Παρουσίαση/Προβολή
Βυζαντινή και μεταβυζαντινή μελοποιία [Μελοποιία - Μορφολογία της Βυζαντινής Μουσικής]
(MUSIC248) - Αχιλλεύς Χαλδαιάκης
Περιγραφή Μαθήματος
«Βυζαντινή και μεταβυζαντινή μελοποιία»
Σήμερα, είναι κατανοητό τι σημαίνει μελοποιός και τι σημαίνει ψάλτης: ο μελοποιός είναι αυτός που έχει την «ποιητική έξη» και άρα τη «δυνατότητα να κατασκευάζει μέλος, εφευρίσκοντας και γράφοντας νέες μελωδίες που αρέσουν στους ακροατές του», ενώ ο ψάλτης είναι απλώς αυτός που καλείται να «απαγγείλει αυτό το μέλος», να ψάλει, να ερμηνεύσει «διάφορες τετριμμένες ψαλμωδίες». Αυτά, ακριβώς, προκύπτουν απ’ όσα γράφει σχετικά ο Χρύσανθος στο Μέγα Θεωρητικό του [§ 389]: «Μελοποιία εἶναι δύναμις κατασκευαστικὴ μέλους. Κατασκευάζομεν δὲ μέλος, ὄχι μόνον ψάλλοντες τετριμμένας διαφόρους ψαλμῳδίας, ἀλλ' ἐφευρίσκοντες καὶ γράφοντες καὶ ἴδια νέα μέλη, τοῖς ἀκροαταῖς ἀρέσκοντα. Ἄρα διαφέρει ἡ μελοποιία τῆς μελῳδίας· διότι ἡ μὲν μελῳδία εἶναι ἀπαγγελία μέλους· ἡ δὲ μελοποιία εἶναι ἕξις ποιητική». Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, και στους δύο παραπάνω όρους λανθάνουν πολλές ακόμη προϋποθέσεις, άγνωστες –ίσως– στις λεπτομέρειές τους για τη σύγχρονη πραγματικότητα: ο αληθινός ψάλτης πρέπει να διακρίνεται και από άλλα ιδιαίτερα χαρίσματα, όπως και ο πραγματικός μελοποιός πρέπει να γνωρίζει απόλυτα και να ακολουθεί πιστά κάποιους συγκεκριμένους κανόνες. Στις μέρες μας όλα αυτά έχουν ατονήσει· τα κριτήρια έχουν κατά πολύ χαλαρώσει. Σήμερα, είναι συνηθισμένο κάποιος να χαρακτηρίζεται, χωρίς πολύ σκέψη, μελοποιός ή ψάλτης. Και για τις δύο περιπτώσεις, πάντως, χρειάζεται –οπωσδήποτε– πολύ περισσότερη προσοχή, και (γιατί όχι) κάποια επιφύλαξη. Ήδη από τον 15ο αιώνα ο ιερομόναχος Γαβριήλ έκρινε σκόπιμο να «εικονίσει τον τέλειο ψάλτη» [στίχοι 696-726]. Έθεσε, λοιπόν, έξι κριτήρια, τα οποία «οφείλει να πληροί όποιος ψάλτης δεν θέλει να διαψεύδει το όνομά του» [στίχοι 585-6]. Τα τρία απ’ αυτά σχετίζονται με τη χρήση της ψαλτικής σημειογραφίας: γνώση της «ορθογραφίας» της παρασημαντικής | δυνατότητα μουσικής γραφής χωρίς τη χρήση κάποιου βοηθήματος | άμεση (και άψογη) καταγραφή οποιουδήποτε μουσικού ακούσματος. Ενώ δύο, μόνον, αναφέρονται στις φωνητικές ικανότητες του ψάλτη: τονικά σωστή φωνητική τοποθέτηση | καλλιφωνία. Επιπλέον δε, είναι αξιοπαρατήρητο ότι, μέσα στα ψαλτικά χαρίσματα συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα σύνθεσης νέων μελωδιών. Μ’ αυτές τις παρατηρήσεις του Γαβριήλ συμφωνεί και ο Μανουήλ Χρυσάφης [στίχοι 176-96], που περιγράφει επιπλέον αμφοτέρους, τον ψάλτη και τον μελοποιό, ως ακολούθως [στίχοι 197-212]: «Τούτων τῶν εἰρημένων ἓξ κεφαλαίων ὁ τὴν ἐπιστήμην ἔχων καὶ δυνάμενος ὡς ἡ τέχνη βούλεται χρῆσθαι αὐτοῖς, διδάσκαλος ὢν τέλειος λοιπὸν ποιήτω τε ποιήματα καὶ γραφέτω καὶ διδασκέτω καὶ ψήφους κρίνων ἐξαγέτω περί τε τῶν οἰκείων καὶ ὧν ἄλλοι ποιοῦσι, μᾶλλον δὲ περὶ τούτων· τὰ γὰρ ἴδια αὐτὸς μὲν ἀκολουθῶν τῇ τέχνῃ συνθήσει, τὴν δὲ περὶ αὐτῶν ἕξουσιν ἕτεροι ψῆφον, διὰ τὸ τὴν εὔνοιαν πεφυκέναι μὴ ἀδεκάστους ἐξάγειν τὰς ψήφους, αὐτὸν δὲ εὔνως ἔχειν τοῖς ἑαυτοῦ, κἂν ὁποῖα τύχωσιν ὄντα. ὁ δὲ μήτε τὴν ἐπιστήμην αὐτῶν ἔχων, μήτε διὰ τοῦτο δυνάμενος χρῆσθαι αὐτοῖς, σιγάτω λοιπόν, τοῦτο βέλτιον τοῦ μὴ σιγᾶν ἡγησάμενός τε καὶ ἀσφαλέστερον, εἰ εἰμὴ σιγᾶν βούλοιτο, τοῦτο δὲ δήπουθεν ἐξέσται τῷ βουλομένῳ παντί, ἀλλὰ μὴ κρίνειν τὰ ἑτέρων ἐπιχειρήτω, εἰδὼς ὡς οὐδένα δυνήσεται πείσειν φαῦλον, ὡς αὐτός ἐστιν ἑκόντα γίνεσθαι καὶ νομίζειν ἅπερ αὐτὸς νενόμικε…»
“Byzantine and post-Byzantine Melopoeia”
Nowadays, one – obviously – understands what a composer and a chanter means: the composer is the one who has the “creative state” and therefore the “capability to construct a chant, by inventing and writing new chants that are pleasing to his audience”, whereas the chanter is just the one who is called to “recite this chant”, to sing, to perform “various long known psalmodies”. Precisely what results from Chrysanthos’s relevant writings in his Great Theory of Music [§ 389]: “Melopoeia is the power to create melos. We create melos not just by chanting different long known psalmodies, but also by inventing and writing our own new mele pleasing to the listeners. Melopoeia, therefore, differs from melos-singing because the latter is the recitation of melos, while melopoeia is a poetic state”. Nevertheless, one realizes that many more latent skills are needed in both cases, which may be misunderstood or unknown to people nowadays: the real chanter should also be characterized by other special talents just as the real composer should have a full knowledge of and should constantly follow some specific rules. Nowadays, all these have been weakened; the criteria have been relaxed for a long time now. It is common, today, to characterize someone as a composer or chanter without much thought. At all events, one needs to be much more careful and (even) more cautious in both cases. By the 15th century, monk Gabriel had already thought that it was advisable to “picture the perfect chanter” [verses 696-726]. He set, therefore, six criteria, which “should be met by any chanter who does not want to contradict his reputation” [verses 585-6]. Three of them are connected with the use of the notation: A knowledge of the musical notation’s “dictation” | A capability to write music without the use of any reference book | An immediate (and flawless) transcribing of any music heard. Whereas, only two of them refer to the chanter’s vocal capabilities: tonally correct vocal placement | euphony. Moreover, it is remarkable that the ability to compose new melodies is included among the talents of a chanter. Manuel Chrysaphes [verses 176-96], agrees with Gabriel’s observations; he is additionally describing both the chanter and the composer [verses 197-212], by saying: “The man who is skilled in the science and capable of using these aforementioned six categories as the art requires, is now a perfect teacher: let him compose and write and teach and, make judgments, let him discourse on his own and others’ works, especially the latter. For he will create his own compositions following the art while others will pass judgments on them, since partiality prevents an unbiased judgment and he is inevitably partial to his own works regardless of their true quality. If he does not possess knowledge of these categories and is unable to use them, then he should be silent, because it is better and surer than not being silent. Or, if he does not wish to be silent – and this is entirely his own decision – he should not try to criticize the work of other composers, knowing that he will not be able to persuade even a fool such as himself to take on his attitudes willingly and to think as he himself thinks”.
Ημερομηνία δημιουργίας
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
-
Δεν υπάρχει περίγραμμα