ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΑΤΡΙΚΗ
MED2135 - Α. Χ. Λάζαρης, Καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής - Κ. Καλαχάνης, Δρ Φιλοσοφίας - Μ. Γιάνναρη, M.Ed.
ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ "ΕΞΟΔΟ" ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ "ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ"
Περιγραφή
Ο Αισχύλος είναι ένας μεγάλος ποιητής μας που βρίσκεται στην αρχή της μορφοποίησης της αρχαίας ελληνικής δραματικής ποίησης. Στα έργα του θίγονται ποικίλα θέματα: κοινωνικά, ποιητικά, μεταφυσικά. Όλα τα έργα του δίνονται με στέρεη δομή και με λυρικές εξάρσεις. Στον «Αγαμέμνονα», πρώτο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια» με θέμα τον μυκηναϊκό μυθικό κύκλο, ο αρχιστράτηγος της μυθικής τρωικής εκστρατείας Αγαμέμνων επιστρέφει νικητής στις πελοποννησιακές Μυκήνες από την Τροία, φέρνοντας μαζί του ως παλλακίδα την Κασσάνδρα, την κόρη του βασιλιά Πρίαμου της Τροίας. Ο μυθικός βασιλιάς των Μυκηνών κουβαλάει πάνω του μια προγονική κατάρα που θα την κληροδοτήσει στον κύκλο των άμεσων απογόνων του. Η δολοπλόκα μοιχαλίδα βασίλισσα Κλυταιμνήστρα με τη δεινή επιτήδευσή της θα εξαπατήσει για τις προθέσεις της τον χορό των γερόντων - συλλογικό πρόσωπο με μια παρουσία τόσο δυναμική όσο σε κανένα άλλο έργο της αρχαίας δραματικής ποίησης - και θα οδηγήσει τον Αγαμέμνονα, με το ξεπέρασμα των δισταγμών του, να μπει για τελευταία φορά στο παλάτι του και να γίνει θύμα της, μαζί με την Κασσάνδρα. Η μοιχαλίδα βασίλισσα Κλυταιμνήστρα δολοφονεί τον σύζυγό της ισχυριζόμενη πως εκδικείται τη θυσία της κόρης της, Ιφιγένειας, στην Άρτεμη, από τον πατέρα της Αγαμέμνονα, ανοίγοντας τον κύκλο εγκλήματος, εκδίκησης και τιμωρίας. Το έργο θα κλείσει στην «Έξοδο» με την προσπάθεια δικαιολόγησης από την Κλυταιμνήστρα ενώπιον του χορού της τραγωδίας, της αποτρόπαιης πράξης της και με τις απειλές του ερωμένου της, Αίγισθου για τιμωρία όσων δεν δείξουν νομιμοφροσύνη στους νέους κατόχους της εξουσίας.
Η Κλυταιμνήστρα είναι η τρομερή γυναίκα με την παράξενη ομορφιά, η «γυναίκα μη τρόπαιο», η γυναίκα που είναι γεννημένη για βασίλισσα. Η γυναίκα που αναλαμβάνει τα ηνία της εξουσίας με άνεση και εκφράζει το θηλυκό πρότυπο του ηγεμόνα, ασκώντας δικαιώματα, ερωτοτροπώντας ελεύθερα με τον ξάδερφο του συζύγου της, Αίγισθο, όπως άλλωστε ερωτοτροπεί και ο σύζυγός της με τις σκλάβες του. Όταν ο Αγαμέμνων επιστρέφει από την Τροία θριαμβευτής, γεμάτος πλούτη, σκλάβες και λάφυρα, η Κλυταιμήστρα, που φέρει επάξια τον διπλού πέλεκυ της εξουσίας στο χέρι, δεν θα παραδώσει αυτήν την εξουσία στον άντρα της και δεν θα ανεχθεί την παρουσία της νεαρής εγκύου ερωμένης του, της γυναίκας-τροπαίου, της Κασσάνδρας, στο παλάτι της. Παράλληλα, κατά τη δεκαετή απουσία του, η Κλυταιμνήστρα έχει κι αυτή βρει ερωτικό σύντροφο και στήριγμα στο πρόσωπο του Αιγίσθου, εξαδέλφου του Αγαμέμνονα. Αυτός με τη σειρά του θεωρεί ότι του ανήκει δικαιωματικά ο θρόνος και βρίσκεται κι εκείνος δέσμιος δραμάτων από το παρελθόν, σε μια αδιάκοπη ροή εγκλημάτων πάθους, αιμομιξιών και λατρείας για την εξουσία.
Ο «Αγαμέμνων», το α΄μέρος της μεγαλειώδους τριλογίας «Ορέστειας» του Αισχύλου παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 458 π.Χ., κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στους ετήσιους δραματικούς αγώνες. Ο «Αγαμέμνων» συνιστά έναν οιωνό, τόσο θεματικά όσο και εννοιολογικά, των ανόσιων πράξεων, σχέσεων, ρωγμών αλλά και της κάθαρσης που ακολουθούν στα άλλα δύο μέρη της τριλογίας, ήτοι στις «Χοηφόρες» και στις «Ευμενίδες». Ο «Αγαμέμνων», όπως προείπαμε, περιγράφει την επιστροφή του πορθητή της Τροίας, την εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας για τη θυσία της κόρης τους Ιφιγένειας και τη συζυγική απιστία μεταξύ Κλυταιμνήστρας και Αιγίσθου, εξάδελφου του Αγαμέμνονα. Τα αιματοβαμμένα χνάρια αυτής της φρικτής ενδοοικογενειακής καταστροφικότητας, αλλά και η εξέλιξή της, εδράζονται σε μια παλαιά ύβρη, εκείνη την καταχθόνια ανάγκη υπέρβασης των προσωπικών ορίων. Μια ύβρη που σπαράζει από ανομολόγητες πράξεις∙ προδοσίες, μοιχείες, φόνοι, μακάβρια γεύματα και κανιβαλισμός τέκνων που, ξεκινώντας από τον Τάνταλο, κληροδοτούνται στον γιό του, Πέλοπα, στους γιούς του, Ατρέα και Θυέστη, κυριαρχούν σε όλη την «Ορέστεια» και λύονται στην τελευταία τραγωδία της τριλογίας, στις «Ευμενίδες» από τον γιό του Αγαμέμνονα, Ορέστη, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς.
Κεντρικό γνώρισµα της τριλογίας είναι η κοσµοθεωρία του Αισχύλου περί «µεταβαίνοντος δικαίου». Ο Αισχύλος αξιοποιεί έναν µύθο της εποχής του – την κατάρα των Ατρειδών – ως εφαλτήριο για να αναδείξει µε τη θεατρική δράση στο έπακρο, την τετραδιάστατη τραγική υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής: Ανάγκη, Ύβρη, Άτη και Δίκη. Αυτές οι τέσσερις κινητήριες δυνάµεις παράγουν και ανατροφοδοτούν διαρκώς τον αέναο κύκλο της βίας και των δεινών πάνω στους ανθρώπους µε σαφή κοινωνικά και πολιτικά υπονοούµενα. Ο Αισχύλος προτείνει στο τέλος της τριλογίας την εξίσωση του ανθρώπου µε τη θεότητα, µεταλλάσσοντας τη Δίκη από εκδίκηση σε δικαιοσύνη, έτσι ώστε να µπορεί να κλείσει οριστικά ο κύκλος της βίας στην ανθρωπότητα και να επέλθει στην ανθρώπινη κοινωνία µία τέλεια ηθική τάξη και αρµονία. Πράγµα που προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και αναγνωρίζουν τη θεότητα όχι έξω από αυτούς αλλά εντός τους. Συµπερασµατικά, µέσα στην κοσµοθεωρία αυτή, µε την άρση του διαχωρισµού του ανθρωπίνου και του θείου στοιχείου, οι χαρακτήρες της Ορέστειας αναβιβάζονται σε τιτάνιες µορφές, γίνονται υπεράνθρωπες, υπερβατικές οντότητες. Η δικαιοσύνη ως µήνυµα, ηθικό αίτηµα και πανανθρώπινη επιταγή αποτελεί το κλασικό διαχρονικό περιεχόµενο της Ορέστειας, καθιστώντας αυτήν την τριλογία πάντα επίκαιρη και συμβολική.
Μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας δεν απευθύνεται μόνο σε ανήσυχα πνεύματα και υψηλής παιδείας θεατές. Είναι μια παράσταση για το κοινό, για όλον τον κόσμο, όπως και μια σημερινή θρησκευτική λειτουργία. Όλα τα αγωνιώδη ανθρώπινα ερωτήματα προβάλλονται μέσα από την ποιητική εκμετάλλευση προϋπαρχόντων μύθων, τους οποίους παρείχε η πλούσια προφορική παράδοση, ο Όμηρος και (λιγότερο) η λυρική ποίηση και τους οποίους ο τραγικός ποιητής ή δεχόταν ως είχαν ή τους τροποποιούσε ανάλογα με τις προθέσεις του. Εδώ τα ανθρώπινα πάθη αποχτάνε τα συγκεκριμένα τους σύμβολα, γίνονται πρόσωπα τραγικά, που παλεύουν ενάντια σε δυνάμεις αόρατες και ανίκητες (Έρις, Άτη, Μήνις, Μοίρα, Αλάστωρ, Πειθώ) όπως και ενάντια στους θεούς. Στον Αισχύλο -όπως και στους άλλους τραγικούς- η σχέση ανθρώπου-θείου ήταν πολύ διαφορετική απ' όσο σήμερα, θα έλεγε κανείς πως ήταν άμεση. Αυτή η αμεσότητα που δεν υπάρχει σήμερα ή τουλάχιστον δεν υπάρχει σε τόσο βάθος, ή υπάρχει σε λιγότερους πιστούς απ' όσους τον Ε' αιώνα π.Χ., είναι σίγουρα ένα εμπόδιο για τον σύγχρονο ερμηνευτή να διεισδύσει στο πνεύμα του τραγικού ποιητή. Δεν μπορεί κανείς απαλλαγμένος εντελώς από τις σύγχρονες ιδέες, μ' ένα άλμα να μετατεθεί είκοσι πέντε αιώνες πίσω, να γίνει θεατής του 458 π.Χ., καθισμένος στο θέατρο δίπλα σ' έναν Αθηναίο σύγχρονο του Αισχύλου. Κατ' ανάγκη κάθε ερμηνεία της τραγωδίας θα έχει μέσα της κάτι από το σύγχρονο πνεύμα του ορθολογισμού. Έχοντας υπόψη αφενός αυτό το αναπόφευκτο κι αφετέρου το ότι ο Αισχύλος δεν έχει υποστεί τις συνέπειες από τις ταραχές που προκάλεσε στην πνευματική ζωή της εποχής εκείνης η σοφιστική, όπως τις υπέστη ο νεότερός του, Ευριπίδης, πρέπει να είναι κανείς προσεχτικός και να μη βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα σχετικά με την ηθική διδασκαλία του Αισχύλου, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καν ή ότι είναι αντιφατική.
Ο «Αγαμέμνων», λοιπόν, ένα σκοτεινό ταξίδι στα άβατα μίας παλαιάς μήνης και στον αέναο, διακαή πόθο της εκδίκησης. Ανίεροι φόνοι, ύβρεις, οργή και μια αρχέγονη κατάρα που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά, ξεσκίζοντας τις σάρκες του οίκου των Ατρειδών, εις το πορφυρό όνομα μιας πορφυρής μοίρας. Η τραγωδία κορυφώνεται στην "Έξοδο" με το άνοιγμα της πύλης του παλατιού και την Κλυταιμνήστρα να στέκεται πάνω από τα πτώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας, το έργο της, σε μια μανική – σχεδόν ηδονική – έκσταση, που αποφορτίζεται σε έναν αιμοσταγή μονόλογο, μια πρωτόγονη, σχεδόν υβριστική, επιβολή του μητριαρχικού δικαίου που εκπροσωπεί η Κλυταιμνήστρα και φέρεται να σφραγίζει τη μοίρα των Ατρειδών, μια πρωτόγονη μορφή Δίκης, η οποία θα μετουσιωθεί λυτρωτικά αργότερα, στις "Ευμενίδες" δηλ. στο τελευταίο έργο της "Ορέστειας".
Θα ασχοληθούμε τώρα με τρία θεατρικά αποσπάσματα από την «Έξοδο» του «Αγαμέμνονα» στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, σε όποιο βαθμό βέβαια είναι δυνατόν μαγνητοσκοπημένα αποσπάσματα να μας μεταδώσουν τη «ζωντανή» συγκίνηση της θεατρικής πράξης: κατά σειρά, το πρώτο είναι ηχητικό απόσπασμα από παράσταση του Εθνικού Θεάτρου το 1965 σε σκηνοθεσία Α. Μινωτή με την Κ. Παξινού ως Κλυταιμνήστρα, το δεύτερο είναι αντίστοιχο του πρώτου, απόσπασμα παράστασης του Θεάτρου Τέχνης το 1982 σε σκηνοθεσία Κ. Κουν με τη Μ. Λυμπεροπούλου ως Κλυταιμνήστρα και το τρίτο είναι από θεατρική παράσταση του Εθνικού Θεάτρου διασκευής του «Αγαμέμνονα» και σκηνοθεσίας Γ. Χουβαρδά με την Κ. Καραμπέτη ως Κλυταιμνήστρα.
https://drive.google.com/drive/folders/15VXLIi07V1FNTTacVFyFNPnvqKvvHiob?usp=sharing
Οι προραφαηλίτες, γνωστοί και ως η «αδελφότητα των Προραφαηλιτών», ήταν μία ομάδα κυρίως Άγγλων ζωγράφων που ιδρύθηκε το 1848 με αίτημα την ανανέωση της ζωγραφικής μέσω της μίμησης Ιταλών ζωγράφων, προγενέστερων του Ραφαήλ. Η κίνησή τους γνώρισε μεγάλες αντιδράσεις από το κατεστημένο της εποχής.
Τώρα ας μελετήσουμε δύο πίνακες του προραφαηλίτη ζωγράφου Τζ. Κόλιερ με θέμα την Κλυταιμνήστρα στην κορύφωση, στην «Έξοδο» του "Αγαμέμνονα". Στον παραπάνω πρώτο πίνακα του 1882 η Κλυταιμνήστρα στέκεται σε μια πόρτα, κρατά μια κουρτίνα με το ένα χέρι και ακουμπά το άλλο της χέρι στην πολύ μακριά λαβή ενός δικέφαλου τσεκουριού που στάζει αίμα στο πάτωμα. Τα ρούχα της είναι επίσης ματωμένα, ενώ στο σκοτεινό δωμάτιο φαίνεται αμυδρά ένα σώμα.
Στην «διορθωμένη» εκδοχή του 1912 (βλ. παρακάτω), έχουμε να κάνουμε με μια στιγμή εσωτερικευμένων αλλά ισχυρών συναισθημάτων της Κλυταιμνήστρας. Το μόνο σημάδι κίνησης, το ίχνος του αίματος, οδηγεί το μάτι του θεατή εκτός σκηνής, στον τόπο του εγκλήματός της. Το παρόν θέμα του Κόλιερ με την πιο σωματική διάστασή του μπορεί να αποτελεί έναν ειρωνικό παραλληλισμό με την άγρια και αδυσώπητη οργή της Άρτεμης, της θεάς του κυνηγιού, στην οποία θυσιάστηκε η κόρη της Κλυταιμνήστρας, Ιφιγένεια, από τον πατέρα της, Αγαμέμνονα για να κατευνάσει την οργή της Άρτεμης. Το ακάλυπτο στήθος της Κλυταιμνήστρας μάς θυμίζει τη μητρότητα, άρα την αιτία της εκδίκησής της. Χρησιμεύει επίσης ως ένδειξη της ευαλωτότητας της Κλυταιμνήστρας, καθώς η ίδια θα δολοφονηθεί κάποια χρόνια αργότερα από τον γιο της Ορέστη.