ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
MED2135 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
«ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΖΟΥΣΑΜΕ, ΜΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΑ ΠΡΟΣΕΧΑΜΕ.» Η ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΒΙΩΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ.
Περιγραφή
Η «Μικρή μας πόλη» (πρωτότυπος τίτλος: Our Town) είναι θεατρικό έργο του 1938 του Βορειοαμερικανού συγγραφέα Θόρντον Γουάιλντερ (Thornton Wilder, 1897-1975). Θεωρείται αριστούργημα δομής, ποιητικής σύλληψης και πρωτοπορίας, ένας ύμνος για τη ζωή που με τα χίλια της βάσανα πάλι γλυκιά είναι. Πρόκειται για έναν ύμνο στον απλό λαϊκό άνθρωπο, στον τίμιο βιοποριστικό αγώνα του, στις ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες του, στη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων μιας ταξικά ισότιμης, μικρής επαρχιακής κοινότητας, έναν ύμνο στα «χρόνια της αθωότητας» της νεαρής ακόμα, στα τέλη του 19ου και των αρχών του 20ού, πολυεθνικής αμερικανικής κοινωνίας, λίγο πριν τη θύελλα του Μεγάλου Πολέμου. Με αφορμή την εξιστόρηση ενός εφηβικού έρωτα, το πολυβραβευμένο έργο του Γουάιλντερ καταγράφει την καθημερινότητα μιας μικρής πόλης και όλων των μικρών πραγμάτων που την απαρτίζουν. Το έργο τοποθετημένο στη φανταστική αμερικανική μικρή κωμόπολη Γκρόβερς Κόρνερς - που ο συγγραφέας μάλλον εμπνεύστηκε από την πόλη Petersborough, του Νιου Χάμσαϊερ , εκεί όπου είχε περάσει με την οικογένειά του πολλά καλοκαίρια - μιλάει για την ιστορία των κατοίκων μιας συνηθισμένης κωμόπολης. Παρουσιάζονται σκηνές από την καθημερινή ιστορία της πόλης μεταξύ των ετών 1901 και 1913. Για όποιον αναζητεί την περιπέτεια, τα έντονα συναισθήματα και τους μεγάλους έρωτες, σίγουρα «Η μικρή μας πόλη» δεν ενδείκνυται. Σε όλο το έργο ο Γουάιλντερ χρησιμοποιεί μεταθεατρικές τεχνικές, όπως η αφήγηση από έναν διευθυντή σκηνής, που χαρακτηρίζουν το έργο και το απογειώνουν· το έργο αποτελεί ένα ωραίο μεταθεατρικό σχόλιο, καθώς έχει γραφτεί με τη σαφή οδηγία να παιχτεί πάνω σε μια άδεια σκηνή, χωρίς ιδιαίτερα σκηνικά και κοστούμια, ως πρόβα ενός θιάσου και όχι σαν μία τελειωμένη παράσταση. O συνδυασμός ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού, η γυμνή σκηνή (τo έργο παίζεται σχεδόν χωρίς σκηνικά, σε στυλ γιαπωνέζικου θεάτρου Noh), η λοξή ματιά του συγγραφέα προς τoυς θεατές της πλατείας μέσω του κυρίαρχου στο έργο προσώπου του διευθυντή σκηνής-αφηγητή, σε συνδυασμό με τα οικουμενικά μηνύματα και την τρυφερότητα των συναισθημάτων, θα αποδειχτούν ένα άκρως ανθεκτικό στον χρόνο, θεατρικό μείγμα. Πρώτη παράσταση στο θέατρο Μακάρτερ στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ, το 1938. Την ίδια χρονιά ο Γουάλιντερ κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για το θέατρο. Το έργο παραμένει και σήμερα δημοφιλές. Όπως λένε χαρακτηριστικά, χαριτολογώντας, οι Αμερικανοί κριτικοί, κάθε μέρα κάποιοι παρακολουθούν, σε κάποια πόλη της Αμερικής, τη «Μικρή μας πόλη».
Στην Ελλάδα το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1945 από τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, σε σκηνοθεσία Ντίνου Γιαννόπουλου και το 1954 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Την περίοδο 1961-2 παρουσιάστηκε στο θέατρο Διονύσια σε σκηνοθεσία Μάριου Πλωρίτη με την Έλλη Λαμπέτη στον ρόλο της Έμιλυ Γουέμπ και τον Γιάννη Φέρτη στο ρόλο του Τζωρτζ Γκιμπς. Στο ίδιο θέατρο, μετονομασμένο πια σε «Δημήτρης Χορν», ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθέτησε τη «Μικρή μας πόλη» την περίοδο 2003-4. Μεταξύ άλλων παραστάσεων, η Θεατρική Ομάδα της Σχολής μας, προ 5ετίας, παρουσίασε τη «Μικρή μας Πόλη», στο θέατρο Altera Pars .
Με τον διακριτικό τρόπο του, ο Θόρντον Γουάιλντερ υπήρξε ένας ριζοσπαστικός συγγραφέας που πειραματίστηκε τολμηρά με λογοτεχνικές φόρμες και θέματα, από την αρχή ως το τέλος της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του. Έχοντας εντρυφήσει σε βάθος στην κλασική όσο και στη σύγχρονή του λογοτεχνία, συχνά αναμείγνυε το παραδοσιακό και το μοντέρνο στα μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα, εξερευνώντας αδιάκοπα το κοσμογονικό μέσα σε τόπους κοινούς. Χαρακτηρίζεται για το μοναδικό «διαπλανητικό» μυαλό του – την ικανότητά του να γράφει από μια οπτική γωνία που είναι ταυτόχρονα αμερικανική και παγκόσμια. O Γουάιλντερ έγραψε θέατρο σε μια εποχή κατά την οποία οι καινοτόμοι του εγχώριου μοντερνισμού, όπως ο Ευγένιος Ο Νιλ, είχαν ήδη προλειάνει το έδαφος για την είσοδο (ευρωπαϊκών κυρίως) προτάσεων πέρα από τα όρια του γνώριμου ρεαλισμού. Το 1935 ο Γουάλιντερ γνώρισε τη σημαντικότερη εκπρόσωπο του αμερικανικού μοντερνισμού, την Γκέρντρουντ Στάιν, της οποίας το μυθιστόρημα “The Making of Americans” τον επηρέασε βαθύτατα και τον οδήγησε να γράψει τη «Μικρή μας πόλη». Ο Γουάιλντερ έγραψε θέατρο ώστε να υμνήσει την αθωότητα λίγο πριν την ενταφιάσει οριστικά η βία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Xωρίς να συγκλίνει ιδεολογικά με τον Μπρεχτ, ο Γουάλιντερ χειρίστηκε τα υλικά του με «μπρεχτικό» τρόπο, ώστε να συγκινήσει το κοινό μιας “αταξικής κοινωνίας”, το “κοινό, το ταπεινό και το συγκεκριμένο” όπως γράφει και ο ποιητής Γουίτμαν αλλά και ο Χ. Μέλβιλ στον «Μόμπι Ντικ». Tο “υψηλό” στα έργα και στο μυαλό του Γουάιλντερ δεν φορά κοθόρνους. Σε μια μικρο- και μεσο-αστική κοινωνία, μας λέει, δεν υπάρχουν ειδικές είσοδοι για τους πλούσιους ούτε ειδική γλώσσα. Όλοι μπαίνουν από την κύρια είσοδο. Eκείνο που δεν έλαβε καθόλου υπόψη είναι ότι μια κοινωνία με λίγους πλούσιους και πάρα πολλούς φτωχούς, όπως ήταν η Aμερική τότε, κάθε άλλο παρά αταξική θα μπορούσε να είναι. Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις, τόσο «Η μικρή μας πόλη» όσο και τα υπόλοιπα έργα του, είναι μια συγκινητική ελεγεία αγάπης για τη ζωή στον πλανήτη Γη, δοσμένη με ατόφια θεατρικά υλικά. Εξ ου και η ανθεκτικότητά του στις διαβρωτικές παρενέργειες του χρόνου.
Η "Μικρή μας Πόλη" είναι ο διαχρονικός ύμνος της καθημερινότητας. Χωρισμένο σε τρεις πράξεις, το κείμενο αναφέρεται σε μία φανταστική, τυπική, αμερικανική κωμόπολη και στις ζωές των κατοίκων της με γλώσσα απλή και άμεση, που επιτρέπει τη συσχέτιση και την ταύτιση του θεατή, πέρα από τόπο και χρόνο. Ξημερώματα και νύχτες, έρωτες και γάμοι, γειτονιές και παρέες και βόλτες στο φεγγαρόφωτο αποτελούν κάποιες από τις μικρές ή μεγάλες στιγμές των «ηρώων» αυτής της πόλης, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Οι σχέσεις των ανθρώπων, η φιλία, ο έρωτας, ο γάμος, η συμβίωση, ο θάνατος, τα ατομικά και συλλογικά όνειρα μια κλειστής κοινωνίας, αλλά και όλος ο κύκλος της ζωής των ανθρώπων είναι τα θέματα που διαπραγματεύεται με γλαφυρό και τρυφερό τρόπο το κείμενο αυτό.“Η μικρή μας πόλη” είναι ένας ύμνος στην ζωή, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην πολύτιμη αξία της κάθε στιγμής που ζούμε, όσο μικρή και ασήμαντη και αν φαίνεται.
Μέσα από τη σχέση δύο νέων, της Έμιλι Γουέμπ και του τυπικού γυμνασιόπαιδα της εποχής, Τζορτζ Γκιμπς, ο Γουάιλντερ καταγράφει την καθημερινή ζωή στη μικρή τους πόλη. Τρεις πράξεις σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η εισαγωγή και η παρουσίαση του μέρους και των κατοίκων του στο ξεκίνημα του έργου με την έμφαση να δίνεται στις στερεοτυπικές αμερικανικές οικογένειες των Γκιμπς (ο Δρ Φρανκ, η σύζυγός του Τζούλια και τα παιδιά τους Τζορτζ και Ρεμπέκα) και Γουέμπ (ο εκδότης Τσαρλς, η σύζυγός του Μιρτλ και τα παιδιά τους Έμιλι και Γουάλι), που γειτονεύουν, ακολουθείται από την ιστορία αγάπης και τον γάμο ανάμεσα στα παιδιά των δύο οικογενειών τρία χρόνια αργότερα, για να έρθει η τρίτη και τελευταία πράξη μετά από περίπου μια δεκαετία (1913) να αναφερθεί στον θάνατο, νοηματοδοτώντας την "ασήμαντη" καθημερινότητα που έχει προηγηθεί. Το ερώτημα που πλανάται είναι αν υπάρχει κάποιος που να ζει τη ζωή του. Το τέλος καθορίζει και την πορεία ή η πορεία το τέλος ή και τα δυο;
Η πρωτοτυπία του κειμένου δεν βρίσκεται τόσο στην ιστορία που μας μεταφέρει όσο στον τρόπο απόδοσής της με τη χρήση των προαναφερθέντων μεταθεατρικών τεχνικών, ορίζοντας ότι όσα βλέπουμε, διαδραματίζονται στο πλαίσιο θεατρικής παράστασης θιάσου την οποία συντονίζει ο διευθυντής σκηνής ευρισκόμενος μεταξύ ηθοποιών και κοινού, σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο ανάμεσά τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι θεατές έρχονται πιο κοντά στα όσα συμβαίνουν, μέσω της ρεαλιστικής θεατρικής ψευδαίσθησης, σε μία πλασματική πραγματικότητα που την νιώθουν και δικιά τους (δικαιολογώντας και το "μας" / "our" του τίτλου του έργου που αναφέρεται και στις δύο "πλευρές" του τοίχου).
Στιγμιότυπο από την παράσταση του έργου με την Έλλη Λαμπέτη (Έμιλι Γουέμπ) και τον Γιάννη Φέρτη (Τζορτζ Γκιμπς).
Το έργο έχει γραφεί από τον δημιουργό του έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο, με τα ελάχιστα δυνατά σκηνικά και με την παντομίμα, όπως βλέπουμε στην παραπάνω φωτογραφία, να αντικαθιστά τα αντικείμενα και τη χρήση τους, αφήνοντας "χώρο" στη φαντασία, τη δύναμη της οποίας το έργο εγκωμιάζει. Η προτεινόμενη από τον ίδιο τον Γουάλιντερ μινιμαλιστική προσέγγιση αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές και τις μεταξύ τους σχέσεις με την "αφαίρεση" (ως προς τα χρησιμοποιούμενα μέσα και την ύλη) να απεγκλωβίζει το έργο από τα "στεγανά" του χρόνου και του τόπου, βοηθώντας να αναδειχθούν οι ιδέες και το συναίσθημα.
Ο Γουάλιντερ σπάει την παραδοσιακή έννοια της δραματικής ψευδαίσθησης. Στη συνηθισμένη θεατρική παράσταση, ο δραματουργός ελπίζει ότι το κοινό θα εμπλακεί συναισθηματικά σε φανταστικά γεγονότα και θα ξεχάσει το γύρω θέατρο. Αντίθετα, ο Γουάλιντερ δεν κάνει καμία προσπάθεια να πείσει το κοινό ότι τα γεγονότα του έργου είναι αληθινά. Μάλιστα, υπενθυμίζει συνεχώς στο κοινό ότι βρίσκονται σε ένα θέατρο και παρακολουθούν ηθοποιούς να παίζουν σε έναν κατασκευασμένο κόσμο. Ο σκοπός του είναι να παρουσιάσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, μια παράσταση μιας τυπικής ημέρας σε μια μικρή πόλη.
Κυρίαρχη φιγούρα στο έργο είναι ο διευθυντής σκηνής, ο οποίος, ανάλογα με τον Χορό στο αρχαίο ελληνικό δράμα, κινείται κάπου ανάμεσα στην πλατεία και τη σκηνή· βάζει τον κόσμο να καθίσει, κουβεντιάζει μαζί του, δίνει πληροφορίες γύρω από το έργο, τα δραματικά πρόσωπα, την πόλη, το σύμπαν ολόκληρο, ενώ σε ορισμένες στιγμές συμμετέχει στα δρώμενα και ως χαρακτήρας.
Πρώτη Πράξη: Kαθημερινή Ζωή
Ο διευθυντής σκηνής εισάγει τους θεατές στη μικρή πόλη του Γκρόβερς Κόρνερς του Νιου Χάμσαϊερ και τους κατοίκους του, καθώς ξημερώνει ένα πρωί του 1901. Ο Τζο Κρόουελ φέρνει τις εφημερίδες, ο Χάουι Νιούσαμ μοιράζει το γάλα και οι γειτονικές οικογένειες Γουέμπ και Γκιμπς στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Ο διευθυντής σκηνής οδηγεί το κοινό μέσα από μια σειρά από κομβικές στιγμές καθημερινότητας το απόγευμα και το βράδυ, αποκαλύπτοντας τις σχέσεις και τις προκλήσεις των χαρακτήρων. Κάτω από μια λαμπερή πανσέληνο, η Α’ Πράξη τελειώνει με τα αδέλφια Τζορτζ και Ρεβέκκα Γκιμπς και την Έμιλι Γουέμπ να κοιτάζουν έξω από τα παράθυρα των υπνοδωματίων τους, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του ηλιοτρόπιου στο «υπέροχο (ή τρομερό) φως του φεγγαριού», με την προηγηθείσα αυτοανακάλυψη της Έμιλι και του Τζορτζ πως συμπαθούν ο ένας τον άλλον και τη συνειδητοποίηση ότι και οι δύο προσπαθούν να μεγαλώσουν με τον δικό τους τρόπο.
Από ραδιοφωνική μεταφορά του έργου σε προσαρμογή και σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα, θα ακούσουμε, μεταξύ άλλων αποσπασμάτων, το τέλος της Α’ Πράξης και την αφήγηση του διευθυντή σκηνής στην αρχή της Β΄ Πράξης. Στα ραδιοφωνικά αυτά αποσπάσματα, χωρίς το οπτικό στοιχείο να προσγειώνει τη φαντασία μας, θα αφεθούμε στις "ιδανικές φωνές κι αγαπημένες" παλιών ηθοποιών μας: του Κώστα Ρηγόπουλου (ως διευθυντή σκηνής), του Γρηγόρη Βαφειά (κ. Τσαρλς Γουέμπ), της Λουίζας Ποδηματά (Κα Μιρτλ Γουέμπ), της Άννας Βενέτη (Έμιλι Γουέμπ), του Μίμη Χρυσομάλλη (Τζορτζ Γκιμπς), του Λυκούργου Καλλέργη (Δρ. Φρανκ Γκιμπς) και της Μαρίας Μαρτίκα (Κα Τζούλια Γκιμπς).
https://drive.google.com/file/d/11x1M_fGUalNUocPo9wgpQytlWrQsGjUL/view?usp=sharing
Στιγμιότυπο με τον Κώστα Ρηγόπουλο, εδώ ως Τσαρλς Γουέμπ και την Έλλη Λαμπέτη ως κόρη του (Έμιλι Γουέμπ), από την παράσταση του 1962.
Δεύτερη Πράξη: Έρωτας και Γάμος
Έχουν περάσει τρία χρόνια και ο Τζορτζ Γκιμπς και η Έμιλι Γουέμπ ετοιμάζονται να παντρευτούν. Ο Χάουι Νιούσαμ φέρνει το γάλα, ενώ βρέχει, και ο αδερφός του Τζο Κρόουελ, ο Σι Κρόουελ στεναχωριέται που θα σπαταληθεί το ταλέντο του ινδάλματός του στο μπέιζμπολ, του Τζορτζ. Το ζεύγος Γκιμπς, μάλλον κυρίως η Κα Τζούλια Γκιμπς, στο παρακάτω απόσπασμα, μάς μεταφέρει τα ανάμικτα συναισθήματά της για το επικείμενο κορυφαίο γεγονός στην οικογενειακή ζωή τους.
https://drive.google.com/file/d/1TSQO67F70Cuf-6swyr8jU4IHk39GA-dM/view?usp=sharing
Ο Τζορτζ Γκιμπς αργότερα κάνει μια αμήχανη επίσκεψη στον μέλλοντα πεθερό του, Τσαρλς Γουέμπ. Μετά, ο διευθυντής σκηνής διακόπτει τη δράση και φέρνει τους θεατές έναν χρόνο πίσω. Η Έμιλι κατηγορεί τον Τζορτζ για την υπεροψία του και, τρώγοντας παγωτό, συζητούν για το μέλλον και τον έρωτά τους. Η σκηνή ισορροπεί απαλά μεταξύ της τρυφερότητας και της σχεδόν κωμικής ιδιότητας που βρίσκεται στην αφέλεια των νέων. Ο Τζορτζ αποφασίζει να μην πάει στη Γεωπονική Σχολή όπως σχεδίαζε, αλλά να εργασθεί και τελικά να αναλάβει τη φάρμα του θείου του. Ακολουθεί ο γάμος, παρότι πριν, ο Τζορτζ και η Έμιλι, σε μια κρίση άγχους μπροστά στην είσοδό τους στην ωριμότητα, έχουν αποκαλύψει στη μητέρα και τον πατέρα τους αντίστοιχα, ότι δεν νιώθουν έτοιμοι να παντρευτούν. Σε ό,τι αφορά το σύνολο του έργου, πρόκειται για μια ειλικρινή αγάπη που αναπτύσσεται από την καθημερινή ζωή και οδηγεί σε μια λογική, προσγειωμένη ένωση δύο ανθρώπων από το ίδιο υπόβαθρο. Για τον Τζορτζ και την Έμιλυ, ο γάμος είναι το αποκορύφωμα της ζωής τους. Για τον θεατή, όμως, είναι απλώς ένας ακόμη μικρο-/μεσο-αστικός γάμος που δεν τον ξεχωρίζει από άλλες παρόμοιες τελετές. Η επιμονή του Γουάλιντερ στην ορθότητα του γάμου ως μια κανονική, κοινότοπη προσδοκία ζωής αναμειγνύεται με την επόμενη πράξη, στην οποία αναδεικνύεται η σημασία των ασήμαντων πραγμάτων με φόντο τον θάνατο, τη φυσική κατάληξη της ζωής.
Από την παράσταση του 1962 η σκηνή του γάμου με την Έλλη Λαμπέτη, τον Νίκο Κούρκουλο και τον Γιάννη Φέρτη.
Η σκηνή του γάμου από παράσταση του 2015 σε σκηνοθεσία Τάιν Ράφαελι.
https://drive.google.com/file/d/1IDbkFZ2xIdHTEwz7-CG7agoSrSv8ScMY/view?usp=sharing
Τρίτη Πράξη: Θάνατος και Αιωνιότητα
Ο διευθυντής σκηνής αρχίζει την πράξη με έναν εκτενή μονόλογο με έμφαση στην αιωνιότητα και μας μεταφέρει στο νεκροταφείο έξω από την πόλη και στα πρόσωπα που έχουν πεθάνει στα εννέα χρόνια από εκεί που τελείωσε η Δεύτερη Πράξη: την κυρία Τζούλια Γκιμπς (από πνευμονία, ενώ ταξίδευε στην κόρη της Ρεμπέκα), τον μικρό Γουάλι Γουέμπ (διάτρηση σκωληκοειδίτιδας, ενώ ήταν σε κατασκήνωση), την κυρία Σομς και τον αυτόχειρα αλκοολικό οργανίστα της εκκλησίας, Σάιμον Στίμσον (με απαγχονισμό).
https://drive.google.com/file/d/1Cn80s-ma9bVEOvu03homRvUUqIlOF36k/view?usp=sharing
Συναντάμε τον νεκροθάφτη Τζο Στόνταρντ και τον νεαρό Σαμ Κρεγκ, που έχει γυρίσει στο σπίτι του από την κηδεία της 26χρονης ξαδέρφης του. Μαθαίνουμε ότι ξαδέρφη του ήταν η Έμιλι Γουέμπ-Γκιμπς, που πέθανε πάνω στη γέννα του δεύτερου παιδιού της με τον Τζορτζ.
Η κηδεία τελειώνει και η Έμιλι εμφανίζεται να συναντά τους νεκρούς. Παρόλο που οι νεκροί κάθονται ήσυχοι χωρίς να κινούνται, αποπνέουν μια αίσθηση ελευθερίας μέσα από τις φωνές και τη γαλήνη τους. Σε αντίθεση με την ειρήνη τους, οι ζωντανοί μάχονται συνεχώς με προβλήματα. Ο Γουάλιντερ υποδεικνύει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τόσο επιβαρυμένοι με τα προβλήματα της ζωής που δεν μπορούν να εκτιμήσουν το απλό γεγονός ότι είναι ζωντανοί. Η πεθερά της Έμιλι, η Τζούλια Γκιμπς λέει στη νύφη της ότι οι νεκροί πρέπει να υπομένουν και να ξεχάσουν τη ζωή που προηγήθηκε, αλλά η Έμιλι αρνείται να την ακούσει. Παρά τις προειδοποιήσεις του Σάιμον, της κυρίας Σομς και της κυρίας Γκιμπς, η Έμιλι αποφασίζει να επιστρέψει στη Γη για να ξαναζήσει μια μόνο μέρα, εκείνη των δωδέκατων γενεθλίων της με τη ρουτίνα που έχουμε ήδη συναντήσει από την Α’ Πράξη του έργου. Τελικά το βρίσκει πολύ επώδυνο και συνειδητοποιεί πόσο θα έπρεπε να εκτιμούμε τη ζωή "κάθε, μα κάθε στιγμή". Καυστικά ρωτάει τον διευθυντή σκηνής αν υπάρχει κανένας που συνειδητοποιεί τη ζωή ενόσω ζει και παίρνει την απάντηση «Όχι. Ίσως λίγο οι άγιοι και οι ποιητές». Επιστρέφει τότε στον τάφο της, δίπλα στην πεθερά της, παρακολουθώντας με σχετική απάθεια τον Τζορτζ να γονατίζει και να κλαίει στο μνήμα της. Ο διευθυντής σκηνής ολοκληρώνει το έργο τώρα που ο κύκλος της ζωής έκλεισε, πιθανολογεί την απουσία ζωής πέρα από τη Γη και καληνυχτίζει τους θεατές. Η απλότητα της αποχώρησής του συνάδει με τον γενικό του σκοπό - να καθοδηγήσει το κοινό μέσα από μια ανεπιτήδευτη αλλά βαθιά συγκινητική σκέψη του τι σημαίνει να είσαι ζωντανός.
https://drive.google.com/file/d/1mBQofiEkKL4KKa6kjMaywTBK4m8Bs494/view?usp=sharing
Τρία φωτογραφικά στιγμιότυπα από την Τρίτη Πράξη
Σκηνοθεσία Τάιν Ράφαελι (2015)
Σκηνοθεσία Άμπιγκειλ Άνταμς (2019)
Aπό παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βόρειας Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου (2014).
Στα κύρια πρόσωπα της «Μικρής μας πόλης» συγκαταλέγεται η Έμιλυ, την οποία πολλοί σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν ως την πρωταγωνιστική φιγούρα, δεδομένης της κυρίαρχης θέσης της στην τρίτη πράξη, εκεί όπου αντικαθιστά τον διευθυντή σκηνής και γίνεται ο εκφραστής των βασικών ιδεών του έργου. Η Έμιλυ στην πρώτη πράξη ερωτεύεται τον συμμαθητή της Τζωρτζ, στη δεύτερη πράξη τον παντρεύεται και ζουν μαζί για εννέα χρόνια, μέχρι τον θάνατό της κατά τη διάρκεια του τοκετού του δεύτερου παιδιού της. Στην τρίτη πράξη τη συναντούμε στα Ηλύσια Πεδία, στον τελικό προορισμό των ενάρετων, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, που ο Γουάιλντερ χρησιμοποιεί εδώ για να διαπλατύνει τους διαχρονικούς ορίζοντες των δρωμένων του.
Μέχρι στιγμής, υπήρξαν τέσσερις αναβιώσεις του έργου στο Μπρόντγουεϊ, με πιο γνωστή εκείνη του 2002, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Νόκτον, όπου στον ρόλο του διευθυντή σκηνής ήταν ο Πολ Νιούμαν. Στα δύο αποσπάσματα της εν λόγω παράστασης που θα παρακολουθήσουμε, περιλαμβάνεται η σκηνή του γάμου με την οποία τελειώνει η Β’ Πράξη και η κατάληξη όλου του έργου στο παραδεισένιο περιβάλλον της τρίτης Πράξης όπου όταν εισέρχεται η νεκρή Έμιλυ, ζητά μια χάρη: να της δοθεί η ευκαιρία να επισκεφτεί ξανά τη Γη για μια μόνο μέρα, μια χαρούμενη μέρα (τα γενέθλιά της), ώστε να μπορέσει να ξαναδεί τα αγαπημένα της πρόσωπα. Η επιθυμία της ικανοποιείται, όμως γυρίζει εσπευσμένα πίσω απογοητευμένη, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να εκτιμούν αυτά που τους δίνονται, ενόσω βρίσκονται εν ζωή.
https://drive.google.com/file/d/1HvcDuLfYUUx0ReJ5CQ0Tu3YyGWhDNVNw/view?usp=sharing
https://drive.google.com/file/d/1YoEhmh_h9ThMgBibGd9RBrdaeYjH3Ysy/view?usp=sharing
Το πολυβραβευμένο έργο του Γουάιλντερ, δεν είναι μόνο «μια προσπάθεια να αποτιμηθεί το ανεκτίμητο και των πιο μικρών συμβάντων της καθημερινής μας ζωής», όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά αγγίζει με ευαισθησία και τρυφερότητα την πεμπτουσία της ζωής. Καθημερινές και ασήμαντες στιγμές που ο χρόνος σβήνει από τη μνήμη με το πέρασμά του, φωτίζονται αριστουργηματικά για να αναδείξουν τη μαγεία που κρύβεται πίσω από όλα όσα καθόρισαν και καθορίζουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, την πορεία και το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Το έργο δεν ασχολείται με σπουδαία γεγονότα ή ιδιαίτερους χαρακτήρες. Επίκεντρό του είναι οι απολύτως καθημερινοί κάτοικοι αυτής της ήσυχης πόλης και ιδιαίτερα δύο οικογένειες, αυτές του γιατρού Γκιμπς και του εκδότη Γουέμπ. Όπως είδαμε, ενδιάμεσος μεταξύ σκηνής και πλατείας είναι ένας αφηγητής, ο διευθυντής σκηνής, που δίνει στους θεατές διάφορες πληροφορίες και ενίοτε αναλαμβάνει βοηθητικούς ρόλους στη δράση. Γενικά, η καλοσύνη των ηρώων του έργου, η αλληλοκατανόησή τους και η ανυστερόβουλη αλληλεγγύη είναι τόσο έντονα χρωματισμένα, που τους κάνει να φαίνονται εξωπραγματικοί. Πρόκειται για πλάσματα που ούτε καυγαδίζουν ούτε ποθούν έντονα. Δεν τρέφουν κάποιες ιδιαίτερες σκέψεις για το παρελθόν τους, μα ούτε και για το μέλλον. Oι φιλοδοξίες τους, όπως και οι πράξεις τους, εξαντλούνται στα όρια του ασφαλούς μικρόκοσμού τους.
Βέβαια, το έργο μπορεί να επενδύει πολλά στην καλοσύνη των ανθρώπων, δεν σημαίνει όμως ότι τα βλέπει όλα ρόδινα. Στη μικρή πόλη υπάρχει και η μελαγχολική όψη της καθημερινότητας. Στη γεωγραφία των δρωμένων, η φυλακή, για παράδειγμα, είναι και αυτή παρούσα ως σύμβολο μιας άλλης, διόλου ειδυλλιακής ζωής. Όπως διόλου ρόδινο είναι και το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος είναι αμόρφωτος. Όπως και το ότι σε αυτόν τον μικρόκοσμο δεν χωράει πουθενά ο καλλιτέχνης με ευαισθησίες, ενώ περισσεύει η ανία, η οποία οδηγεί ορισμένους, όπως ο Σάιμον Στίμσον, στον αλκοολισμό και στην αυτοκτονία. Ο Γουάιλντερ δεν παραλείπει να αναφερθεί εμμέσως στα κοινωνικά προβλήματα της χώρας, καθώς θέτει την αναπάντητη ερώτηση αν αυτά τα μέγιστα κοινωνικά θέματα απασχολούν τους κατοίκους της περιοχής. Οι άνθρωποι στο Γκρόβερς Κόρνερς όμως ασχολούνται κυρίως με τη δική τους ζωή. Ισχύει βέβαια ότι κάθε προσπάθεια του ανθρώπου καταλήγει στον θάνατο. Γι’ αυτό, το έργο αυτό του Γουάιλντερ, ενώ μοιάζει με μια απλή ιστορία, είναι πολλά περισσότερα, κυρίως για όσα ακούγονται χαλαρά μέσα στο έργο, όπως το θέμα της κοινωνικής ανισότητας και της «άσκοπης» θυσίας ανθρώπων της περιοχής για να συνεχίζει να ονομάζεται η χώρα «Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής» και να αποφευχθεί η διάσπαση και η αυτονομία κρατιδίων. Θυσιάστηκαν άδικα άνθρωποι που δεν είχαν ξεμακρύνει διόλου από την περιοχή τους μόνο και μόνο για την ενότητα ενός πολυμορφικού κράτους. Απλώς, όλα αυτά, τα πιο σκοτεινά χρώματα της ζωής, ο συγγραφέας επιλέγει να τα κρατά στις υποσημειώσεις της δράσης, δίνοντας έτσι χώρο να προβληθούν πιο δυναμικά τα αισιόδοξα μηνύματα. Και τούτο γιατί στόχος του είναι να υπογραμμίσει αξίες που να μπορούν να στηρίξουν τον άνθρωπο στον αγώνα της επιβίωσης και της συμβίωσης με άλλους. Και τις βρίσκει, όπως είπαμε, στα πιο μικρά πράγματα, εκείνα που είναι κάθε μέρα δίπλα μας και στην ουσία δεν τα βλέπουμε. O Γουάιλντερ από τη μια κρατά το μικροσκόπιο και από την άλλη το τηλεσκόπιο, από τη μια εστιάζει στο συγκεκριμένο και από την άλλη στο παγκόσμιο. Μας υπενθυμίζει ότι, όπως οι κάτοικοι της μικρής πόλης κάθονται να δειπνήσουν μετά τη δουλειά, το ίδιο έκαναν και οι κάτοικοι της αρχαίας Αθήνας πριν από εκατοντάδες χρόνια, με τον δικό τους τρόπο. Και το ίδιο θα κάνουν κι αυτοί που θα έρθουν. Όπως ξυπνούν να πάνε στις δουλειές τους οι κάτοικοι του Γκρόβερς Κόρνερς, έτσι και τ’ αστέρια συνεχίζουν τον δικό τους αιώνιο κύκλο ζωής. Πρόκειται για μια ιδιοφυή απόπειρα να εγγραφεί το καθημερινό, το οικείο, το σύνηθες μέσα στον αιώνιο χρόνο και για μια ποιητική προσπάθεια να συλληφθεί το άπειρο του χώρου και του χρόνου ως συνόλου μικρών πανομοιότυπων ατομικών κοινών περιπτώσεων.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η μεγάλη λογοτεχνία καταπιάνεται κατά κανόνα με οριακές καταστάσεις, με μεγάλα πάθη και μεγάλες περιπέτειες, εδώ έχουμε ένα σπάνιο παράδειγμα μεγάλου έργου που καταπιάνεται με ασήμαντες ιστορίες, λεπτομέρειες μιας ασήμαντης καθημερινότητας. Το μήνυμα του συγγραφέα είναι σαφές: ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος που μπορεί και κινείται στους ρυθμούς της ζωής, που ξέρει να απολαμβάνει ό,τι αυτή του προσφέρει. H βασική διαφορά ανάμεσα στο έργο αυτό και τα περισσότερα αμερικανικά που εμπνέονται από την εγχώρια επαρχία, έγκειται στο γεγονός ότι ο Γουάιλντερ δεν επιχειρεί να πείσει τους δέκτες του ότι αυτό που παρουσιάζει είναι η πραγματικότητα. Eάν επιχειρούσε κάτι τέτοιο με αυτές τις προδιαγραφές και αυτούς τους χαρακτήρες, σίγουρα θα έπεφτε στην παγίδα του γλυκανάλατου συναισθηματισμού και ενοχλητικού επαρχιωτισμού. Το γεγονός ότι παρακολουθεί τα δρώμενα από μια θέση παντογνώστη-ελεγκτή, τον βοηθά να τονίσει τη θεατρικότητα του εγχειρήματός του, να εκμεταλλευτεί τις εγγενείς δυνατότητες των θεατρικών σημείων και, κυρίως, να παίξει με τις ποικίλες εκδοχές του χρόνου: του ιστορικού, του θεατρικού (η ώρα της παράστασης), του δραματικού (το χρονοδιάγραμμα της ιστορίας του έργου) και φυσικά του αιώνιου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που το έργο αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και τελειώνει με τη δύση. Με το χάραμα, που αρχίζει η ζωή στην πόλη, έχουμε και τη (συμβολική) γέννηση δύο δίδυμων, και με τη δύση έχουμε την εικόνα της πόλης που πηγαίνει για ύπνο. Και όπως λέει κι ο διευθυντής σκηνής τους θεατές, «ώρα να πάτε κι εσείς για ύπνο». Άλλωστε είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, κι εμείς, οι θεατές, κάτοικοι της μικρής πόλης και μας αφορούν αυτά που γίνονται εκεί. Ο χρόνος μας τέμνεται με τον χρόνο των σκηνικών δεδομένων, ώστε να δημιουργηθεί ένα συμβολικό και πανανθρώπινο όλον που, ξεχειλίζοντας από μεταφυσική αισιοδοξία, μας στέλνει συγκινητικά μηνύματα υπέρ της ανθρώπινης επικοινωνίας και μας καλεί εσπευσμένα να αδράξουμε την κάθε μας μέρα.
Η ουσία του έργου βρίσκεται στο ότι, μέσα από την απλούστατη υπόθεσή του, μιλάει για την ίδια τη ζωή και τον κύκλο της: καθημερινότητα-έρωτας-θάνατος. Στον τελευταίο, δε, αφιερώνει μια συγκινητικότατη, όπως είδαμε, τρίτη πράξη που επισημαίνει την τάση να μην εκτιμούμε τις μικρές, ασήμαντες στιγμές της ζωής, παρά μόνο όταν είναι πια αργά, οπότε καταλαβαίνουμε πια την αξία τους. Η γλυκιά έλξη της μονοτονίας της ροής ημερών που συνεχίζονται, δεν ενοχλεί τους κατοίκους του Γκρόβερς Κόρνερς. Η ασφαλής ρουτίνα της μικρής τους πόλης θεωρείται δεδομένη. Αυτό το θέμα της προβλεψιμότητας της κάθε μέρας εμφανίζεται στην τελευταία πράξη, όταν η νεκρή Έμιλι επιστρέφει στο παρελθόν της για να εκτιμήσει την απλοϊκή ρουτίνα μιας μέρας, εκείνης των δωδέκατων γενεθλίων της. Συνειδητοποιεί τότε - μόνο μετά θάνατον - ότι η ζωή είναι μια ανεκτίμητη ευκαιρία. Σε κάθε προηγούμενη σκηνή, οι δραστηριότητες αντιπροσώπευαν απλώς την κανονική, καθημερινή ζωή των μέσων ανθρώπων. Αυτά είναι τα γεγονότα που συνθέτουν την ανθρώπινη ζωή. Είναι οι πτυχές της ζωής που οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένες και τις εκτελούν μηχανικά. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την αξία αυτών των στιγμών — και πόσο λίγο τις εκτιμούσαμε τότε. Μετά τον θάνατο, οι στιγμές θα έχουν φύγει για πάντα. Ο Γουάιλντερ τονίζει αυτές τις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες για να αντιστρέψει τη συνηθισμένη αντίληψη για το τι είναι σημαντικό. Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι τα βαρυσήμαντα γεγονότα αλλά η καθημερινή ρουτίνα είναι εκείνη με την οποία η ζωή αποκτά νόημα. Αφού ξανάζησε τα δωδέκατα γενέθλιά της, η Έμιλι βλέπει ότι οι δικοί της ως ανθρώπινα όντα αδυνατούν να αναγνωρίσουν την παροδικότητα της ζωής και να εκτιμήσουν τη ζωή τους όσο αυτή διαρκεί. Και όταν η Έμιλι εκφράζει την αγωνιώδη επιθυμία της να αφήσει τα γενέθλιά της και να επιστρέψει στο νεκροταφείο, συμπυκνώνεται το πιο σημαντικό θέμα του έργου: η παροδικότητα των ατομικών ανθρώπινων ζωών μπροστά στη γενική ανθρώπινη και φυσική σταθερότητα και τάξη. Τόσο ο τραγικός θάνατος της Έμιλι όσο και ο προηγηθείς χαρούμενος γάμος της εντάσσονται σε αυτήν την φυσική τάξη.
«Η μικρή μας πόλη» έρχεται και ταράζει την καθημερινότητά μας και μας προκαλεί για μια διαφορετική «ανάγνωση», για μια διαφορετική προσέγγιση και ανάλυση των καθημερινών, ατομικών στιγμών των κατοίκων της αμερικάνικης επαρχίας και των δικών μας. Των συμπεριφορών, των σχέσεων, των συνεπειών της ακινησίας, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, του μικρού Γκροβερς Κόρνερς. Η ζωή και ο θάνατος, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, σε μία ταυτόχρονη αλυσιδωτή αντίδραση-εξίσωση με τίτλο «Καθημερινότητα – Αγάπη και Γάμος – Θάνατος», επιτρέπει την συναισθηματική κορύφωση του έργου και σε μας τους θεατές να προσεγγίσουμε, εκτός από το «ευ ζειν», και το αναπόφευκτο θνήσκειν, στολίζοντάς το τελευταίο με το ξόρκι “ευ”. Η ποίηση του Γουάιλντερ, σε πλήρη αναντιστοιχία με το σύνηθες και βαρετό, απογειώνει στο άπειρο την ανεπανάληπτη εμπειρία του να είσαι ζωντανός. Και το δοξαστικό φινάλε μέσα από τα λόγια της Έμιλι, όταν, έχοντας πια περάσει στην «άλλη πλευρά», αναφωνεί «Όλα αυτά τα ζούσαμε, μα ποτέ δεν τα προσέχαμε.» θεμελιώνει την άποψη πως στην ζωή τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο αλλά όλα είναι διεκδικητέα.
Η παράσταση, μέρος της οποίας παρακολουθήσαμε, θέτει ερωτήματα για το αν τελικά κρύβεται ποίηση και μαγεία στη «μικρή» καθημερινότητα όλων μας, και για το κατά πόσο «μικρές» κι ασήμαντες, αλλά συνάμα και μέγιστες, είναι οι μέρες, οι νύχτες, τα φεγγαρόφωτα, οι έρωτες, οι γάμοι, οι θάνατοι στη «μικρή μας πόλη» - την όποια «μικρή πόλη» - όπου στον κόσμο και τον χρόνο. Όμως, όπως ακούσαμε τον αφηγητή να μας μεταφέρει τα λόγια του ποιητή Έντγκαρ Λι Μάστερς ως το απάνθισμα του έργου, «πρέπει ν’ αγαπάς τη ζωή, για να’ χεις ζωή. Και πρέπει να’ χεις μέσα σου ζωή για να μπορείς ν’ αγαπάς τη ζωή… Είναι αυτό που λέμε «φαύλος κύκλος» της ζωής».