Όρος | Ορισμός |
---|---|
στίλβωση |
ή έντριψη, η τεχική κατά την οποία λειαίνεται η επιφάνεια του αγγείου (με ένα δέρμα, ξύλο, βότσαλο κτλ.) με λειτουργικά και αισθητικά αποτελέσματα -γίνεται στεγανό και περισσότερο λείο. |
Όρος | Ορισμός |
---|---|
στίλβωση |
ή έντριψη, η τεχική κατά την οποία λειαίνεται η επιφάνεια του αγγείου (με ένα δέρμα, ξύλο, βότσαλο κτλ.) με λειτουργικά και αισθητικά αποτελέσματα -γίνεται στεγανό και περισσότερο λείο. |