Α | Γ | Δ | Ε | Κ | Λ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Χ | Ω
Όρος Ορισμός
εξίτηλο
Π.χ. το χρώμα, το επίχρισμα κτλ. που έχει χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση ενός αγγείου και έχει μερικώς ή ολικώς εξαφανιστεί / σβήσει. Δεν χρησιμοποιούμε την αντίθετη λέξη, "ανεξίτηλο", για να περιγράψουμε το χρώμα, επίχρισμα κτλ. που σώζεται σε καλή κατάσταση,