ποιήματα του Καβάφη είναι έντονα επηρεασμένα από τον αθηναϊκό ρομαντισμό. Τα αριστουργήματα της καβαφικής ποίησης, όμως, δημιουργούνται από το 1891 και εξής. Στην πρώιμη αυτή περίοδο, στην οποία ανήκει το ποίημα «Τείχη», γράφει κάτω από την επιρροή του Παρνασσισμού. Το ποίημα είναι επηρεασμένο, επίσης, από τον γαλλικό συμβολισμό, καθώς η απομόνωση του ατόμου συμβολίζεται εδώ με ένα τείχος που το περικλείει. Λόγω αυτής της τεχνοτροπίας, καταφέρνει με επιγραμματική λιτότητα να διευρύνει την εννοιολογική του ευρύτητα, αφού ο δημιουργός χρησιμοποιώντας ως σύμβολο της ανθρώπινης καταπίεσης τα τείχη, αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να δώσει τη δική του εκδοχή.
Ο Κ.Π.Καβάφης δημιουργεί εδώ ένα ιδιαίτερο ποίημα με το οποίο εκφράζει την αίσθησή του πως βρίσκεται εγκλωβισμένος από μια σειρά περιορισμών και ορίων -τείχη-, που του επιβλήθηκαν χωρίς ο ίδιος να καταλάβει το πότε και το πώς. Ο ποιητής συνειδητοποιεί πως η ελευθερία που πίστευε ότι έχει στη ζωή του, δεν είναι πια δεδομένη.
Μέσα από το ποίημα «Τείχη», αυτό που γίνεται σαφές είναι η αλληγορική διάσταση που λαμβάνουν τα τείχη, αναπαριστώντας, πιθανώς, γεγονότα ή καταστάσεις. Αυτά, με τη σειρά τους, αποβλέπουν στον περιορισμό της ελευθερίας της βούλησης και της σκέψης και μάλιστα σε χρόνο, τον οποίο αδυνατεί να αντιληφθεί ο ποιητής: «πώς να μην προσέξω». Όμως, αυτό το ερώτημα που συλλογίζεται ο Καβάφης δεν αποκλείει το γεγονός να μπήκε μόνος του σε αυτή την κατάσταση πριν καν το συνειδητοποιήσει. Η σκέψη αυτή ενισχύεται, μάλιστα, και από τους εξής στίχους: «Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον», υπονοώντας πως ο ασφυκτικός περιορισμός του από τα τείχη ήταν αποτέλεσμα της ενίσχυσης των δικών του εικασιών, που είχε δημιουργήσει ο νους του.
Σε όλη την έκταση του ποιήματος φαίνεται να εκφράζει τη δυσανασχέτησή του όσον αφορά τον κόσμο της περιθωριοποίησης στον οποίο είχε «εισέλθει». Τονίζει, μάλιστα, την ένταση του φαινομένου με τη χρήση των λέξεων «μεγάλα κι υψηλά», παράλληλα με το γεγονός πως δεν μένει χώρος για άλλη σκέψη στο μυαλό του: «Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη».
Επίσης, μέσα από τους χαρακτηρισμούς, που προσδίδει σε όσους τον ώθησαν στην περιθωριοποίηση: «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», εκδηλώνει την πικρία του προς εκείνους, εκφράζοντας έμμεσα τα γνωρίσματα των άλλων ανθρώπων, τα οποία περίμενε να διαθέτουν.
Αναλυτικότερα:
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Ο ποιητής αναφέρει πως χωρίς να το σκεφτούν, χωρίς να τον λυπηθούν και χωρίς να ντραπούν, έχτισαν ολόγυρά του μεγάλα και ψηλά τείχη, εγκλωβίζοντάς τον σε μια ασφυκτικά περιορισμένη ζωή. Μ’ ένα εξαιρετικά παραστατικό συμβολισμό, ο Καβάφης παρουσιάζει τους περιορισμούς που τίθενται στη ζωή μας ως τείχη, καθιστώντας έτσι εναργέστερη την εικόνα του εγκλωβισμού.
Το ποίημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δίνοντας την αίσθηση πως πρόκειται για μια προσωπική εξομολόγηση του ποιητή, αλλά στην πραγματικότητα αφορά όλους τους ανθρώπους, καθώς οι περιορισμοί αυτοί που κρατούν δέσμιο τον ποιητή, είναι υπαρκτοί και δεδομένοι για όλους μας.
Τα τείχη που φυλακίζουν τον ποιητή είναι οι διάφοροι περιορισμοί που επιβάλλονται στους ανθρώπους και ενδέχεται να είναι είτε κοινωνικοί περιορισμοί είτε θρησκευτικοί είτε ακόμη και οικονομικοί. Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ τόσο ελεύθεροι όσο θα ήθελαν ή όσο πιστεύουν ότι είναι, καθώς κάθε τους πράξη υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο ή φιλτράρεται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, ενώ δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι συχνά η ελευθερία μας φτάνει μέχρι εκεί που επιτρέπει η οικονομική μας κατάσταση.
Η αίσθηση, επομένως, του ποιητή ότι είναι πλέον δέσμιος ψηλών και ως εκ τούτου αναπόδραστων τειχών, είναι ένα γεγονός που αφορά την πλειονότητα των ανθρώπων είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι.
Θα πρέπει πάντως να τονιστεί πως παρά την προσπάθεια του ποιητή να αποδώσει τη δημιουργία των τειχών σε άλλους ανθρώπους, πολύ συχνά στη ζωή μας περιοριζόμαστε και δεσμευόμαστε από τα όρια που οι ίδιοι θέτουμε στον εαυτό μας. Η αδυναμία του ανθρώπου να εμπιστευτεί τις δυνάμεις του, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, ο φόβος του να θέσει υψηλότερους και ουσιαστικότερους στόχους, τον κρατούν στάσιμο ακόμη κι αν κανείς άλλος δεν επιχειρεί να τον εμποδίσει ή να τον «εγκλωβίσει».
Τα τείχη τα έκτιζαν παλιότερα για να προστατευθούν από τους εξωτερικούς επιδρομείς. Εδώ κτίστηκαν για να μην βγει κάποιος από μέσα προς τα έξω· η παραμονή του μέσα σε αυτά είναι κάθειρξη. Όμως, ενώ την κάθειρξη μας την επιβάλλουν οι αρχές για σοβαρά παραπτώματα, εδώ η κάθειρξη προήλθε από προσωπικά «παραπτώματα;» λ.χ. τη σεξουαλική μας φύση; Στην κατάσταση αυτή βρίσκεται ο άνθρωπος, όταν είναι δεσμευμένος από σοβαρά πάθη(;) και αισθάνεται αιχμάλωτος των παθών του(;). Βέβαια ο ποιητής τονίζει ότι οι άλλοι του έκτισαν γύρω γύρω μεγάλα και ψηλά τείχη. Μήπως όμως φταίει ο ίδιος, μήπως τα προκάλεσε ο ίδιος χωρίς να προβάλλει καμιά αντίσταση; Στο ερώτημα αυτό θα μας απαντήσει παρακάτω.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού που του έχει επιβληθεί, δημιουργεί απελπισία στον ποιητή, ο οποίος σκέφτεται πως είχε πολλά πράγματα να κάνει έξω από τα τείχη, έξω από τα στενά όρια όπου τον έχουν «φυλακίσει». Η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής, η εικόνα ενός φυλακισμένου, παρουσιάζει με εξαιρετικά εμφατικό τρόπο, το πώς βιώνει ο ποιητής το γεγονός ότι πρέπει να ζει λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη του τους διάφορους περιορισμούς που του έχουν τεθεί.
Ο Καβάφης εκφράζει εδώ τη σκέψη ότι θα μπορούσε να ζήσει τη ζωή του πληρέστερα, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι κοινωνικοί, θρησκευτικοί αλλά και προσωπικοί περιορισμοί, που τον δεσμεύουν και τον κρατούν μακριά από την πραγμάτωση των επιθυμιών αλλά και των επιδιώξεών του.
Ο αποκλεισμός του ποιητή, που μπορεί να είναι και κάθε ανθρώπου, έχει ως αποτέλεσμα την απελπισία. Τώρα συνειδητοποιεί το πόσο κακός είναι ο αποκλεισμός. Μέσα στα τείχη οι δραστηριότητες είναι πολύ περιορισμένες, ενώ έξω από τα τείχη είναι πολλές. Και το κακό είναι ότι ο ποιητής – άνθρωπος είχε να κάνει πολλά έξω. Τα είχε σκεφτεί, τα είχε προγραμματίσει, αλλά την περίπτωση του αποκλεισμού μέσα σε τείχη δεν την είχε σκεφτεί, δεν την είχε προβλέψει. Λίγες στιγμές περισυλλογής, αυτοκριτικής και απολογισμού θα ήταν αρκετές για να αποφύγει τον αποκλεισμό, αλλά έρχονται και στιγμές που ο άνθρωπος αυτοπαγιδεύεται λόγω έλλειψης προσοχής και εγρήγορσης. Δυστυχώς στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω τον χρόνο και είναι αναγκασμένος να υποστεί τις συνέπειες.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Το υποβλητικό αυτό ποίημα κλείνει με τη διαπίστωση του ποιητή πως το χτίσιμο των τειχών έγινε χωρίς ποτέ ο ίδιος να ακούσει ή να καταλάβει κάτι. Εντελώς ανεπαίσθητα βρέθηκε δέσμιος ενός πλέγματος περιορισμών το οποίο δημιουργήθηκε ερήμην του. Οι περιορισμοί αυτοί, άλλωστε, ή καλύτερα η συνειδητοποίηση της ύπαρξής τους, έρχεται σταδιακά και καθώς οι άνθρωποι αποκτούν συναίσθηση της προσωπικής τους θέσης στο κοινωνικό σύνολο.
Ο ποιητής δεν άκουσε ποτέ τους χτίστες γιατί απλούστατα τα τείχη αυτά δεν δημιουργήθηκαν ξαφνικά, τα τείχη προϋπήρχαν, εκείνο που επήλθε τώρα για τον ποιητή είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι δεν είναι ελεύθερος να πράττει και να επιθυμεί οτιδήποτε θέλει. Ο ποιητής συνειδητοποίησε αυτό που πολλοί προτιμούν να αγνοούν, ότι δηλαδή είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν είμαστε και δεν υπήρξαμε ποτέ πραγματικά ελεύθεροι. Στα «Τείχη», η σύγκρουση ανάμεσα στη βαθύτερη επιθυμία της ελευθερίας και στην πραγματικότητα του εγκλωβισμού, πραγματώνει την καβαφική ειρωνεία.
Το συμπέρασμα που βγάζει από την αυτοκριτική που έκανε για τον αποκλεισμό του είναι ότι δεν πρόσεξε, όταν του έκτιζαν γύρω του τα τείχη. Η φτηνή δικαιολογία δυστυχώς είναι πάντα πρόχειρη και έτσι δικαιολογούμε τον εαυτό μας. Δεν άκουσα ήχο ή κρότο τότε που οι κτίστες έκτιζαν τα τείχη, λέει ο ποιητής για λογαριασμό του αποκλεισμένου. Συνεχίζει τη δικαιολογία και ισχυρίζεται ότι ανεπαίσθητα και χωρίς να τους αντιληφθεί τον έκλεισαν από τον έξω κόσμο. Δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις του, αλλά τη μεταθέτει σε άλλους και όχι στον εαυτό του και στην έλλειψη της ανάλογης προσοχής που απαιτεί η περίσταση. Ο κόσμος είναι έξω, οι δραστηριότητες είναι έξω και όχι μέσα σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο, όπως της φυλακής, χωρίς άλλους συνεργάτες, συναδέλφους, συνανθρώπους. Αποτέλεσμα η αποτελμάτωση, η αδράνεια, ο παροπλισμός.
Τελικά, από όλη την έκταση του ποιήματος γίνονται σαφείς οι προβληματισμοί του γύρω από τη ζωή και την αντιμετώπιση των δυσκολιών που εμφανίζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, μέσα από μια πρωτοποριακή για την εποχή, γλώσσα γραφής ποιημάτων. Ο Καβάφης ως άτομο, αν και κοινωνικά αποκλεισμένο, δεν έπαψε ποτέ να εκφράζεται με τον τρόπο που επιθυμούσε, δίχως να στριμωχτεί στα καλούπια της κοινωνίας. Δεν έπαψε ποτέ να επιλέγει με γνώμονα το τι θα του προσφέρει ικανοποίηση και όχι με βάση τις επιταγές της κοινωνίας. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός πως είχε απορρίψει στο παρελθόν αρκετές ευνοϊκές προτάσεις εργασίας, επιλέγοντας κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που όλοι περίμεναν. Έβγαινε με λίγα λόγια έξω από το αναμενόμενο πλαίσιο, ακόμα και όσον αφορά τον ερωτικό προσανατολισμό της ομοφυλόφιλης φύσης του. Μέσα από το σύνολο των ποιημάτων του διακρίνουμε την εξέλιξη της ποιητικής του.
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (1897, 1903)
Ο ράπερ Saske απαγγέλλει «Τα Παράθυρα» με μουσική επιμέλεια του Ανδρέα Καραουλάνη.mp3
Άλλο ένα από τα κορυφαία ποιήματα του Καβάφη σχετικά με τον εγκλωβισμό που χαρακτηρίζει τη ζωή πολλών ανθρώπων και φυσικά τη δική του. Μια ζωή μοναξιάς και θλίψης, με την αίσθηση του ανικανοποίητου να ταλανίζει τον ποιητή, που αναζητά με επιμονή τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτό το σημείο.
Τα παράθυρα συμβολίζουν τις αναζητούμενες από τον ποιητή αιτίες για την κατάσταση που έχει περιέλθει η ζωή του. Τα παράθυρα είναι συνδυασμένα με την έννοια του φωτός κι αυτό που επιθυμεί ο ποιητής είναι να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία της ζωής του, για να μπορέσει να κατανοήσει πώς έφτασε στο σημείο να βιώνει στη ζωή του πλείστους περιορισμούς και καταπιέσεις. Πώς γίνεται να έχασε στην πορεία των χρόνων τον έλεγχο της ζωής του και κατέληξε να περνά τις μέρες του στο σκοτάδι -στην άγνοια- και στη μοναξιά. Η αναζήτηση αυτή του ποιητή εκφράζει τις ανησυχίες πολλών ανθρώπων που σταδιακά βρέθηκαν μακριά από τους αρχικούς του στόχους και από την επιδιωκόμενη ευδαιμονία. Ένα πλέγμα συνηθειών και υποχρεώσεων, η προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει όπως οι άλλοι απαιτούν από αυτόν και μια κοινωνία που εγκλωβίζει τα μέλη της σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία, συχνά αλλοτριώνουν τον άνθρωπο και τον απομακρύνουν από καθετί που εκείνος επιθυμεί για τη ζωή του.
Όπως στο προηγούμενο ποίημα ο Καβάφης θίγει το ζήτημα των περιορισμών που έχουν τεθεί στη ζωή του και δηλώνει πως ποτέ δεν κατάλαβε πότε και ποιοι τον εγκλώβισαν, έτσι και σ’ αυτό το ποίημα, ο Καβάφης εμφανίζεται να αγνοεί τους λόγους για τους οποίους η ζωή του έφτασε να είναι τόσο περιορισμένη και καταθλιπτική.
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ‘βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θά ‘ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
Ο ποιητής, παρά την προσπάθειά του να βρει τα παράθυρα, δεν το κατορθώνει σαν να μην υπάρχουν καν ή σαν να είναι στον ίδιο αδύνατο να τα εντοπίσει. Η αλήθεια είναι, άλλωστε, πως για να μπορέσει κάποιος να αναγνωρίσει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει τη ζωή που θα ήθελε, θα πρέπει να αναζητήσει τις ευθύνες όχι μόνο στους άλλους και στην κοινωνία, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, κάτι που δεν είναι πάντοτε εύκολο. Γι’ αυτό και ο ποιητής σκέφτεται πως ίσως να είναι καλύτερα που δεν μπορεί να βρει τα παράθυρα -τις αιτίες- γιατί ίσως τότε θα έρθει αντιμέτωπος με πράγματα που θα προτιμούσε να μην γνωρίζει ή να μην έχει συνειδητοποιήσει. Ίσως, σχολιάζει ο ποιητής, το να βρει τα παράθυρα, να είναι τελικά μια νέα κατάσταση πόνου, ίσως η αλήθεια που τόσο επιθυμεί, να αποτελέσει αφορμή για μια καίρια αναμέτρηση με τον εαυτό του κι αυτό μπορεί, αντί να τον λυτρώσει, να του επιφέρει μεγαλύτερη αναστάτωση.
Οι βαριές μέρες που περνά ο ποιητής είναι αποτέλεσμα, όχι μόνο των περιορισμών που του θέτει η κοινωνία, αλλά και των περιορισμών που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του. Η ευθύνη για τη θλίψη του ποιητή -και κάθε ανθρώπου- βαρύνει, όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον ίδιο. Κι αυτό είναι μια αλήθεια που δεν είμαστε πάντοτε έτοιμοι να διαχειριστούμε, γι’ αυτό και ο ποιητής δηλώνει πως ίσως είναι καλύτερα να μην βρει τα παράθυρα.
Ο ίδιος ο Καβάφης γράφει για «τα Παράθυρα», τα εξής: «Αι δυσκολίαι της ζωής. Τα καημένα συμβεβηκότα κ’ αι συνήθεια σχηματίζουν ένα σκότος ηθικόν (τες σκοτεινές κάμαρες), το οποίον προσπαθούμε να φωτίσουμε αναζητούντες αίτια και αρχάς (τα παράθυρα). Κι αποτυγχάνομεν, διότι τα αίτια μένουν κρυμμένα ένεκα της παρελεύσεως πολλού χρόνου και της μεσολαβήσεως πολλών περιστάσεων, αι δε αρχαί, εφαρμοζόμεναι εις τα παρόντα πράγματα, εις τα παρελθόντα, κ’ εις τας υποσχέσεις τα οποίας τα παρόντα δημιουργούν δια το μέλλον, φαίνονται πότε αντιφατικαί και πότε ακατάλληλοι. Κάποτε δε δύναταί τις να υποθέση ότι είναι καλύτερο ότι η έρευνα, κυρίως η περί τα αίτια, μένει ανεπιτυχής, διότι επιτυγχάνουσα ήθελεν ίσως δείξει πλείστα σφάλματα και πλείστην, αναγκαστικήν, αλλ’ ανυπόφορον εν τω μεγάλω φωτί, ασχημίαν και απρέπειαν».
Για το τέλος,
H ΠΟΛΙΣ (1910)
Η Πόλις. Απαγγέλλει η Έλλη Λαμπέτη.mp3
Η πρώτη στροφή αποτυπώνει το αίσθημα απελπισίας ενός ανθρώπου που θέλει να βελτιώσει τη ζωή του, που θέλει να χτίσει τη ζωή του πάνω σε μια νέα βάση. Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν άνθρωπο που επιθυμεί να φύγει από την πόλη που τώρα μένει και νιώθει ότι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του όσο και αν προσπαθεί. Μέσα από την παρομοίωση «Την καρδιά θαμμένη σαν να είναι νεκρός» διαφαίνεται η απελπισία του και η απόγνωσή του. Δυστυχώς βλέπει ότι τα χρόνια περνούν χωρίς να έχει πετύχει κάτι αξιόλογο στη ζωή του.
Στην δεύτερη στροφή του ποιήματος ο ποιητής αναφέρει ότι «Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις ,δεν θα βρεις άλλες θάλασσες». Με αυτόν τον τρόπο θέλει να τονίσει την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό και τις επιλογές του. Ο χαρακτηριστικός στίχος «η πόλη θα σε ακολουθεί» εκφράζει ότι το παρελθόν μπορεί να στοιχειώσει έναν άνθρωπο, καθώς όπου και αν πηγαίνει δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από τον εαυτό του, από τη δική του αλήθεια, από τη δική του πραγματικότητα. Δεν μπορεί να προχωρήσει παρακάτω κάνοντας μια καινούργια αρχή κάπου αλλού. Έτσι, λοιπόν, ακόμα και αν ξεκινήσει για έναν άλλο τόπο, για μια άλλη ζωή, για μια καινούρια αρχή, τελικά πάντα στην ίδια πόλη θα γυρίζει, το παρελθόν του θα τον ακολουθεί πάντα, θα τον στοιχειώνει.
Ο ποιητής ολοκληρώνει το ποίημά του σχολιάζοντας ότι αν ένας άνθρωπος έχει καταστρέφει τη ζωή του σε έναν τόπο, τότε την έχει καταστρέψει σε όλη τη γη. Αν δεν προσπαθήσει να αλλάξει τον εαυτό του - πάντα σε συνάρτηση με τις σχέσεις του με τους γύρω του - δεν θα καταφέρει να αλλάξει τίποτα γύρω του. Η ευδαιμονία είναι κάτι που πηγάζει από εμάς, από μέσα μας και παραμένει σταθερή σε όποιον τόπο και αν βρεθούμε. Αρκεί να μη μεταφέρουμε μαζί μας αρνητικά συναισθήματα και συμπεριφορές, απογοήτευση, θλίψη, απελπισία και στεναχώρια.