ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
MED2135 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
Η ΖΟΡΙΚΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΜΛΕΤ ΜΕ TO KΡΑΝΙΟ ΤΟΥ ΓΙΟΡΙΚ ΚΑΙ Η ΤΑΦΗ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ AΠO ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΟΥ «ΑΜΛΕΤ» ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ
Περιγραφή
Στην παρούσα άσκηση καθώς και στην επόμενη, θα ασχοληθούμε με δύο θέματα, τουλάχιστον φαινομενικά αντίθετα μεταξύ τους, που και τα δύο φαινομενικά πρωτίστως -αλλά όχι μόνο- άπτονται της σωματικής μας υπόστασης: τη μετά θάνατον αποσύνθεση του «τομαριού» μας και την εν ζωή αναπαραγωγή του με τη σωματική εκδήλωση του έρωτα, το σεξ.
Σε προηγούμενη άσκησή μας που στηρίχθηκε στους «Δουβλινέζους» του Τζόις, ασχοληθήκαμε με τον θάνατο στο μακρινό παρελθόν (ο νεανικός έρωτας της συζύγου του κεντρικού ήρωα) και στο κοντινό μέλλον (η σκέψη του κεντρικού ήρωα για τον θάνατο της ηλικιωμένης θείας του). Τώρα, εν όψει του μαθήματός μας «Σκέψεις περί ζωής και θανάτου», φτάνουμε και «στα πραγματικά δύσκολα»: την όψη του θανάτου στο παρόν που θα μας παρουσιάσει ο ανυπέρβλητος ελισαβετιανός δραματουργός Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616) στην πρώτη σκηνή της πέμπτης και τελευταίας πράξης της τραγωδίας του «Άμλετ, ο πρίγκηπας της Δανίας». Η κλασική, διαχρονική και αριστουργηματική τραγωδία με κεντρικό ήρωα τον νεαρό πρίγκιπα της Ελσινόρης, γράφτηκε το 1599 ή το 1601. Πρόκειται για ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πονήματα της παγκόσμιας δραματουργίας, καθώς καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα σκέψεων και συναισθημάτων, που σχετίζονται με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Άμλετ, ο μελαγχολικός πρίγκιπας της Δανίας και θλιμμένος γυιός του δολοφονημένου βασιλιά, είναι αναμφισβήτητα ο πιο πολύπλοκος στην ψυχολογία του χαρακτήρας του Σαίξπηρ και θεωρείται ο μεγαλύτερος δραματικός ρόλος που δημιουργήθηκε ποτέ.
Η πλοκή της τραγωδίας επικεντρώνεται γύρω από τον Άμλετ, τον πρίγκιπα της Δανίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο θείος του, Κλαύδιος, παντρεύεται τη μητέρα του, βασίλισσα Γερτρούδη, κι ανακηρρύσεται αυτός βασιλιάς της Δανίας. Ένα βράδυ, ο πατέρας του νεαρού πρίγκιπα, εμφανίζεται ως φάντασμα, λέγοντας του ότι ο αδερφός του ο Κλαύδιος ευθύνεται για τον αιφνίδιο θάνατο του και του ζητάει να πάρει εκδίκηση. Ο Άμλετ αισθάνεται ότι χρειάζεται περισσότερες αποδείξεις προτού προβεί σε οποιαδήποτε φονική ενέργεια. Έτσι, προσποιείται ότι είναι ψυχικά άρρωστος, ενώ παράλληλα, ερευνά τους ισχυρισμούς του νεκρού πατέρα του. Στη συνέχεια, επηρεάζεται βαθιά από την δυσάρεστη κατάσταση, που επικρατεί στο πολύπαθο παλάτι της Ελσινόρης. Το μυαλό του θολώνει από τον κυρίαρχο πόθο για εκδίκηση που δηλητηριάζει τη σχέση του με τη μνηστή του την Οφηλία. Στη συνέχεια, ο Άμλετ σκοτώνει άθελά του τον Πολώνιο (πατέρα της μνηστής του) αντί για τον Κλαύδιο. Ύστερα, το νεαρό κορίτσι τρελαίνεται στο άκουσμα της είδησης αυτής και πνίγεται σ’ ένα ποτάμι. Η κορύφωση του Σαιξπηρικού δράματος έρχεται όταν ο Άμλετ κι ο Λαέρτης (αδελφός της Οφηλίας) ξιφομαχούν μέχρι θανάτου. Ο Λαέρτης έχει βουτήξει τη κόγχη του σπαθιού του μέσα σε δηλητήριο, το οποίο έχει επίσης προσθέσει σ’ ένα ποτήρι κρασί. Αυτή η πράξη του έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο τόσο του ιδίου, όσο και του Άμλετ, της Γερτρούδης και του Κλαύδιου.
Ο πρίγκιπας της Δανίας είναι ένας εσωστρεφές και ταυτόχρονα, συγκρουσιακό πλάσμα, που διχάζεται ανάμεσα στην επιθυμία του για εκδίκηση και στις αμφιβολίες του για την ηθική της αποτρόπαιας πράξης που σκέφτεται να πράξει. Η πολυπλοκότητά του τον καθιστά ως έναν αντισυμβατικό χαρακτήρα του Σαιξπηρικού σύμπαντος, του οποίου οι προσωπικοί αγώνες έχουν διαχρονική απήχηση στο αναγνωστικό και θεατρικό κοινό.
Ο Σαίξπηρ ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη ρομαντική περίοδο, επηρεάζοντας Γάλλους δημιουργικούς καλλιτέχνες όπως ο μουσικοσυνθέτης Εκτόρ Μπερλιόζ , ο συγγραφέας Βικτώρ Ουγκώ κι ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά. Η ιδιοσυγκρασία, ο τρόπος ζωής και τα ενδιαφέροντα του Ντελακρουά τον έκαναν τον τέλειο ρομαντικό καλλιτέχνη. Ο Ντελακρουά ταξίδεψε σε ζεστά, ζωντανά, εξωτικά μέρη όπως το Μαρόκο, αλλά ταξίδευε και με τη φαντασία του σε ρομαντικές και σαγηνευτικές, σκοτεινές και δραματικές περασμένες εποχές. Ήταν επίσης φανατικός αναγνώστης. Λόγια του Σαίξπηρ, του Δάντη, του Γκαίτε και άλλων τροφοδότησαν την ψυχή του και πυροδότησαν τη φαντασία του. Η ένθερμη αγάπη του για τη λογοτεχνία συνοδευόταν από την παραγωγική ικανότητα να εικονογραφεί τις σκηνές τις οποίες διάβαζε. Ένα θέμα στο οποίο βρήκε τον εαυτό του να επιστρέφει συχνά ήταν η τραγωδία «Άμλετ» του Σαίξπηρ και ειδικά η σκηνή όπου ο Άμλετ και ο καλύτερος φίλος του, ο Οράτιος βρίσκονται στο νεκροταφείο. Στον πίνακα «Ο Άμλετ και ο Οράτιος στο νεκροταφείο», ο Ντελακρουά μας μεταφέρει σε μια από τις πιο γνωστές και από τις πιο μακάβριες σκηνές του Σαίξπηρ. Ο θάνατος και η μετά θάνατον ζωή στοιχειώνουν τον νεαρό πρίγκιπα Άμλετ από την αρχή του έργου: από το περίφημο « To be or not to be - Nα ζεις ή να μην ζεις» μέχρι το τέλος του. Στο νεκροταφείο, ο Άμλετ συναντά την υλική εκδήλωση του θανάτου: τα σώματα των νεκρών σε αποσύνθεση. Ο Άμλετ βλέπει το κρανίο του παλιού γελωτοποιού του παλατιού, Γιόρικ, ξεσκαμμένο στο νεκροταφείο και διαλογίζεται για τη θνητότητα και την ευθραυστότητα της ζωής. Το κρανίο του Γιόρικ συμβολίζει την αναπόφευκτη αποσύνθεση του ανθρώπινου σώματος. Τα χείλη του μαζί με τα αστεία, τις φάρσες και τα τραγούδια του έχουν πλήρως εξαϋλωθεί από τον χρόνο. Ο Ντελακρουά είχε δει παράσταση του « Άμλετ» στο Παρίσι και γοητεύτηκε από τον κυκλοθυμικό, αινιγματικό πρίγκιπα. Έκανε μια σειρά από λιθογραφίες και πίνακες με σκηνές από το έργο, ζωγράφισε δε ακόμη και μια αυτοπροσωπογραφία του ως Άμλετ. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ντελακρουά μπορεί να μην είχε δει ποτέ αυτήν τη συγκεκριμένη σκηνή να παίζεται. Αν και αποτελεί βασικό συστατικό του έργου, η μίξη της κωμωδίας -κυρίως στην αρχή της σκηνής με τη συνομιλία του νεκροθάφτη και του βοηθού του- και της τραγωδίας δεν ταίριαζε στις γαλλικές σκηνικές συμβάσεις, επομένως φαίνεται να μην είχε παιχτεί στο Παρίσι. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος που ο Ντελακρουά δεν δείχνει τον Άμλετ να κρατά το κρανίο του γελωτοποιού του, όπως γινόταν στις παραστάσεις του έργου στην Αγγλία και σε εικονογραφήσεις του κειμένου.
Ο πίνακας είναι απογυμνωμένος από όλες τις περιττές λεπτομέρειες και στολίδια. Μόνο τέσσερις φιγούρες σε ένα μακρινό τοπίο και ο θυελλώδης ουρανός με τα μαύρα σύννεφα. Αυτό επέτρεψε στον Ντελακρουά να επικεντρωθεί στην ανάλυση των χαρακτήρων και στο δράμα που διαδραματίζεται στη σκηνή. Το ζοφερό σκηνικό, με τα σύννεφα που κρύβουν το γαλάζιο του ουρανού και το μαύρο πένθιμο κοστούμι του Άμλετ, δημιουργούν μια μελαγχολική ατμόσφαιρα. Ο νεκροθάφτης με γυμνό στήθος που κρατά ένα κρανίο, είναι αξιοπρόσεκτο θέαμα, αλλά όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στον Άμλετ. Ο Ντελακρουά τον είδε μέσα από τους φακούς του ρομαντισμού και τον απεικόνισε ως έναν χλωμό, μελαγχολικό, αδύναμο και ευγενικό άντρα ντυμένο στα μαύρα. Τα χλωμά και μικρά, σχεδόν θηλυκά χέρια του, ξεχωρίζουν στο σκοτάδι των ρούχων του. Τα μαλλιά του πετούν στον άνεμο και τα θυελλώδη σύννεφα μοιάζουν να αντηχούν τη θυελλώδη κατάσταση της ψυχής του. Χλωμός και μαραμένος, με συλλογισμένη διάθεση, αναλογιζόμενος θέματα ζωής και θανάτου, ο Άμλετ μοιάζει με έναν εύθραυστο κρίνο που μόλις βγήκε από το έδαφος. Ο Άμλετ εικονίζεται ως μια ερωτική φιγούρα και πενθεί τόσο για τον πατέρα του όσο και, σε λίγο, θα πενθήσει και για την αρραβωνιαστικιά του Οφηλία, που πνίγηκε, πιθανώς αυτοκτονώντας, και της οποίας τώρα σκάβουν τον τάφο, αλλά ταυτόχρονα ο Άμλετ δεν σταματά ποτέ να συλλογίζεται και την εκδίκησή του ενάντια στον διεφθαρμένο θείο του και πλέον πατριό του, νυν βασιλιά Κλαύδιο, δολοφόνο του βασιλιά πατέρα του. Ο νεκροθάφτης, με το μισό του σώμα κρυμμένο στην τρύπα που σκάβει, φαίνεται να σπρώχνει το κρανίο στον Άμλετ. Η γραμμή του χεριού του και η οπτική του γραμμή συνδέονται με το πρόσωπο του Άμλετ, σχηματίζοντας μια ισχυρή και δραματική διαγώνιο και καθιστώντας τα μάτια του Άμλετ το επίκεντρο της σκηνής. Ο χειρισμός του θέματος από τον Ντελακρουά πλημμυρίζει από μελαγχολική ένταση. Τα μάτια του Άμλετ σχεδόν μοιάζουν να φλέγονται. Ωστόσο, εδώ ο Άμλετ εμφανίζεται ως μια μάλλον παθητική φιγούρα, καθώς φαίνεται να αποσύρεται, τραβώντας το χέρι του μακριά, σε αντιπαραβολή με τη δραστήρια, γενειοφόρο φιγούρα του φίλου του, Οράτιου. Αυτή η εικόνα είναι αναμφισβήτητα μελοδραματική, αλλά ο Ντελακρουά καταφέρνει να αιχμαλωτίσει μια αίσθηση πένθιμης έντασης, μια απόλυτα ρομαντική άποψη του Άμλετ από τον απόλυτα ρομαντικό ζωγράφο.
Στην σαιξπηρική τραγωδία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια δίνη ερωτημάτων για τον θάνατο και τις λειτουργίες του πένθους στη ζωή των ανθρώπων. Ο παρατεταμένος προβληματισμός για τη φύση του θανάτου κι ο συνεχής υπόκωφος συντονισμός του δραματικού κειμένου με το αίνιγμα της θνητότητας αποτελούν μία από τις κυρίαρχες εμμονές του έργου, το οποίο ακουμπά ανήσυχο στις θεολογικές και μεταφυσικές αγωνίες που διαταράσσουν την εποχή του, αλλά και τον χαρακτήρα του Άμλετ και ενδέχεται να σχετίζονται με τον θάνατο του ενδεκάχρονου μοναχογυιού του Σαίξπηρ, το 1596. Σίγουρα όμως συνδέουν τον μελαγχολικό πρίγκηπα και το ελισαβετιανό κοινό με εμάς σήμερα που δεν φαίνεται να έχουμε κάνει κάποια πρόοδο στη ρύθμιση των σχέσεων μας με τον κόσμο των νεκρών και το «μυστήριον του θανάτου».
Η σκηνή με τον νεκροθάφτη στην αρχή της τελευταίας πράξης του έργου συνιστά μέγιστο μάθημα συνομιλίας με τη θνητότητα, μια μελέτη θανάτου από τις οξυδερκέστερες και τις πιο αδυσώπητες της λογοτεχνίας: φούγκα και παραλλαγές πάνω στη σποδό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ( τις έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης ) και μάθημα για τον καθένα μας. Εδώ, μπροστά στον ανοιχτό τάφο που περιμένει τη σορό της Οφηλίας, φαίνεται να μην υπάρχουν ούτε πνεύματα-φαντάσματα ούτε Καθαρτήριο ούτε ψυχή ούτε μετά θάνατον ζωή ούτε χριστιανική συμφιλίωση με τον θάνατο. Μόνο γη και σποδός και οστά γεγυμνωμένα.
Στη σκηνή που θα δούμε τώρα, ο Άμλετ, που πρόσφατα επέστρεψε από ταξίδι, συναντά με τον «κολλητό» του φίλο Οράτιο, έναν νεκροθάφτη που τραγουδά, καθώς σκάβει έναν τάφο. Ο Άμλετ προσπαθεί να βρει για ποιον είναι ο τάφος και αναλογίζεται για τον θάνατο και την παροδικότητα της ζωής, καθώς βλέπει κρανία να ξεθάβονται, ανάμεσα στα οποία και εκείνου του Γιόρικ, του γελωτοποιού του παλατιού που είχε συναναστραφεί στα παιδικά του χρόνια. Πλησιάζει μια νεκρώσιμη πομπή. Ο Άμλετ σύντομα συνειδητοποιεί ότι το πτώμα είναι της μνηστής του Οφηλίας. Όταν ο αδερφός της νεκρής, ο Λαέρτης, μέσα στη θλίψη του, πηδάει στον τάφο της και καταριέται τον Άμλετ ως αιτία θανάτου της Οφηλίας, ο Άμλετ εμφανίζεται μπροστά σε όλους. Αυτός και ο Λαέρτης συγκρούονται κι έρχονται στα χέρια, με τον Άμλετ να διακηρύσσει την αγάπη και τη θλίψη του για τη νεκρή Οφηλία.
Παρακολουθούμε απόσπασμα της πρώτης σκηνής της πέμπτης πράξης από τηλεοπτική μεταφορά το 2018 παράστασης του έργου, με Άμλετ τον Άντριου Σκοτ.
https://drive.google.com/file/d/1iwLKULqFHlgD1-4UZETSO34FTumCxF7s/view?usp=sharing
Να η μετάφραση από τον Διονύση Καψάλη του αποσπάσματος που είδαμε
https://drive.google.com/file/d/1Tt4W49oBY22ySfmFHqLxyVyLBIJeJGF9/view?usp=sharing
Η ρεαλιστική αυτή σκηνή με τα κωμικά της στοιχεία κυρίως στην αρχή της με τον διάλογο του νεκροθάφτη με τον βοηθό του (που δεν περιλαμβανόταν στην παράσταση που είδαμε) και την ταυτόχρονη απόκοσμη ατμόσφαιρά της εντείνει την επίδραση της τραγωδίας. Υπό αυτή την έννοια, το αποτέλεσμα είναι παράδοξο. Το χιούμορ της προοιωνίζει μια καταστροφή. Είναι η ηρεμία πριν την καταιγίδα.
Ο Σάμουελ Τζόνσον είπε ότι ο Σαίξπηρ είναι πολύ ρεαλιστής στην απεικόνιση του κόσμου. Στον πραγματικό κόσμο, τα βάσανα ενός ατόμου δεν έχουν σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή των άλλων ανθρώπων. Στον πραγματικό κόσμο κάποιοι πάνε χαλαροί να διασκεδάσουν, ενώ κάποιοι άλλοι πάνε να θάψουν τους δικούς τους ανθρώπους. Αυτή η νατουραλιστική απεικόνιση φαίνεται μέσα από τον νεκροθάφτη. Ο θάνατος είναι τραγικός, επώδυνος, ζοφερός, γκροτέσκος. Αλλά ποιος ήξερε ποτέ ότι ο θάνατος θα μπορούσε να διακωμωδηθεί; Eδώ ο νεκροθάφτης εργάζεται με κέφι και τραγούδι, ενώ ξεθάβει τα ανθρώπινα κρανία και εισάγει τη συμβολική διάσταση στο έργο, καθιστώντας συνειδητοποιημένους τους φιλοσόφους του θανάτου.
Αναλύοντας ό,τι είδαμε:
Ο Άμλετ και ο Οράτιος μπαίνουν και πιάνουν κουβέντα με τον νεκροθάφτη. Αν και ο Άμλετ προηγουμένως έχει εκφραστεί μάλλον ευγενικά για την αυτοκτονία και τον θάνατο, τώρα νιώθει αηδιασμένος από τη βρώμα της σήψης. Βλέποντας τον νεκροθάφτη να εργάζονται ανάμεσα στους νεκρούς και να συμπεριφέρεται τόσο χαρούμενα προβληματίζεται. Ο Άμλετ έχει περάσει πολύ από το έργο μιλώντας και σκεπτόμενος τον θάνατο - αλλά το να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με πραγματικά ανθρώπινα λείψανα τον επηρεάζει διαφορετικά από το να αντιμετωπίσει ακόμη και το φάντασμα του ίδιου του πατέρα του. Ο Άμλετ αρχίζει να υπολογίζει τι σημαίνει πραγματικά να τελειώσει μια ζωή, να αρχίσει να αποσυντίθεται και να ξεθωριάζει τόσο από τη σωματική όσο και από τη συναισθηματική μνήμη. Ο νεκροθάφτης και ο Άμλετ συμμετέχουν σε ένα πνευματώδες παιχνίδι από μια σειρά ερωτήσεων και απαντήσεων. Παρόλο που ο Άμλετ είναι κοινωνικά ανώτερος από τον νεκροθάφτη, οι δυο τους είναι ξεκάθαρα διανοητικά ίσοι. Ο νεκροθάφτης συνεχίζει να αντιπαρατίθεται λεκτικά με τον Άμλετ και φαίνεται να μην τον αναγνωρίζει ως τον πρίγκιπα για τον οποίο μιλάει. Είναι επίσης πιθανό ο νεκροθάφτης να αναγνωρίζει τον Άμλετ και απλώς μη δείχνοντάς το, να παίζει μαζί του από περιφρόνηση για τις ανώτερες τάξεις. Όταν ο νεκροθάφτης πετάει ένα κρανίο και το ρίχνει στο έδαφος, ο Πρίγκιπας αναγκάζεται να σκεφτεί τον θάνατο ως τον μεγάλο ισοπεδωτή όλων των ανθρώπων.
Σε όλο το έργο ο Άμλετ έχει εμμονή με τη φυσική αποσύνθεση του σώματος. Ήδη, στην αρχή της τραγωδίας, στον πρώτο του μονόλογο, ο Άμλετ συλλογίζεται:
«Ω αυτή η τόσο στέρεα σάρκα να ‘λιωνε,
σε δροσιά να διαλυόταν.»
Ο ίδιος στοχασμός για τον θάνατο και την ανθρώπινη θνητότητα αναπτύσσεται περαιτέρω στη σκηνή. Η εμμονή του Άμλετ με το θέμα της θνητότητας είναι εμφανής στην ενασχόλησή του με το κρανίο του Γιόρικ, όταν οραματίζεται φυσικά χαρακτηριστικά όπως τα χείλη και το δέρμα που έχουν πλέον αποσυντεθεί από τα οστά. Κατ’ ανάλογο τρόπο, ο Άμλετ είχε σχολιάσει σε προηγούμενη σκηνή του έργου στον πατριό του και νυν βασιλιά Κλαύδιο ότι το σώμα του νεκρού Πολώνιου ήταν σε δείπνο, καθώς το έτρωγαν τα σκουλήκια. Επιμένει στο θέμα του θανάτου και στο γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι γίνονται το κρέας σκουληκιών, ότι όλα όσα ζουν, κάποτε θα πεθάνουν και ότι καμία τάξη ή χρήματα δεν μπορούν να αλλάξουν την ισότητα του θανάτου.
Ο Άμλετ γοητεύεται από την εξισωτική επίδραση του θανάτου και της αποσύνθεσης: μεγάλοι άνδρες και ζητιάνοι καταλήγουν και οι δύο ως σκόνη. Σε αυτήν τη σκηνή, ο Άμλετ διαλογίζεται το ειρωνικό γεγονός ότι οι πολιτικοί, οι δικηγόροι με τα κόλπα τους, οι ιδιοτελείς αυλικοί, οι ματαιόδοξες κυρίες της αυλής που μακιγιάρονται, ακόμη και εκείνοι οι άνθρωποι που θεωρούνται παραδείγματα μεγαλείου σε αυτόν τον κόσμο, δεν είναι τελικά παρά η «πεμπτουσία της σκόνης». Φαντάζεται επίσης τη σκόνη από τα αποσυντιθέμενα πτώματα του Μεγάλου Αλέξανδρου και του Ιουλίου Καίσαρα. Ο Αλέξανδρος πέθανε επίσης και το νεκρό σώμα του έγινε σκόνη με την πάροδο του χρόνου. Η σκόνη είναι χώμα που χρησιμεύει για την κατασκευή τοίχων. Ο αυτοκρατορικός ηγεμόνας Ιούλιος Καίσαρας πέθανε επίσης και το νεκρό σώμα του έγινε επίσης σκόνη. Έτσι ο θάνατος είναι ο μεγάλος ισοπεδωτής.
Επικεντρωνόμενοι τώρα στο κρανίο του Γιόρικ:
Συνειδητοποιώντας ότι κρατά το κρανίο του Γιόρικ -έναν άνθρωπο που κάποτε γνώριζε και αγάπησε- ο Άμλετ εμβαθύνει και συλλογίζεται τη φύση της ζωής, του θανάτου και της φθοράς. Το γεγονός ότι όλα τα μοναδικά και συμπαθή χαρακτηριστικά του Γιόρικ έχουν πλήρως διαγραφεί από τον θάνατο προσθέτει ένα επιπλέον στρώμα μηδενισμού στις υπαρξιακές σκέψεις του Άμλετ. Τίθεται το ερώτημα γιατί κάποιος πρέπει να εκτιμά τη ζωή του ή τις ζωές των άλλων, ή γιατί πρέπει να ενεργεί ηθικά (ή να ενεργεί καν, εν προκειμένω) εάν ο θάνατος καθιστά όλες αυτές τις μεταβλητές στο τέλος ασήμαντες. Ο Άμλετ είναι συντετριμμένος, όταν συνειδητοποιεί με τόσο ξεκάθαρους όρους ότι όλοι οι άνθρωποι καταλήγουν ανώνυμοι και σαπίζουν στο έδαφος. Αυτή η δύσκολη στιγμή επιβεβαιώνει τα συναισθήματά του σε όλη τη διάρκεια του έργου ότι η ζωή του δεν έχει νόημα.
Ο Γιόρικ, ο παλιός γελωτοποιός του παλιού βασιλιά, δεν παίζει κανέναν σημαντικό ρόλο στον Άμλετ, αλλά το κρανίο του παίζει! Ο νεκροθάφτης γνώριζε καλά τον Γιόρικ και το κρανίο του και τον αναφέρει ως «τρελό τύπο». Το κρανίο του Γιόρικ στη σκηνή στο νεκροταφείο συμβολίζει τη ματαιότητα της ζωής, το αναπόφευκτο του θανάτου και την άσκοπη ματαιοδοξία του ανθρώπινου σώματος. Ο Γιόρικ πέθανε πριν από είκοσι τρία χρόνια. Σύμφωνα με την πλοκή του έργου, ο Γιόρικ ήταν γελωτοποιός στην αυλή του τότε βασιλιά και πατέρα του Άμλετ και γνώριζε επίσης καλά τον πρίγκιπα Άμλετ. Και οι δύο τους έπαιξαν και διασκέδασαν μαζί στα παιδικά χρόνια του Άμλετ. Στη μεσαιωνική εποχή και την εποχή της Αναγέννησης, ένας γελωτοποιός διασκέδαζε τη βασιλική αυλή με το χιούμορ του, τις ανοησίες του και τις αστείες αφηγήσεις του. Ένας γελωτοποιός δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στη μεσαιωνική κοινωνία, αλλά ήταν αγαπημένος της βασιλικής οικογένειας και των αυλικών.
Πρώτα απ 'όλα, ο Άμλετ συστήνει τον χαρακτήρα του Γιόρικ στο κοινό. Σύμφωνα με τον Άμλετ, ο Γιόρικ ήταν «ένας άνθρωπος με άπειρο χιούμορ, με εξαιρετική φαντασία». Η δύναμη της φαντασίας του Γιόρικ και η διασκεδαστική στάση του ήταν ελκυστικά στον Άμλετ, όταν ήταν παιδί. Στην παιδική του ηλικία, ο Γιόρικ τον σήκωσε στον ώμο του «χίλιες φορές» και έπαιζε μαζί του. Ο Άμλετ είναι λυπημένος για τον θάνατο του παλιού του συμπαίκτη. Το αναπόφευκτο του θανάτου άρπαξε τον Γιόρικ από τον δύστυχο Άμλετ. Αυτό το μέρος αυτής της σκηνής όπου ο Άμλετ συνομιλεί με ένα κρανίο, εισάγει στην τραγωδία μεγάλη πολυπλοκότητα. Ο Άμλετ, αφού παίρνει το κρανίο του Γιόρικ από τον νεκροθάφτη, λέει: «Αλίμονο, καημένε Γιόρικ! Τον ήξερα, Οράτιε…» Στη συνέχεια, θυμάται για λίγο τα παιδικά του χρόνια με τον Γιόρικ και τον ίδιο να παίζουν μαζί. Το κρανίο του παλιού γελωτοποιού του παλατιού του θυμίζει τη δική του ύπαρξη καθώς και το παρελθόν του. Πυροδοτεί επίσης μερικά βαθύτερα ερωτήματα στο μυαλό του Άμλετ και την υπαρξιακή κρίση που βιώνει εσωτερικά ο ίδιος ο Άμλετ. Ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί το κρανίο του Γιόρικ ως δραματικό όργανο.
Το κρανίο του Γιόρικ έχει λοιπόν συμβολισμό και σημασία σε σχέση με τα θέματα που υιοθέτησε ο Σαίξπηρ στον Άμλετ. Ας τα ξανατονίσουμε:
Το κρανίο του Γιόρικ θυμίζει στο κοινό τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής. Ο Άμλετ κρατώντας το κρανίο στο χέρι του απεικονίζει τη ματαιότητα της ζωής του γελωτοποιού της αυλής. Κάποτε, κατέπλησσε την αυλή του παλατιού με την ιδιοφυΐα του, τώρα ξαπλωμένος σε ένα μοναχικό νεκροταφείο με άλλους κάτω από τη γη έχασε για πάντα από την πνευματική του ικανότητα. Υπάρχει ανάγκη να καταβάλει κανείς επιπλέον προσπάθεια στη ζωή του, αν αυτό έτσι ή αλλιώς οδηγεί στον τάφο; Το κρανίο του Γιόρικ στη σκηνή του κρανίου του Άμλετ είναι σύμβολο του θανάτου, του απόλυτου προορισμού της ζωής (;). Ο Άμλετ που κρατά το κρανίο αντιπροσωπεύει τη δυαδικότητα της ζωής και του θανάτου. Ο Άμλετ συμβολίζει τη ζωή, το κρανίο στο χέρι του απεικονίζει τον θάνατο. Είναι μόνο ένα χέρι η απόσταση μεταξύ τους! «Τα μονοπάτια της δόξας δεν οδηγούν παρά μόνο στον τάφο». Χρησιμοποιώντας το κρανίο του Γιόρικ στον Άμλετ, ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε το διάσημο θέμα «Memento mori» ως δραματική βάση της τραγωδίας του. Αυτή η λατινική φράση σημαίνει «να θυμάσαι ότι πρέπει να πεθάνεις». Το κρανίο του Γιόρικ σε αυτή τη σκηνή απεικονίζει το θέμα του αναπόφευκτου του θανάτου. Το κρανίο του Γιόρικ βάζει τον Άμλετ σε μια υπαρξιακή κρίση. Ο Άμλετ αναλογίζεται τη δική του ύπαρξη από το παλιό αποσυντεθέν κρανίο που κρατάει στα χέρια του. Ο Άμλετ σκέφτεται τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Ιούλιο Καίσαρα, αφού είδε το κρανίο του Γιόρικ. Είχαν πετύχει πολλά, αλλά κατέληξαν να είναι σωματίδια σκόνης. Η ύπαρξη του Άμλετ σε αυτόν τον κόσμο είναι ακριβώς όπως η σκόνη, μετατοπίζεται από το πέρασμα του χρόνου και παίρνει νέες ενσωματώσεις. Το κρανίο οδηγεί τον Άμλετ να αναρωτηθεί πόσο μάταιη είναι η ζωή του. Η σκηνή του κρανίου του Άμλετ έχει μια άλλη συμβολική αλλά ειρωνική αναφορά στο ανθρώπινο σώμα. Το σάπιο και δύσοσμο κρανίο του Γιόρικ παρουσιάζει την εικόνα ενός ανθρώπινου σώματος που σαπίζει. Το σώμα αποθηκεύει διαφορετικά ιδανικά, φυσική αίγλη και, το πιο πολύτιμο από όλα, την ψυχή μας. Στο τέλος της ημέρας, όταν το πουλί βγαίνει να πετάξει, αρχίζει να σαπίζει σαν πατάτα.
Πριν ασχοληθούμε με την ταφή της Οφηλίας, ας ακούσουμε την πλούσια φωνή της θρυλικής αφροαμερικανίδας βαρύφωνης (κοντράλτο) Μάριαν Άντερσον με τη συνοδεία του Φραντς Ρουπ στο πιάνο, στο τραγούδι-lied του 1817 του Φραντς Σούμπερτ «Der Tod und das Mädchen - Ο θάνατος και η κόρη» σε στίχους του ποιητή Ματίας Κλαούντιους.
Das Mädchen:
Vorüber! Ach, vorüber!
Geh, wilder Knochenmann!
Ich bin noch jung! Geh, Lieber,
Und rühre mich nicht an.
Η κόρη :
Ω, φύγε και άσε με!
Άγρια όψη σκελετού!
Είμαι ακόμα τόσο νέα! Ξέχασέ με!
Σε παρακαλώ, φύγε! Μη με αγγίζεις!
Der Tod:
Gib deine Hand, du schön und zart Gebild!
Bin Freund, und komme nicht, zu strafen.
Sei gutes Muts! ich bin nicht wild,
Sollst sanft in meinen Armen schlafen!
Ο θάνατος:
Δώσε το χέρι σου, όμορφο και λεπτό πλάσμα!
Είμαι φίλος και δεν έρχομαι να σε τιμωρήσω.
Να έχεις κουράγιο! Δεν είμαι άγριος,
Θα κοιμηθείς απαλά στην αγκαλιά μου!
https://drive.google.com/file/d/1LwgG6IqPTpH6njbUd1yKxALLCDeT5AX2/view?usp=sharing
Με την είσοδο του βασιλιά Κλαύδιου και της νεκρώσιμης πομπής περνούμε στην επόμενη μονάδα δράσης με την οποία θα τελειώσει η πρώτη σκηνή της πέμπτης πράξης. Ο Άμλετ δεν ξέρει ακόμη ότι η Οφηλία είναι νεκρή — αλλά πρόκειται να παραστεί την κηδεία της. Ο Άμλετ μπορεί να καταλάβει από την εμφάνιση της πομπής τι είδους κηδεία είναι - αλλά δεν γνωρίζει ακόμη την πραγματικότητα για το ποιος κηδεύεται. Αυτό το δεύτερο μέρος της σκηνής, που αποτελείται από την ταφή της Οφηλίας, χρησιμεύει για να αποκαλυφθεί ολόκληρη η προσωπικότητα του Άμλετ, καθώς περατώνεται η αποστασιοποιημένη, στοχαστική διάθεσή του. Η σκηνή της ταφής, στην οποία ο Άμλετ εμφανίζεται ως διαφορετικός άνθρωπος, μας αποκαλύπτει την εσωτερική κατάσταση του μυαλού του. Όταν το σώμα της Οφηλίας τοποθετείται στον τάφο, ο Άμλετ παρακολουθεί τη βασίλισσα μητέρα του να σκορπίζει λουλούδια στο φέρετρο. «Με ομορφιά ραίνω την ομορφιά σου», λέει. «Ήλπιζα ότι θα γινόσουν η γυναίκα του Άμλετ μου». Ο Άμλετ συνειδητοποιεί τώρα ότι είναι η Οφηλία εκείνη που βρίσκεται νεκρή στο φέρετρο. Ο ιερέας μιλάει ελάχιστα για το πώς η ισχυρή οικογένεια της Οφηλίας της εξασφάλισε μια ωραία χριστιανική ταφή. Ο ιερέας φαίνεται να υπονοεί ότι η Οφηλία δεν ήταν παρθένα όταν πέθανε — αλλά της επετράπη να ταφεί ως μία, όπως της επετράπη να λάβει τελετές κηδείας παρά το γεγονός ότι φαίνεται πως αυτοκτόνησε. Ο Λαέρτης δεν αντιμετωπίζει με ευγένεια τα λόγια του ιερέα για την πρόσφατα νεκρή αδερφή του και λέει ότι η Οφηλία θα είναι άγγελος, ενώ ο ιερέας θα ουρλιάζει στην Κόλαση. Ο Λαέρτης, που δεν μπορεί πλέον να συγκρατηθεί, φωνάζει με θλίψη και μετά πηδά μέσα στον τάφο, ζητώντας να τον θάψουν μαζί με την αδερφή του. Σε αυτό το σημείο ο Άμλετ τους φανερώνεται και απαιτεί να μάθει γιατί ο Λαέρτης τονίζει τόσο τη λύπη του. Λέει:
«Την Οφηλία εγώ την αγαπούσα.
Σαράντα δυο χιλιάδες αδερφοί
Δεν θα την αγαπήσουν όσο εγώ,
Κι ας παν να κάνουν έρανο αγάπης.»
Εδώ ο Άμλετ βγαίνει από την προσποιητή τρέλα του, όταν αντιμετωπίζει την πραγματικότητα του θανάτου της Οφηλίας, της νεαρής γυναίκας που πάντα αγαπούσε. Του ραγίζει την καρδιά να παρατηρεί την ταφή της Οφηλίας και να συνειδητοποιεί ότι την έχασε για πάντα. Αποκλειστικά απασχολημένος με την εκδίκησή του ενάντια στον πατριό του βασιλιά Κλαύδιο, ξέρει ότι την «άφησε» να γλιστρήσει από τα χέρια του στο ποτάμι. Τώρα νιώθει εντελώς μόνος, έχοντας χάσει τον πατέρα του, τη μητέρα του που έγινε γυναίκα του θείου του και την αληθινή του αγάπη. Όταν δεν αντέχει άλλο τον πόνο, πηδά στον τάφο της Οφηλίας δίπλα στον Λαέρτη. Αυτή η εντελώς ανθρώπινη απάντηση από τον Άμλετ καταδεικνύει ότι καμία φιλοσοφία δεν μπορεί να μειώσει τον πόνο της καρδιάς και ότι καμία εκδίκηση δεν μπορεί να καλύψει το κενό που αφήνει ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Ο Άμλετ και ο Λαέρτης προσπαθούν να επιβληθούν ο ένας στον άλλον – με μάλλον γελοίο τρόπο - σε μια προσπάθεια να αποδείξουν ότι ο καθένας τους αγαπούσε περισσότερο την Οφηλία. Κανένας από τους δύο δεν φαίνεται ικανός να δεχτεί τον θάνατό της και ο καθένας πιστεύει ότι ο άλλος φταίει κατά κάποιο τρόπο. Αυτή η νοσηρή σκηνή στον τάφο καταδεικνύει πόσο θλιβερά κακώς προετοιμασμένοι είναι και οι δύο άνδρες για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα του θανάτου - ακόμα κι όταν ποθούν ο ένας τον χαμό του άλλου.
Η όλη σκηνή στο νεκροταφείο επιτρέπει στο κοινό να δει ξανά τον Άμλετ στην κανονική του διάθεση. Διαθέτοντας μια λεπτή αίσθηση του χιούμορ, είναι ικανός να εκτιμήσει την εξυπνάδα του νεκροθάφτη, ακόμα και εν μέσω των προβλημάτων του. Διαθέτοντας ένα βάθος ευαισθησίας και συγκίνησης, ο Άμλετ απελευθερώνεται από την προσποίηση και εκφράζει ανοιχτά τη θλίψη του μπαίνοντας στον τάφο της Οφηλίας. Δεν αντιλαμβάνεται ότι σύντομα θα μπει στον δικό του τάφο.