ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΑΠΟ ΧΡΥΣΟ - FIRENZE È D'ORO
Κέντρο εμπορίου κατά τον Μεσαίωνα, η Φλωρεντία κυβερνήθηκε από την οικογένεια των Μεδίκων. Θεωρείται το λίκνο της ιταλικής Αναγέννησης και είναι γνωστή για τους καλλιτεχνικούς της θησαυρούς. Όμως το σημαντικότερο τμήμα της Ιστορίας της είναι ο Ύστερος Μεσαίωνας.
Τόμας Κόουλ: Θέα της Φλωρεντίας (περί το 1840)
Ο Αμερικανός τοπιογράφος Τόμας Κόουλ επισκέφτηκε την Ιταλία κατά τη διάρκεια μεγάλης περιοδείας του στην Ευρώπη στα μέσα του προπερασμένου αιώνα. Η πλεονεκτική του θέα της Φλωρεντίας φαίνεται να προέρχεται από το Giardino Bardini, στη νότια όχθη του ποταμού Άρνου ο οποίος διασχίζει την πόλη, κοιτάζοντας βόρεια και πάνω από τη γραφική γέφυρα Ponte Vecchio, στην απέναντι όχθη του Άρνου, τον καθεδρικό ναό-Duomo και άλλα μεγάλα κτήρια του κέντρου της πόλης.
Αρτούρο Ριέτι: Πορτρέτο του Τζιάκομο Πουτσίνι (1906)
Ο Τζιάνι Σκίκι (ιταλικά: Gianni Schicchi) είναι μια κωμική όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι, μια μαύρη κωμωδία στα όρια του γκροτέσκου. Ο κορυφαίος Ιταλός συνθέτης του μουσικού κινήματος του βερισμού, αν και παραμένει γνωστός κυρίως για τα έντονα συναισθηματικά μελοδράματά του (Μποέμ, Τόσκα, Μαντάμα Μπαττερφλάι), εκπλήσσει με την επιτυχία με την οποία χειρίζεται το κωμικό θέμα του Τζάννι Σκίκκι. Ο βερισμός στην όπερα εστιάζει στη ρεαλιστική παρουσίαση της καθημερινότητας και στα πάθη των απλών ανθρώπων, έχει στόχο ένα ευρύτερο κοινό και αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, απάντηση στον ιδεαλισμό του Βάγκνερ. Η ιστορία της όπερας «Τζιάνι Σκίκι» λαμβάνει χώρα στη Φλωρεντία, το 1299. Πρόκειται για μια τέλεια μινιατούρα όπερας μπούφα, η οποία αποτελεί το τρίτο μέρος του «Τρίπτυχου», της συλλογής από τρεις μονόπρακτες όπερες του συνθέτη. Η όπερα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη στις 14 Δεκεμβρίου 1918. Ο κριτικός των Times της Νέας Υόρκης, James Huneker, που την παρακολούθησε, έγραψε ότι ο Τζιάνι Σκίκι είναι «ένα τρελό σκέρτσο, που ξεχειλίζει από εύθυμες διαβολιές, η μουσική αφρίζει και συναρπάζει σαν σαμπάνια». Όταν το 1919 πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρώμη, το έργο θεωρήθηκε το πιο φωτεινό του συνθέτη, κάτι που χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο στην γκρίζα εκείνη εποχή μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το λιμπρέτο του Τζιοβακίνο Φορτσάνο μας διηγείται μια ιστορία από τη μεσαιωνική Φλωρεντία που περιγράφεται σε ένα επεισόδιο από τη «Θεία Κωμωδία» του μεσαιωνικού ποιητή Δάντη (Dante Alighieri, 1265-1321). Μετά τον θάνατο ενός πλούσιου άνδρα, ο τετραπέρατος Τζάννι Σκίκκι βοηθά τους συγγενείς του εκλιπόντος, μα πάνω απ’ όλα φυσικά τον εαυτό του, να βάλουν στο χέρι τη μεγάλη κληρονομιά. Με απίστευτη οικονομία και μόλις λιγοστές μουσικές πινελιές, ο συνθέτης σκιαγραφεί την καρικατούρα καθενός από τους συγγενείς και φυσικά του πρωταγωνιστή. Έτσι τονίζεται καλύτερα η απληστία των συγγενών και η αδίστακτη τόλμη του Τζιάνι Σκίκι να τους ξεγελάσει και να ιδιοποιηθεί τη μερίδα του λέοντος από την κληρονομιά. Οι αναλογίες του Τζάνι Σκίκκι με τον επίσης κωμικό χαρακτήρα Φάλσταφ στην ομώνυμη τελευταία όπερα του Τζουζέπε Βέρντι είναι προφανείς, όμως, σε αντίθεση με τον Βέρντι, ο Πουτσίνι με τη μουσική του δεν σκιαγραφεί συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά, ακολουθώντας την παράδοση της Κομέντια ντελ άρτε, αποδίδει τύπους ανθρώπων.
Ο Τζιάνι Σκίκι, γνωστός σε όλη τη Φλωρεντία για τις μιμήσεις του και το κοφτερό του μυαλό, καλείται βιαστικά από τον νεαρό ανηψιό του Μπουόζο Ντονάτι, ενός πλούσιου εμπόρου που μόλις πέθανε, να επινοήσει ένα έξυπνο κόλπο για να σώσει τους συγγενείς του εκλιπόντος από μια ατυχή κατάσταση: ο μακαρίτης κληροδότησε τα υπάρχοντά του στο κοντινό μοναστήρι και δεν άφησε τίποτα στους συγγενείς του. Αρχικά, ο Σκίκι αρνείται να τους βοηθήσει λόγω της περιφρονητικής στάσης που έχει η οικογένεια Ντονάτι, της φλωρεντινής αριστοκρατίας, προς το άτομό του και την οικογένειά του. Όμως, τα παρακάλια της κόρης του Λαουρέτας, η οποία είναι ερωτευμένη με τον Ρινούτσιο, τον νεαρό ανιψιό του Ντονάτι, τον ωθούν να αναθεωρήσει και να καταστρώσει ένα σχέδιο, το οποίο στο τέλος θα καταλήξει σε κοροϊδία. Ο Σκίκι μπαίνει στο κρεβάτι του νεκρού, καλεί έναν συμβολαιογράφο και υπαγορεύει μια διαθήκη όπως την ήθελε, η οποία επικυρώνεται αμέσως.
Το πρόσωπο του Τζιάνι Σκίκι εμφανίζεται στην τριακοστή ωδή της Κόλασης της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη, την εποχή του Δάντη, στα τέλη του 13ου αιώνα. Ο Δάντης τον έχει τοποθετήσει στον 8ο κύκλο της κολάσεως, στον λάκκο των πλαστογράφων όπου ο Σκίκι είχε καταδικαστεί για την παραποίηση προσώπου που προαναφέραμε.
Χένρι Χόλιντεϊ: «Δάντης και Βεατρίκη» (1882-4)
Πρόκειται για τον πιο σημαντικό πίνακα του Βικτωριανού ζωγράφου ιστορικών θεμάτων και τοπίων Χένρι Χόλιντεϊ (1839-1927), με εμφανείς επιρροές στην τεχνοτροπία του από την Προ-Ραφαηλική Αδελφότητα. Το θέμα του πίνακα είναι εμπνευσμένο από την αυτοβιογραφία Vita Nuova του Δάντη. Ο Δάντης έκρυβε την αγάπη του για τη Βεατρίκη, προσποιούμενος ότι τον έλκουν άλλες γυναίκες. Η σκηνή που απεικονίζεται στον πίνακα, είναι εκείνη της Βεατρίκης που αρνείται να χαιρετήσει τον Δάντη εξαιτίας των κουτσομπολιών που είχαν φτάσει στ’ αυτιά της. Η Βεατρίκη είναι η γυναίκα στα κιτρινόλευκα. Η γυναίκα δίπλα της είναι η Μόνα Βάνα, φίλη της Βεατρίκης και ερωμένη φίλου του Δάντη, ενώ πίσω από τη Βεατρίκη ακολουθεί η υπηρέτριά της. Στον πίνακα, η αυστηρή, σχεδόν αγαλματώδης έκφραση της Βεατρίκης έρχεται σε αντίθεση με τη στάση της Μόνα Βάνα, η οποία όχι μόνο φαίνεται να υποστηρίζει την απόφαση της Βεατρίκης, αλλά επιζητά να αντιληφθεί την αντίδραση του Δάντη.
Ο Χόλιντεϊ ασχολήθηκε με την ιστορικά ακριβή αναπαράσταση της σκηνής και το 1881 επισκέφτηκε τη Φλωρεντία για να πραγματοποιήσει έρευνα για τη ζωγραφική του. Σε μια επιστολή από τη Φλωρεντία περιγράφει το έργο: «Ήθελα να καταλάβω επιτόπου την εξάπλωση των γραμμών - την πραγματική προοπτική των κτηρίων και ακόμη περισσότερο την αίσθηση του χρώματος, και όσο το δυνατόν περισσότερο να μελετήσω θραύσματα υπολειμμάτων κτηρίων της εποχής του Δάντη, ώστε να μπορέσω να αλλάξω τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τον χαρακτήρα της περιόδου».
Ο καλλιτέχνης αποφάσισε να απεικονίσει τη σκηνή στη γέφυρα Ponte Santa Trinita που κοιτάζει προς τη γέφυρα Ponte Vecchio κατά μήκος του Lungarno. Από την έρευνά του ανακάλυψε ότι το Lungarno ήταν στρωμένο με τούβλα και ότι τον 13ο αιώνα υπήρχαν ήδη καταστήματα στην περιοχή, τα οποία συμπεριέλαβε στον πίνακα. Ο Χόλιντεϊ ζωγράφισε το Ponte Vecchio με σκαλωσιές, επειδή είχε ανακαλύψει ότι η γέφυρα καταστράφηκε από πλημμύρα το 1235 και ήταν ακόμα υπό κατασκευή γύρω στο 1285-90.
Τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του πίνακα φαίνεται να είναι η όψη της Φλωρεντίας στους μεσαιωνικούς χρόνους και τα κοστούμια των μορφών παρά το πνευματικό περιεχόμενο. Τα φορέματα της Βεατρίκης και της υπηρέτριας είναι μεσαιωνικά, ενώ το φόρεμα της Monna Vanna προέρχεται από την αρχαιότητα.
Επιστρέφοντας τώρα στην όπερα του Πουτσίνι, θα παρακολουθήσουμε τρία αποσπάσματά της, πρώτα από μια επιτυχημένη παράσταση στο Φεστιβάλ του εξοχικού σπιτιού Γκλάιντενμπουρν στο Ανατολικό Σάσεξ της Αγγλίας, το 2004, σε σκηνοθεσία της Άνναμπελ Άρντεν, με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του Βλάντιμιρ Γιουρόφσκι.
Πρώτα, ο τενόρος Μάσιμο Τζορντάνο προσφέρει τη «ζεστή» φωνή του στον Ρινούτσιο , ο οποίος σε ένα παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι της Τοσκάνης αναφέρεται στη Φλωρεντία σαν ένα ανθισμένο δέντρο οι ρίζες του οποίου δυναμώνουν από τις γύρω κοιλάδες και το εκτινάσσουν προς τα πάνω. Εδώ εισβάλλει μαγικά το περίφημο μουσικό θέμα από την επόμενη μικρή άρια της Λαουρέτας. Κατόπιν, ο Ρινούτσιο αναφέρεται στο γλυκό τραγούδι των ρευμάτων του ποταμού Άρνου και στο μεγαλείο και τον πλούτο των επιφανών κατοίκων της Φλωρεντίας. Τελειώνοντας, παροτρύνει τους συγγενείς του να παραβλέψουν την καταγωγή του Σκίκι από την ύπαιθρο και να ζητήσουν τη βοήθειά του.
https://drive.google.com/file/d/1CadjY0ssIklIlzbBsqzxysFTo-ZShu5l/view?usp=sharing
Η σύντομη άρια της Λαουρέτας “O mio babbino caro” («Γλυκέ μου πατερούλη») είναι από τις πιο δημοφιλείς του Πουτσίνι. Η Λαουρέτα τραγουδά στον πατέρα της, Τζιάνι Σκίκι, όταν οι εντάσεις μεταξύ του πατέρα και του αγαπημένου της, του Ρινούτσιου, έχουν φτάσει σε οριακό σημείο. Του ομολογεί τον θαυμασμό και την αγάπη της για τον Ρινούτσιο, το δακτυλίδι που σκέφτεται να πάρει από την Porta Rossa - oμώνυμη οδός υπάρχει σήμερα στο ιστορικό κέντρο της Φλωρεντίας - απειλώντας, αν η αγάπη της αυτή αποβεί μάταιη, να ριχτεί στα νερά του Άρνου από την Ponte Vecchio και εκλιπαρεί τον πατέρα της να τους βοηθήσει. Η υψίφωνη Σάλι Μάθιους με το βιμπράτο της να τρεμοπαίζει, δίνει μια ασυνήθιστα δυναμική, “spinto” ερμηνεία, καθοδηγούμενη από τη σκηνοθέτιδα να ενσαρκώσει τη Λαουρέτα σαν μια κοπέλα αποφασισμένη να περάσει το δικό της, ευτυχώς σεβόμενη τα πιανίσιμα (πολύ σιγανά - απαλά) σημεία της άριας.
https://drive.google.com/file/d/1iyc8T3d3D7Jp7DU7vj0BpBG30qA1TrYS/view?usp=sharing
Μετά το πετυχημένο εγχείρημα του Σκίκι κι αφού αυτός έχει διώξει τους συγγενείς του εκλιπόντος από το δικό του πλέον σπίτι, έξω, στο μπαλκόνι, ακούμε τις φρέσκιες φωνές των παραπάνω δύο λυρικών καλλιτεχνών∙ η Λαουρέτα και ο Ρινούτσιο αγκαλιάζονται τρυφερά, ατενίζοντας από μακριά τη χρυσαφένια Φλωρεντία (Firenze è d'oro) σαν τον Παράδεισο που θα ζήσουν μαζί για πάντα, και το όμορφο Φιέζολε (8 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Φλωρεντίας σε ένα ύψωμα με πανοραμική θέα). Αναπολούν το πρώτο τους φιλί και τους όρκους της αγάπης τους. Στα 45 χρόνια που ακούω κλασική μουσική, δεν έχω γνωρίσει άλλον συνθέτη να μπορεί μέσα σε λιγότερο από 2 λεπτά να μου μεταδώσει τόσο ισχυρό σπαρτάρισμα συγκίνησης όσο με αυτό το ερωτικό ντουέτο των δύο νέων.
Κλείνοντας την όπερα, ο Σκίκι, εδώ ερμηνευμένος από τον βαρύτονο Αλεσάντρο Κορμπέλι, χαίρεται για την ευτυχία των δύο νέων και χαμογελά ικανοποιημένος για τη πονηριά του που τους βοήθησε να βρουν την ευτυχία. Απευθυνόμενος στους θεατές, ζητά, με την άδεια του «μεγάλου πατέρα» Δάντη, το χειροκρότημα τους, αν διασκέδασαν μαζί του, ως ελαφρυντικό για να μην πεταχτεί στην κόλαση,
https://drive.google.com/file/d/11ZYZVUizGBO8S8o9a3Usoga7Gzh25koI/view?usp=sharing
Και τρεις εναλλακτικές ερμηνείες, σε αρχεία ήχου:
Ο Περουβιανός τενόρος Χουάν Ντιέγο Φλόρεθ, με τη χαρακτηριστική ευκινησία του στις ψηλές νότες, ερμηνεύει το τμήμα της άριας του Ρινούτσιου το σχετικό με τη Φλωρεντία.
https://drive.google.com/file/d/1JC9-m51fnM188CZa-aZOO_6g3qgcvSOF/view?usp=sharing
Η πλέον μυθική ντίβα της φωνής, υψίφωνη Μονσεράτ Καμπαγιέ σε μια ερμηνεία της άριας της Λαουρέτας “O mio babbino caro”, ανεπανάληπτης λυρικής ομορφιάς.
https://drive.google.com/file/d/1Fl3gBkxnV9mpEoqNYBJB0KiCbsXzSOiH/view?usp=sharing
Ο τενόρος Φράνκο Μπονισόλι, πριν επενδύσει σε ρόλους με δραματικό ηχόχρωμα φωνής, και η υψίφωνη Μιρέλα Φρένι με το λυρικό χρώμα της φωνής της, στο τελικό ερωτικό ντουέτο.
https://drive.google.com/file/d/1dKdFMnVLmYrFah_X2xtcmAWz0e4-QYf1/view?usp=sharing
Έργο του Μάικλ Σίμπλεϊ
Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024 - 1:21 μ.μ.
Τρίτη 4 Ιουνίου 2024 - 8:56 π.μ.