ΣΤΙΣ ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΕΒΡΙΔΕΣ
Οι Εβρίδες, νησιωτικό σύμπλεγμα και αρχιπέλαγος στις δυτικές ακτές της Σκωτίας, άγριες και απομονωμένες, με γκρεμούς αλλά και παραλίες με λευκή άμμο, με την ομίχλη να πηγαινοέρχεται και να τους δίνει μια διαχρονική, αλλόκοτη ποιότητα. Δεν μιλάς για ν’ ακούς τα πουλιά και τα κύματα κι αν το κάνεις, είναι μόνο ψιθυριστά.
Τόμας Μόραν: Το σπήλαιο του Φίνγκαλ, Νήσος Στάφα, Σκωτία (1884-5). Ζοφερός αέρας μυστηρίου περιβάλλει το σπήλαιο του Φίνγκαλ, στο απομακρυσμένο νησί Στάφα, στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της Σκωτίας.
Γιόζεφ Μάλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ: Στάφα, Το σπήλαιο του Φίνγκαλ (1831-2).
Η τέχνη και ο χρόνος έχουν μια πολύ δύσκολη σχέση μεταξύ τους. Ένα έργο τέχνης θα μπορούσε να είναι διαχρονικό, εμπνέοντας αμέτρητες ερμηνείες από ανθρώπους για αιώνες μετά τη δημιουργία του. Από την άλλη πλευρά, ένα έργο τέχνης μπορεί να κολλήσει στην εποχή του, αποτελώντας για εμάς μια πύλη να διαβούμε στο παρελθόν και επιτρέποντάς μας να ζήσουμε τη ζωή εκείνων που υπήρξαν πριν από εμάς. Η τέχνη μπορεί ακόμη και να χαθεί μέσα στον χρόνο, σαν ένα μπερδεμένο κομμάτι που μας κάνει να αναρωτιόμαστε πώς ζούσαμε εμείς το δικό μας παρελθόν. Το πάντρεμα τέχνης και χρόνου είναι τόσο βαθύ όσο και συναρπαστικό. Ο παραπάνω πίνακας του Ουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851) μπορεί να μας μιλήσει ιδιαίτερα γι’ αυτές τις πτυχές της σχέσης τέχνης και χρόνου.
Με την πρώτη ματιά, είναι απλώς κάποιο τοπίο, μια σκούρα φιγούρα καπνού φουσκώνει στο βάθος, σύννεφα, κι αυτό είναι περίπου όλο. Αλλά μέσα στην απλότητά του είναι πραγματικά εκεί που βρίσκεται η ομορφιά του. Οι συνθήκες δημιουργίας αυτού του έργου είναι πολύ απλές: ο καλλιτέχνης πήγε ένα ταξίδι με ατμόπλοιο στο νησί Στάφα· μια καταιγίδα ξέσπασε κατά τη διάρκεια της μετάβασής του στη στεριά κι έτσι ζωγράφισε τη σκηνή. Αυτή η περιγραφή κάνει τώρα το κομμάτι αρκετά ξεκάθαρο. Όμως, στις μέρες μας, ο μεγάλος απειλητικός καπνός απ' το ατμόπλοιο του πίνακα δυνητικά παραπέμπει σε σύγχρονες εικόνες εργοστασίων και την επίδρασή τους στο κλίμα. Έτσι, μια σύγχρονη αίσθηση μηδενισμού είναι πιθανό να δημιουργηθεί σε εμάς από αυτό το έργο με την ψηλή μαύρη φιγούρα του φουσκωμένου καπνού. Είναι πια μια τόσο κοινή εικόνα που τώρα, σχεδόν διακόσια χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να απεικονίζει κάτι αναγνωρίσιμο και πολιτιστικά σχετικό με τη σημερινή κοινωνία. Μας μιλάει όχι μόνο η δύναμη του σκοταδιού μέσα από τον καπνό στο έργο, αλλά και το πόσο πραγματικά διαχρονική μπορεί αυτή να γίνει, βλέποντάς την στο σήμερα.
Η χρήση του φωτισμού σε αυτόν τον ζωγραφικό πίνακα είναι πολύ διαφορετική από τα προηγούμενα έργα του Τέρνερ με το εμφανές λευκό φόντο τους να κάνει αντίθεση στις περιοχές της σκιάς μέσα τους. Εδώ, το λαμπρό λευκό είναι πολύ σιωπηλό, σχεδόν γκρι. Αυτή η θολούρα του πίνακα προσθέτει πραγματικά μια έντονη αντίθεση στον σαφή σκοτεινό μηδενισμό του καπνού και δημιουργεί μια κατάσταση σύγχυσης στον κόσμο των χρωμάτων. Τώρα, αναλογιζόμενοι το ιστορικό πλαίσιο αυτού του κομματιού, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια εικόνα ενός κόσμου στην αυγή της βιομηχανικής επανάστασης. Απεικονίζεται ένας κόσμος όπου ναι, υπόσχεται ένα φωτεινό μέλλον. Τα μηχανήματα όπως το ατμόπλοιο με τον καπνό του δεσπόζουν ήδη αρκετά αποσπώντας την προσοχή μας ως μια εκκωφαντική αλλαγή στην κατάσταση του τότε κόσμου. Ένα απόσπασμα από τον ίδιο τον Τέρνερ που θυμάται την καταιγίδα, βοηθά αυτή τη θεώρηση: «Ο ήλιος που κατευθύνεται προς τον ορίζοντα, σκάει μέσα από το σύννεφο της βροχής, θυμωμένος». Η προσωποποίηση του θυμωμένου ήλιου σε απόσταση προσθέτει την αίσθηση ενός αλλαγμένου και πικρού νέου κόσμου.
Τα στοιχεία του πίνακα, όπως ο θυμωμένος ήλιος στη γωνία, είναι πραγματικά πιο δύσκολο να εκτιμηθούν όσο περνούν τα χρόνια. Αυτό αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα τον «χορό» μεταξύ τέχνης, χρόνου και αφάνειας. Το νόημα της παρουσίας του καπνού στον πίνακα, ενώ μπορεί σήμερα να ερμηνευθεί σαν ένα μεγάλο εργοστάσιο από μακριά, αποδεικνύει χωρίς αμφιβολία ότι το σημερινό νόημα αυτού του έργου στη μεταβιομηχανική μας εποχή ήταν αναπόφευκτα «χαμένο» στην εποχή που φτιάχθηκε. Ο τρόπος με τον οποίο η σπηλιά, η θάλασσα και ο ουρανός δεν ορίζονται με τόλμη, μπερδεύει το μάτι του σύγχρονου θεατή κι αυτό δημιουργεί σχεδόν μια ανάγκη στον θεατή να αναζητήσει κάποιο νόημα πέρα από το χρονικό όριο του έργου. Το μόνο που διακρίνεται ευχερώς είναι ο ψηλός καπνός που βγαίνει και γι' αυτό ίσως καταλήγουμε σε αυτό το σύγχρονο συμπέρασμα για το τι πρέπει να σημαίνει. Αλλά έτσι πραγματικά προστίθεται ένα άλλο θαυμαστό επίπεδο σε όλα αυτά. Το γεγονός ότι μπορούμε να κοιτάξουμε την ημερομηνία και να πούμε «Α, αυτό δεν μπορεί να αφορά την κλιματική αλλαγή» μάς κάνει να αναρωτιόμαστε «Λοιπόν, τι να ήθελε να δείξει τότε;» Κι έτσι η απορία αυτού που το έργο αντιπροσώπευε στον δικό του χρόνο μάς διεγείρει να εκτιμήσουμε το έργο του Τέρνερ μέσα στην ίδια του την εποχή και να διερευνήσουμε την τότε σημασία του.
Ο Τέρνερ είναι πραγματικά ένας καλλιτέχνης που αντιπροσωπεύει το τι σημαίνει να «χορεύεις» με τον χρόνο. Όχι μόνο το έργο του έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου· φυσικά και άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ζωγραφίζουν το φως, αλλά και η τέχνη του αντιπροσωπεύει μια διαφορετική εποχή που μας είναι ταυτόχρονα πολύ οικεία όσο και άγνωστη. Ο χρόνος και η τέχνη ρέουν μαζί όμορφα και φυσικά, ακόμα κι αν αυτό που σημαίνει η τέχνη για τους ανθρώπους αλλάζει με τον χρόνο. Ο χρόνος αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο στοχαζόμαστε για την τέχνη, ενώ η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο στοχαζόμαστε για τον χρόνο. Αυτό το έργο μπορεί πραγματικά να σε αγγίξει σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Αυτός ο σκοτεινός καπνός, χαμένος στον χρόνο, μπορεί να μιλάει πραγματικά για το τι σημαίνει να δημιουργείς τέχνη.
Μετά από μακρά περίοδο σχετικού παραγκωνισμού της μουσικής του, λόγω των μεταβαλλόμενων μουσικών προτιμήσεων και του επικρατούντος αντισημιτισμού στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργική πρωτοτυπία του συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (1809-1847) έχει πλέον αναγνωριστεί και επανεκτιμηθεί. Ο Μέντελσον περιλαμβάνεται, πλέον, στους πιο δημοφιλείς συνθέτες της πρώιμης ρομαντικής εποχής στη μουσική, μετά την κλασική εποχή, αν και ο θεωρούμενος ως «συντηρητισμός» του προκάλεσε αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη σκληρότατη κριτική που δέχτηκε από τον Βάγκνερ. Ο Μέντελσον θεωρείται συχνά ως ένας κλασικός-ρομαντικός συνθέτης του οποίου το ύφος ενσωμάτωσε με παράδοξο τρόπο στοιχεία κλασικής ισορροπίας της μουσικής φόρμας και ελέγχου της με χάρη από τη μια πλευρά και ρομαντικής υποκειμενικότητας και φαντασίας από την άλλη.
Ο συνθέτης είχε πει κάποτε: «Είναι μέσα στις εικόνες, τα ερείπια και το φυσικό περιβάλλον που βρίσκω την περισσότερη μουσική». Ίσως κανένα έργο και κανένα περιβάλλον δεν ήταν εξίσου ταιριαστά για μια επιτυχημένη μουσική σύνθεση όπως το ταξίδι του Μέντελσον στη Σκωτία και η σύνθεση της αυτόνομης ορχηστρικής εισαγωγής «Οι Εβρίδες ή H σπηλιά του Φίνγκαλ, έργο 26». Την άνοιξη του 1829 ο συνθέτης πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι του στη Μεγάλη Βρετανία και το καλοκαίρι επισκέφθηκε τη Σκωτία, όπου εμπνεύστηκε τις «Εβρίδες» και τη «Συμφωνία αρ. 3», γνωστή και ως «Σκωτική». Η ορχηστρική εισαγωγή του Μέντελσον «Οι Εβρίδες», ένα από τα πιο γνωστά έργα του σπουδαίου αυτού Γερμανού συνθέτη, σχεδιάστηκε κατ’ αρχήν από τον 21χρονο συνθέτη, εν πλω προς το σκωτσέζικο νησί της Στάφα. Κατά την παραμονή του στη Σκωτία επισκέφθηκε το σπήλαιο του Φίνγκαλ, ένα θαύμα της φύσης, που ήταν ήδη τουριστικό αξιοθέατο. Τόσο εντυπωσιάστηκε από το τοπίο, ώστε σε μια επιστολή προς την αδελφή του Φάνι σημείωνε: «Για να δεις πόσο ξεχωριστά με επηρέασαν οι Εβρίδες, σου στέλνω τις νότες αυτές, έτσι όπως μου κατέβηκαν στο κεφάλι». Οι νότες της επιστολής ήταν η «μαγιά» της εν λόγω ορχηστρικής εισαγωγής. Η πρεμιέρα της οριστικής μορφής της σύνθεσης δόθηκε στο Βερολίνο το 1833.
Αν και έργο προγραμματικής μουσικής, η ορχηστρική εισαγωγή «Εβρίδες» δεν αφηγείται κάποια ιστορία. Περιγράφει συναισθήματα και διαθέσεις και θεωρείται ένα από τα πρώιμα ιμπρεσιονιστικά έργα στη μουσική. Αποτελείται από δύο κύρια θέματα. Το πρώτο, γεμάτο λυρισμό, περιγράφει τη δύναμη και την εκπληκτική ομορφιά της σπηλιάς και παραπέμπει σε συναισθήματα μοναξιάς και απομόνωσης, ενώ το δεύτερο θέμα αποτυπώνει τους ήχους της θάλασσας και τις εναλλαγές τους σε φάσεις ηρεμίας και θαλασσοταραχής, ήτοι το μουρμουρητό της θάλασσας και τα λυσσασμένα κύματα που σκάνε στα βράχια, αλλά και τις κραυγές των θαλάσσιων πουλιών.
Νιώστε τη φουσκοθαλασσιά, την άμπωτη και τη ροή της θάλασσας με τα κύματα να σπρώχνουν το σκάφος σας και τα δραματικά κρεσέντο και τα sforzandi να παραπέμπουν στη συντριβή των κυμάτων στους βράχους, ακούγοντας την εκτέλεση του έργου από τη Φιλαρμονική του Ισραήλ με τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, από συναυλία τους στο Μόναχο το 1979.
ΜΕΝΤΕΛΣΟΝ Οι Εβρίδες. Φιλαρμονική του Ισραήλ, Λ. Μπέρνσταϊν, 1979.mp3
Κι ας αποχαιρετήσουμε τώρα την ατμόσφαιρα των Εβρίδων με το πρόσφατο ποίημα του Βρετανού ποιητή Πήτερ Ρίις «Θυελλώδης Καιρός» (2021).
Θυελλώδης Καιρός
Φύκια και θρύψαλα το κοχύλι σαν οβίδες,
σε δίνη εκσφενδονίστηκαν στην ακτή.
Θέριεψε πια ο άνεμος που φυσούσε,
όταν από τη σηκωμένη άμμο σκίστηκαν του θέρους οι βλαστοί.
Τέτοια η καταιγίδα του φθινοπώρου.
Το χιονόνερο σε φύλλα οριζόντια το φύσηξε ο άνεμος,
καθώς διπλά λυγισμένες οι μορφές πολεμούσαν βήμα-βήμα
να βγουν να περπατήσουν, αλλά μικρή η πρόοδός τους, δεμένες σπίτι τους παρέμεναν.
Σ' ένα φουσκωμένο γκρι ο ουρανός χαμένος, ερημωμένος.
Τέτοια η καταιγίδα του χειμώνα.
Ανελέητα ο άνεμος τον ωκεανό παρέσερνε
με ακόμα περισσότερη βροχή τη μουλιασμένη τύρφη να φουσκώνει.
Σε εμπόλεμη γη καθημερινός κατακλυσμός,
τους σπόρους της νεογέννητης ζωής με ελπίδα ανακατεύοντας.
Τέτοια η καταιγίδα της άνοιξης.
Οι γκρίζοι ουρανοί γυρνάνε στο γαλάζιο και τώρα ένα αεράκι
την πολυπόθητη μεταμόρφωση προαναγγέλλει.
Με χρώματα ουράνιου τόξου ευλογημένη η Μητέρα Γη
όλα τα νησιά της δύσης τα χαϊδεύει, τα ξαναγεννά.
Γλυκό το καλοκαίρι δεν γνωρίζει καταιγίδα.
Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024 - 4:07 μ.μ.
Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024 - 5:10 μ.μ.