Δομή μαθήματος ΓλωσσάριΦωτογραφικό υλικό Ασκήσεις

Γλωσσάρι

 

οστεοειδές : το οργανικό τμήμα της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας του οστίτη ιστού. Αποτελείται από κολλαγόνο τύπου Ι και γλυκοζαμινογλυκάνες, όπως o στεοκαλσίνη, οστεονεκτίνη και σιαλοπρωτείνες.

 

δικτυωτό ( πρωτογενές) οστό : το πρώτο είδος οστίτη ιστού που φτιάχνει ο οργανισμός είτε κατά την εμβρυική ανάπτυξη, είτε στην αποκατάσταση καταγμάτων. Χαρακτηρίζεται από τυχαία διάταξη ινών κολλαγόνου, λιγότερα ανόργανα άλατα και μειωμένη μηχανική ισχή. Αντικαθίσταται από πεταλιώδες οστό.

 

πεταλιώδες (δευτερογενές) οστό : χαρακτηρίζεται από παράλληλη διάταξη του κολλαγόνου σε πετάλια ή συγκεντρικά γύρω από αγγειακούς άξονες, με αποτέλεσμα σημαντική μηχανική ισχή.

 

οστεώνας ή σύστημα Havers : δομική μονάδα του πεταλιώδους οστού. Αποτελείται από τον κεντρικό σωλήνα του Havers , που περιέχει αιμοφόρα αγγεία, νεύρα, και χαλαρό συνδετικό ιστό, και περιβάλλεται από ομόκεντρα συγκεντρικά πετάλια οστίτη ιστού, με οστικά βοθρία που περιέχουν οστεοκύτταρα.

 

συμπαγές ή φλοιώδες οστό : βρίσκεται στη περιφέρεια των μακρών κυρίως οστών και αποτελείται από συμπαγείς περιοχές χωρίς κοιλότητες.

σπογγώδες ή δικτυωτό οστό : αποτελείται από διαπλεκόμενες δοκίδες οστίτη ιστού και επικοινωνούσες κοιλότητες.

 

περιόστεο : συνδετικός ιστός που περιβάλλει εξωτερικά το οστό και περιέχει αγγεία , νεύρα και οστεοπρογονικά κύτταρα

 

ενδόστεο : συνδετικός ιστός που περιβάλλει εσωτερικά το οστό και περιέχει οστεο- προγονικά κύτταρα.

 

οστικά βοθρία : κοιλότητες του οστίτη ιστού που περιέχουν οστεοκύτταρα.

 

μικροσωληνίσκοι : σύστημα επικοινωνίας των οστεοκυττάρων (μέσω των κυτταρο-πλασματικών αποφυάδων τους) μεταξύ τους, καθώς και με το περιόστεο και τους σωλήνες του Havers .

 

οστεοβλάστες : προέρχονται από τα αρχέγονα μεσεγχυματικά κύτταρα και βρίσκονται στην επιφάνεια της οστικής δοκίδας. Συνθέτουν το οργανικό τμήμα της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας του οστού και συμβάλλουν στην εναπόθεση των ανόργανων συστατικών. Οταν εγκλωβιστούν στο οστεοειδές μετατρέπονται σε οστεοκύτταρα.

 

οστεοκύτταρα : κύτταρα που προέρχονται από τις οστεοβλάστες και βρίσκονται μέσα σε κοιλότητες της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας του οστίτη ιστού, τα οστικά βοθρία. Συντηρούν τη μεσοκυττάρια θεμέλια ουσία.

 

οστεοκλάστες : γιγαντοκύτταρα που προέρχονται από τα μονοκύτταρα του αίματος. Αποδομούν τον οστίτη ιστό μετά από προσκόλλησή τους στην ελεύθερη επιφάνειά της οστικής δοκίδας.

 

ενδομεμβρανώδης οστεοποίηση : δημιουργία οστού από δεσμίδες μεσεγχυματικών κυττάρων που δρούν σαν μεμβράνες, με άμεση εφαλάτωση της θεμέλιας ουσίας που εκκρίνεται.

 

ενδοχόνδρια οστεοποίηση : δημιουργία οστού από προσχηματισμένο χόνδρο, με εναπόθεση οστικής θεμέλιας ουσίας στην προυπάρχουσα θεμέλια ουσία του χόνδρου.

 

συζευκτικός (ή επιφυσιακός) χόνδρος : βρίσκεται μεταξύ επίφυσης και διάφυσης και είναι υπεύθυνος για την κατά μήκος αύξηση των οστών.

 

χονδροβλάστες : πρόδρομα κύτταρα του χόνδρου, που συνθέτουν την εξωκυττάρια θεμέλια ουσία. Διαφοροποιούνται σε χονδροκύτταρα.

 

χονδροκύτταρα : προέρχονται από τις χονδροβλάστες. Βρίσκονται μέσα στη μεσοκυττάρια ουσία σε ομάδες , τις ισογενείς ομάδες. Συνθέτουν και συντηρούν την εξωκυττάρια θεμέλια ουσία.

 

π εριχόνδριο : συνδετικός ιστός που περιβάλλει τον χόνδρο και περιέχει χονδροβλάστες, με δυνατότητα σχηματισμού νέου χόνδρου.

 

υαλοειδής χόνδρος : το πιό διαδεδομένο είδος χόνδρου, αποτελείται από λεπτά ινίδια κολλαγόνου τύπου ΙΙ, πρωτεογλυκάνες και χονδροσυνδετίνη. Βρίσκεται στον προσωρινό σκελετό κατά την εμβρυική ανάπτυξη, στον επιφυσιακό δίσκο των μακρών οστών, στις αρθρικές επιφάνειες των αρθρώσεων και στο στηρικτικό ιστό της αναπνευστικής οδού.

 

ελαστικός χόνδρος : είδος χόνδρου που χαρακτηρίζεται από τις ελαστικές ίνες που περιέχει, που του δίνουν ελαστικότητα και ευκαμψία. Ελαστικό χόνδρο βρίσκουμε στο πτερύγιο του αυτιού, στο τοίχωμα του έξω ακουστικού πόρου, στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στην επιγλωττίδα του λάρυγγα.

 

ινώδης χόνδρος : είδος χόνδρου που χαρακτηρίζεται από αδρές κολλαγόνες ίνες τύπου Ι και ΙΙ. Δεν έχει περιχόνδριο. Ινώδη χόνδρο βρίσκουμε στους μεσοσπονδύλιους δίσκους, στις προσφύσεις των τενόντων στα οστά και στις συγχονδρώσεις των πλατέων οστών της πυέλου.