Μάθημα : ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
Κωδικός : MED2135
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
500800 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
«Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΤΗΤΑ» ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ - ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΦΕΥΓΑΛΕΟΥΣ ΕΡΩΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ: OΙ «ΜΠΟΕΜ» ΤΟΥ ΤΖΑΚΟΜΟ ΠΟΥΤΣΙΝΙ.
Περιγραφή
Ο Φράνκο Τζεφιρέλι σκηνοθετεί την Τερέζα Στράτας (Μιμή) και τον Χοσέ Καρέρας (Ροντόλφο) στην Α’ Πράξη των «Μποέμ» στην παράσταση της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης την περίοδο 1981-2. Κατά τον Τζεφιρέλι, «όλες οι μούσες ενώνουν τα χέρια για να πραγματοποιήσουν μια παράσταση όπερας: μουσική, χορός, τραγούδι, δράμα, σκηνικά, φιλοσοφία, ποίηση - είναι ένας πλήρης πλανήτης τέχνης».
Πόστερ του Άντολφ Χόχενσταϊν για την παραγωγή των «Μποέμ» το 1896.
Οι «Μποέμ» είναι η τέταρτη κατά σειρά όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, μια όπερα σε τέσσερις "εικόνες-πράξεις", γεμάτες τραγικότητα, αλλά και κωμικές στιγμές -όπως ακριβώς είναι η πραγματική ζωή- σε λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα. To λιμπρέτο των «Μποέμ» επηρεάστηκε αρκετά από τη συλλογή μικρών ιστοριών «Scènes de la vie de bohème - Σκηνές από τη ζωή της Bohème» του Henri Műrger, που πρόκειται για μια σχεδόν αυτοβιογραφική νουβέλα.
Η γαλλική λέξη μποέμ (bohème) είναι καταγωγική: σημαίνει αυτός που προέρχεται από τη Βοημία. Με τον καιρό όμως ταυτίστηκε με τους τσιγγάνους της Βοημίας, καταλήγοντας έτσι συνώνυμο αυτού που κάνει μια ανέμελη ζωή. «Μποέμ» είναι ένας άνθρωπος που ζει ελεύθερα, δημιουργικά, χωρίς συγκεκριμένα όρια και αυστηρούς κανόνες. Συνήθως είναι καλλιτέχνης, επιμελώς ατημέλητος και με χαλαρή διάθεση για τη ζωή.
Σε μια σοφίτα στη Λατινική Συνοικία (Quartier Latin) – 5ο Διαμέρισμα του Παρισιού συναντιούνται μια ομάδα νέων και άφραγκων μποέμ καλλιτεχνών. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στην κεντήστρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, από τη στιγμή που συναντιούνται έως το θάνατο της κοπέλας από φυματίωση. Ο έρωτας μεταξύ της Μιμής και του Ροντόλφο είναι η καρδιά της ιστορίας, η οποία στηρίζεται στους οικουμενικούς αφηγηματικούς πυλώνες του νεανικού πάθους και της χαράς της ζωής, της φιλίας και της ανεμελιάς, που αντιπαραβάλλονται με τα εξίσου ζωντανά θέματα της απογοήτευσης και της ασθένειας, σύμφωνα με τις υποδείξεις του ρομαντισμού που δεν απαρνιέται ο Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι με τη μουσική του περιγράφει, μεταφέροντας με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή, όλη την παλέτα των συναισθημάτων: την ανεμελιά, τη χαρά, τον μεγάλο έρωτα. Στο τέλος της Δ’ Πράξης, η Μιμή πεθαίνει και μαζί της πεθαίνει και η αθωότητα και η ιδέα μιας ζωής χωρίς έγνοιες.
Οι «Μποέμ», αλλά και το σύνολο του έργου του Πουτσίνι, συνετέλεσε στην παράταση της ζωής της ιταλικής όπερας, η οποία, στις αρχές του 20ού αιώνα, περνούσε μια πολύ επικίνδυνη κρίση. Η υποδοχή των «Μποέμ» από το κοινό και τους κριτικούς, στην πρώτη παρουσίασή τους στο Τορίνο, την 1η Φεβρουαρίου του 1896, υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι, δεν ήταν εκείνη που ονειρευόταν ο συνθέτης. Ο Βάγκνερ και ο Βέρντι, όσο και αν διέφεραν μεταξύ τους, είχαν συνηθίσει το κοινό στις μεγάλες υπερπολυτελείς όπερες με τις μεγάλες ορχήστρες, μεγάλες χορωδίες, μεγάλες φωνές, μεγάλες ιδέες και μηνύματα και ηρωικές φυσιογνωμίες. Ο Πουτσίνι, αντί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο και να ενισχύσει τις συγκεκριμένες διαστάσεις, δήλωνε ότι μπορεί να κάνει μουσική μόνο για «μικρά» πράγματα. Όπως έχουμε ξαναπεί, εκείνη την περίοδο στην Ιταλία επιδρά το ρεύμα του Βερισμού κι ο Πουτσίνι, μολονότι δεν θεωρείται καθαρόαιμος εκπρόσωπος του, έχει επηρεαστεί σοβαρά, αφού η πρόθεσή του είναι να εντάσσει στα έργα του την απλή ζωή των καθημερινών ανθρώπων. Kι αυτό κάνει και στους «Μποέμ». Δυόμιση μήνες μετά από την πρεμιέρα, οι «Μποέμ» άρχισαν τη θριαμβευτική τους καριέρα με τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε η δεύτερη παρουσίασή τους στο Παλέρμο, τον Απρίλιο του 1896.
Ο ταπεινός λόγος, η γοητεία των καθημερινών ανθρωπίνων σχέσεων και η περιγραφή της εύθραυστης, αλλά πολύ ερωτευμένης γυναίκας -στοιχεία δοσμένα με την αμεσότητα, την αλήθεια και τη μαεστρία του Πουτσίνι- ήταν καινούργια στη λυρική τέχνη και κατέκτησαν όχι μόνο το κοινό, αλλά και τους μεγάλους τραγουδιστές της εποχής, όπως τον Καρούζο.
Κεντρικό θέμα του έργου είναι τα νιάτα. Μετά το χαρούμενο ξεκίνημα του έργου η παγωνιά ελλοχεύει παντού. Το ρίγος της παγωνιάς και του θανάτου διατρέχει όλα τα επεισόδια μέχρι να ακινητοποιηθεί στο άψυχο σώμα της Μιμής στο τέλος της όπερας. Στους «Μποέμ» οι ερωτικές καταστάσεις είναι έντονες και οι συγκρούσεις των χαρακτήρων βίαιες. Η ένταση της μουσικής οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την πυρετώδη ένταση και πυκνότητα της παράστασης.
Δίκαια «οι Μποέμ» θεωρούνται η απόλυτη όπερα, μιας και συνδυάζει υπέροχο θέαμα, συγκινητική ιστορία, ακραία συναισθήματα και μοναδική μουσική. Ο Πουτσίνι με την μουσική του περιγράφει, μεταφέροντας με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή, όλη την παλέτα των συναισθημάτων: από τον μεγάλο έρωτα έως την απόγνωση.
Από την πλοκή του έργου:
Η όπερα ξεκινά να διαδραματίζεται στο Παρίσι, παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στο 1830. Σε μια φτωχική σοφίτα ζουν ανέμελα τέσσερεις φίλοι: ο ποιητής Ροντόλφο, ο ζωγράφος Μαρτσέλο, ο φιλόσοφος Κολίν και ο μουσικός Σονάρ. Σε αυτό το αλέγκρο κουαρτέτο θα παρεισφρήσουν και δυο κοπέλες, η Μιμή η ασθενική κεντήστρα κι η Μουζέτα η καπριτσιόζα τραγουδίστρια.
Στην Α’ Πράξη του έργου η Μιμή θα συναντήσει στη σοφίτα τον ποιητή Ροντόλφο και θα γίνουν ζευγάρι. Αναλυτικότερα, ο Ροντόλφο ακούει ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Είναι ένα νέο κορίτσι, η Μιμή, μία γειτονοπούλα που ζητά να ανάψει το κερί της. Καθώς μπαίνει μέσα, την πιάνει ένας δυνατός βήχας και πέφτει λιπόθυμη, μέχρι που τη συνεφέρει ο Ροντόλφο. Η Μιμή φεύγει, αλλά διαπιστώνει πως έχει χάσει το κλειδί της. Καθώς γυρίζει να ψάξει να το βρει, σβήνει το κερί της. Σβήνει και το κερί του Ροντόλφο. Εκείνος βρίσκει το κλειδί, αλλά το κρύβει στην τσέπη του και προσποιείται ότι συνεχίζει το ψάξιμο. Ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά, συναντιώνται. Υπό το αμυδρό φως του φεγγαριού, ο ποιητής αγγίζει το τρεμουλιασμένο χέρι της Μιμής και οι δύο νέοι διηγούνται τις εμπειρίες τους και εκφράζουν τα συναισθήματά τους: ο Ροντόλφο λέει στη Μιμή το όνομά του και την ενθαρρύνει να του μιλήσει για τον εαυτό της. Εκείνη του λέει πόσο θα προτιμούσε να ζει στην εξοχή που είναι γεμάτη λουλούδια. Ο Ροδόλφος, συγκινημένος από την αθωότητά της, μαγεύεται ολότελα από την ομορφιά και τη χάρη της. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και αποφασίζουν να συναντήσουν τους άλλους φίλους έξω.
Στη Β’ Πράξη το ζευγάρι συναντά τους άλλους μποέμ σε ένα café της Λατινικής Συνοικίας και κάποια στιγμή εμφανίζεται η Μουζέτα, μια ιδιαιτέρως ζωντανή γυναίκα και πρώην ερωμένη του Mαρτσέλο. Κρατά επιδεικτικά το χέρι του πλούσιου Παριζιάνου Αλτσιντόρο και θέλοντας να τραβήξει την προσοχή του πρώην συντρόφου της, αλλά ακόμη αγαπημένου της Μαρτσέλο, τραγουδά ένα βαλς. Βρίσκοντας μια πρόφαση, η Μουζέτα στέλνει τον Αλτσιντόρο έξω και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να ξαναχαρεί τον παλιό της έρωτα στην αγκαλιά του Μαρτσέλο. Στρατιώτες παρελαύνουν μπροστά στο café. Όλη η παρέα αποχωρεί αφήνοντας στον Αλτσιντόρο να πληρώσει το λογαριασμό, ο οποίος μόλις επιστρέφει και βλέπει το ποσό, καταρρέει.
Στην Γ’ Πράξη το σκηνικό αναπαριστά μια από τις παλαιές πύλες εισόδου του Παρισιού, όπου πληρώνονται φόροι από τους εμπόρους τροφίμων. Είναι ένα πρωινό του Φλεβάρη και χιονίζει. Από ένα κοντινό πανδοχείο αντηχούν χαρούμενες φωνές, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει εκείνη της Μουζέτας. Η σχέση της Μιμής και του Ροντόλφο έχει περάσει σύντομα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε έναν χειμώνα. Αυτό το χιονισμένο πρωινό του Φλεβάρη οι δυο νέοι θα αποφασίσουν να χωρίσουν. Ο ποιητής φέρει σαν προσωπικό του βάρος το ότι δεν μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα στην ασθενική Μιμή: «είναι λουλούδι θερμοκηπίου, η φτώχεια την έχει μαράνει· για να της ξαναδώσω ζωή, η αγάπη δεν αρκεί». Εκείνη από την άλλη δεν θέλει να τον επιβαρύνει με το προσωπικό της πρόβλημα υγείας. Ενώ η Μιμή και ο Ροντόλφο θυμούνται την παλιά ευτυχία τους, ο Μαρτσέλο εμφανίζεται μαζί με τη Μουζέτα καβγαδίζοντας για τις ερωτοτροπίες της τελευταίας με έναν πελάτη του πανδοχείου. Το ζευγάρι Μιμής-Ροντόλφο χωρίζει, αποφασίζουν, ωστόσο, μέσα σε μια ερωτική έκσταση, να περιμένουν να ξεχειμωνιάσει μέχρι να πάψουν να βλέπονται. Ο χειμώνας της ψυχής θέλει δύο για να γλυκάνει… Θα αποχωριστούν οριστικά «όταν ανθίσουν τα λουλούδια».
Θα παρακολουθήσουμε αποσπάσματα της παράστασης της 16ης 1. 1982 από τις τρεις πρώτες πράξεις των «Μποέμ» με την Ελληνο-καναδέζα ντίβα της Τέχνης και από το 2015 επίτιμη διδάκτορα του Πανεπιστημίου μας, σοπράνο Τερέζα Στράτας (γεννημένη στο Τορόντο ως Αναστασία Στρατάκη από Κρητικούς μετανάστες γονείς) στην παραγωγή του 1981-82 του Φράνκο Τζεφιρέλι στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, με μαέστρο τον Τζέιμς Λιβάιν. Η Στράτας αποχαιρέτησε τον ρόλο της Μιμής με αυτήν την παραγωγή, έναν ρόλο που είχε πρωτοτραγουδήσει σε ηλικία 20 ετών, το 1958, στο Φεστιβάλ Όπερας του Τορόντο, κάνοντας το επαγγελματικό της ντεμπούτο στον χώρο της όπερας. Στην παράσταση της Μητροπολιτικής Όπερας την απολαμβάνουμε στην πλήρη ωριμότητα της σταδιοδρομίας της, στο απόγειο της σκηνικής της πείρας και της υποκριτικής δεινότητάς της και πριν οι φωνητικές της δυνάμεις αρχίσουν να φθίνουν αισθητά. Παρακολούθησα αυτήν την παράσταση από την κρατική τηλεόραση προ 40 ετών, όταν ήμουν φοιτητής συνομήλικός σας· ήταν το παιδευτικό έναυσμα να λατρέψω την τέχνη της όπερας. [Τότε δεν υπήρχαν ιδιωτικά τηλεοπτικά μέσα, αλλά και τώρα που αφθονούν, μόνο τα κρατικά κανάλια ( ΕΤ3, Βουλή ) μεταδίδουν κλασική μουσική. Φαίνεται "δεν τη θέλει ο κόσμος" - μα γιατί να την θέλει; Την γνώρισε ποτέ με σωστό τρόπο;]
Με την πρώτη εμφάνιση της Στράτας στη σοφίτα των Μποέμ στην Α’ Πράξη δεν έχουμε αμφιβολία για το τι θα συμβεί στη Μιμή στην Δ’ και τελευταία πράξη της όπερας. Ο μαγνητισμός της ερμηνείας της δεν σου επιτρέπει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της, τόσο όταν τραγουδά όσο και όταν δεν τραγουδά. Μαζί της ο Καταλανός τενόρος Χοσέ Καρέρας, επίσης στον κολοφώνα της δόξας του.
01.ΠΟΥΤΣΙΝΙ - ΜΠΟΕΜ Σκηνή της Μιμής & του Ροντόλφο από την Α' Πράξη.mp4
Στην Στράτας, ως ντίβα της Τέχνης, η φωνή είναι μέρος του όλου «πακέτου» της, καθώς η υποκριτική της, τουλάχιστον σε αυτόν τον ρόλο, παραμένει ανεπανάληπτη και κατ’ εμέ απλησίαστη. Βιώνει εσωτερικά κάθε νότα της παρτιτούρας και κάθε λέξη του λιμπρέτου· δεν τραγουδάει τον ρόλο της Μιμής, είναι η Μιμή που εκφράζει την αλήθεια της ζωής της με τη φωνή και με όλο της το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή της.
Στην όπερα συναντούμε όμως και εξαιρετικούς μονωδούς που η φωνή τους είναι εκείνη που αποτελεί σχεδόν όλο το «πακέτο» τους. Έτσι απολαμβάνουμε τον Ιταλό τενόρο Λουτσιάνο Παβαρότι, στο άνθος της νιότης του, στην άρια του Ροντόλφο «Che gelida manina! Τι παγωμένο χεράκι!» από την Α’ Πράξη με την εντυπωσιακά αβίαστη κορύφωση της φωνής του όταν τραγουδά «Ma il furto non m’ accora, poichè vi ha preso stanza la dolce speranza. / Μα η κλοπή δεν με λυπεί, γιατί πήρε τη θέση της η γλυκιά ελπίδα.» Αισθανόμαστε την ταραχή του Ροντόλφο και το σκίρτημα που νιώθει για τη Μιμή, καθώς και τον φόβο του αν θα καταφέρει να την εντυπωσιάσει.
Ο Λ. Παβαρότι στην άρια του Ροντόλφο από την Α' Πράξη των Μποέμ του Τζ. Πουτσίνι.mp4
Η θρυλική ντίβα της φωνής, Ισπανίδα σοπράνο Μονσεράτ Καμπαγιέ τραγουδά με λεπτό, λεπτομερή, τρυφερά εκφραστικό τρόπο την άρια της Μιμής «Sí. Mi chiamano Mimi / Ναι. Με φωνάζουν Μιμή» από την Α’ Πράξη και κατόπιν, μαζί με τον Ισπανό τενόρο Πλάθιδο Ντομίνγκο, το τελικό μαγευτικό ντουέτο Μιμής – Ροντόλφο «O soave fanciulla / Ω γλυκό κορίτσι» της ίδιας Πράξης. Τους συνοδεύει η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του Γκέοργκ Σόλτι σε δισκογραφική παραγωγή του 1974. Η Μιμή της Καμπαγιέ είναι γενικά μια θλιμμένη κοπέλα που τραγουδάει σαν άγγελος. Το απαλό χρώμα της φωνής της, όταν ξεκινά η κορύφωση της παραπάνω άριας της Μιμής (Ma quando vien lo sgelo Il primo sole è mio / Μα όταν οι πάγοι λιώνουν, ο πρώτος ήλιος είναι δικός μου) αγγίζει την ψυχή του ακροατή με απόλυτα μοναδικό και αξέχαστο τρόπο. Μετά, στην κατάληξη του ντουέτου της με τον Ροντόλφο, με εκπληκτικό τρόπο, η Καμπαγιέ τραγουδά τα δύο τελευταία «Amor» με μια ανάσα και τελειώνει το δεύτερο με το τέλειο ψιθύρισμα ενός ψηλού ντο. Το καθαρό, το απόλυτο τραγούδι της είναι πράγματι «όλο το πακέτο» και τι «πακέτο»!
Η Μ. Καμπαγιέ στην άρια της Μιμής από την Α' Πράξη των Μποέμ του Τζ. Πουτσίνι.mp3
Στο απόσπασμα της Β’ Πράξης συναντάμε μια άλλη κορυφαία ντίβα της Τέχνης, την Ιταλίδα σοπράνο Ρενάτα Σκότο, υποκριτικά απόλυτα πειστική ως φανταχτερή κι ακαταμάχητη Μουζέτα. Εδώ εκτιμούμε και την «υπερθεαματική» σκηνική άποψη - σήμα κατατεθέν του Τζεφιρέλι - που παρά την αμφιλεγόμενη πληθωρικότητά της, γεγονός είναι ότι αναπαριστά μαγευτικά το παρισινό «Καρτιέ Λατέν» του 19ου αιώνα.
02. ΠΟΥΤΣΙΝΙ - ΜΠΟΕΜ Το βαλς της Μουζέτας, κορύφωση & κατάληξη της Β' Πράξης.mp4
Στο τελευταίο μας απόσπασμα, θα παρακολουθήσουμε, από την Γ’ Πράξη, το «Αντίο» της Μιμής και την απόφαση των δύο εραστών να περάσουν μαζί τον χειμώνα και να χωρίσουν μετά, την άνοιξη. Δεν υπάρχουν λόγια αντάξια της ερμηνείας της Στράτας· είναι απλώς απερίγραπτη.
03. ΠΟΥΤΣΙΝΙ - ΜΠΟΕΜ Αντίο της Μιμής και κατάληξη της Γ' Πράξης.mp4
Για βαθύτερη ανάλυση των χαρακτήρων της όπερας δείτε προαιρετικά το παρακάτω αρχείο.
Μπορείτε, όποτε βρείτε διάθεση και ουσιαστικό ελεύθερο χρόνο, να παρακολουθήσετε και ολόκληρη την παράσταση μέσω του παρακάτω συνδέσμου:
Αξίζει να τελειώσουμε με τον λόγο της Στράτας, όταν αυτή αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του ΕΚΠΑ· υποθέτω πως η εύθραυστη υγεία της, που την συνόδευε από παιδί και την ανάγκαζε να ακυρώνει συχνά εμφανίσεις της στη σκηνή, δεν της επέτρεψε να παραστεί διά ζώσης, καθώς θα διαπιστώσετε κι εσείς από τα λόγια της ότι κάθε άλλο παρά «σταριλίκι» πουλάει.
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΤΕΡΕΖΑΣ ΣΤΡΑΤΑΣ ΣΤΟ ΕΚΠΑ.mp4