Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility

Μάθημα : Phil-Man: Επιχειρηματική Ηθική και Ηθική των Διαπραγματεύσεων

Κωδικός : PHILOSOPHY1037

Phil-Man: Επιχειρηματική Ηθική και Ηθική των Διαπραγματεύσεων

PHILOSOPHY891  -  Σεραφείμ Βολιώτης

Ανακοινώσεις

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΡΙΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ

Αγαπητοί μου Σπουδαστές,

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ

  • Ηλεκτρονική Τάξη: Ζητώ συγγνώμη από τους σπουδαστές που δεν ήταν παρόντες δια ζώσης κατά τη χθεσινή διάλεξη, καθώς αν κατάλαβα καλά, στο πρώτο μισό της διάλεξης υπήρχε πρόβλημα με τον ήχο. Χρησιμοποιώ ειδικά μικρόφωνα (πέτου) ώστε να μην είμαι καθηλωμένος μπροστά από τον υπολογιστή και προκειμένου να γίνει μία ζωντανή συζήτηση αντί μίας πιο στατικής ομιλίας. Ενδέχεται το εν λόγω μικρόφωνο να είχε πρόβλημα σύνδεσης αλλά το επιλύσαμε κατά το δεύτερο μισό της ομιλίας. Νομίζω πως εφεξής δεν θα έχουμε άλλο αντίστοιχο πρόβλημα.
  • Μελέτη:
    • Σημειώσεις μαθήματος: προς ανάρτηση στην ηλεκτρονική τάξη.
    • Ανασκόπηση: ακολουθεί.
  • Διαπραγματευτικές Ασκήσεις – Εργαστήρια:
    • Θυμίζω πως η επικείμενη διαπραγματευτική άσκηση την ερχόμενη εβδομάδα θα είναι ομαδική και, ως εκ τούτου, ακόμα πιο ευχάριστη και χρήσιμα από την προηγούμενη οπότε «μην την χάσετε»!!!
    • Πέμπτη 10/4 17:30 – 21:00: Το Μεικτό Διαπραγματευτικό Πρόβλημα
    • Θα χρησιμοποιήσουμε Zoom για λόγους πρακτικής ευκολίας κατά την εκπόνηση των ασκήσεων οπότε θα πρέπει να εισέλθετε στο:

https://us02web.zoom.us/j/89277301112?pwd=citDcUhCRnljUXM0QkZ4R0FUS20yQT09
Passcode: 903106

 

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Όσο αναβιώνω στο μυαλό μου τη χθεσινή μας συνάντηση τόσο πιο χαρούμενος είμαι. Αντιμετωπίσατε με εξαιρετική στωικότητα, ωριμότητα και εμβάθυνση θέματα που είναι ιδιαιτέρως συναισθηματικά φορτισμένα, σε αντίθεση με την επιφανειακότατα και υστερία που παρατηρούμε σχετικά με τα θέματα αυτά στο συνήθη δημόσιο διάλογο. Ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε τα θέματα και τα θύματα είναι η στάση που επιδείξατε και σας συγχαίρω και πάλι γι αυτό.

Μόνο έτσι θα μπορέσουμε κατανοήσουμε πραγματικά τι συμβαίνει, θα αποδώσουμε όλων των ειδών τις ευθύνες ορθά (νομικές, ηθικές), θα αντιληφθούμε το αιτιώδες νομολογικό πλαίσιο  (= θα καταλάβουμε τι προκαλεί τι) και, εν τέλει, θα συμβάλλουμε στο να διορθωθούν τα κακώς κείμενα και να προστατευθούμε. Κάθε άλλη αντιμετώπιση όχι μόνο δεν βοηθά αλλά ζημιώνει και σας προτρέπω όσο πιο θερμά μπορώ να τις αποφύγετε, ειδικά δε εντός της «σηπτικής δεξαμενής» των ψηφιακών ηλεκτρονικών εικονικών κοινωνικών δικτύων. 

                Ειδικά για την τόσο κρίσιμη ηθικά, και όχι μόνο, έννοια της συναίνεσης εξυπακούεται πως επέλεξα να την αναλύσουμε στο δυσκολότερο και βαρύτερο δυνατό πλαίσιο επί τούτου. Αν μπορούσατε – και αποδείξατε πως μπορείτε – να απομονώσετε κάθε συναισθηματισμό και να εστιάσετε στην αναλυτική διαδικασία της κατανόησης των σημαντικότερων πτυχών του θέματος σε ένα τόσο φορτισμένο πλαίσιο, είναι σαφές πως θα μπορέστε να το επαναλάβετε, είτε για την έννοια της συναίνεσης είτε για κάθε άλλη δυσνόητη και πολυσχιδή έννοια.

Η άσκηση επέτυχε πλήρως.

 

Τώρα είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και άλλα εξίσου, ή και περισσότερο φορτισμένα, θέματα…

 

ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αρχικά ολοκληρώσαμε εν τάχει το κεφάλαιο της διάκρισης με την έννοια της συμπερίληψης και της προκατάληψης.

                Θυμίζω πως τόσο η Διάκριση όσο και τα Στερεότυπα έχουν επιστημολογική βάση κα χρησιμότητα. Αφορούν στην γνώση και την πρόβλεψη και συνεπώς όχι μόνο δεν είναι προβληματικά αλλά, αντιθέτως, είναι ιδιαιτέρως χρήσιμα.

                Το πρόβλημα δημιουργείται είτε όταν τόσο η Διάκριση όσο και τα Στερεότυπα δημιουργούνται επιστημολογικά εσφαλμένα, όπως έχουμε ήδη δει, είτε όταν αποτελούν πρόσχημα για προβληματικές συμπεριφορές. Από ηθικής άποψης έχουμε ήδη δει πως η Διάκριση είναι κατ’ αρχάς προβληματική καθώς διαταράσσει τη συμμετρία μεταξύ ανθρώπων που είναι θεμελιώδης μετα-ηθική αρχή, εκτός αν η διάκριση αυτή είναι τεκμηριωμένη από ηθικής άποψης (θα το αναλύσουμε περαιτέρω σε επόμενες συναντήσεις). Για τα δε στερεότυπα έναντι ανθρώπων είδαμε πως αντιτίθενται στην αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου για εξατομίκευση (το οποίο και αυτό αποτελεί διάκριση…) αλλά και αυτοπροσδιορισμό.

                Σε αυτή τη συζήτηση συμπληρώσαμε το συνήθη κοινωνιολογικό διαχωρισμό μεταξύ της ομάδας (in-group) και των εκτός αυτής (out-group) καθώς και τις φυσικές επιπτώσεις που αυτή δημιουργεί. Και αυτό αποτελεί διάκριση με εξελικτική αλλά και κοινωνιολογική βάση που δεν είναι μόνιμη μεν αλλά είναι στιβαρή δε. Η Διαφορετικότητα και η Συπερίληψη ως αρχές αφορούν στην μείωση ή εξαφάνιση αυτού του διαχωρισμού με βάση το λειτουργικό επιχείρημα της αυξημένης παραγωγικότητας που προκύπτει από την  διαφορετικότητα των δεξιοτήτων κλπ καθώς και το ηθικό επιχείρημα της απόρριψης των  διακρίσεων. Ωστόσο, ταυτόχρονα εδράζει σε μία στερεοτυπική διάκριση καθώς η προτεινόμενη αυτή διαφορά δεξιοτήτων βασίζεται στην στερεοτυπική σκέψη πως τα μέλη της μίας ομάδες έχουν κάποιες δεξιότητες ενώ τα μέλη της άλλης ομάδας άλλα. Για λόγους λογικής συνέπειας απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην επιχειρηματολογία σε τόσο σύνθετα κοινωνικά και ηθικά θέματα. Είναι σαφές πως η εναρμόνιση των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων – ένα τόσο σημαντικό θέμα – χρειάζεται βαθύτερη σκέψη και δεν μπορεί να επιλυθεί με ευχολόγια και ακρωνύμια.

 

ΗΘΙΚΗ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Στη φιλοσοφία παρατηρείται μια εσφαλμένη πόλωση μεταξύ του σχετικού και του απόλυτου: είτε η ηθική (αισθητική) αξιολογική κρίση είναι απόλυτη και ισχύει για όλους, είτε είναι σχετική και καθένας (ή κάθε ομάδα) μπορεί προσδιορίζει του δικό του (ή της ομάδας) αξιολογικό πλαίσιο.

Ειδικά δε στην ηθική υπέρ της σχετικότητας συνηγορούν: (α) η αυτονομία και αυτοδιάθεση του ατόμου, (β) η διαφορετικότητα στην κοινωνική ανάπτυξη και τις κουλτούρες, και (γ) φύση της φιλοσοφίας η οποία, όπως και τα μαθηματικά, δεν αντλεί την αλήθεια των προκείμενων της, δηλαδή των φιλοσοφικών αρχών, από την παρατήρηση αλλά από την εύλογη παραδοχή (όπως και τα μαθηματικά με τα αξιώματα).

Αντιθέτως, υπέρ της αντικειμενικότητας συνηγορούν: (α) η ανάγκη για προσδιορισμό του ιδίου του αντικειμένου της ηθικής και του καλού (όφελος/ζημία έναντι άλλων ανθρώπων), (β) η υπερβατικότητα (πέραν του ιδίου συμφέροντος) και (γ) η συμμετρία (μη διάκριση μεταξύ ανθρώπων). Επίσης η χρήση της επιχειρηματολογίας προκειμένου να προκύψει η αξιολογική κρίση και να πεισθούν άλλοι επ’ αυτής.

Είναι σαφές πως, όπως και στη σύγχρονη μελέτη της αισθητικής, αναζητείται ο συνδυασμός μεταξύ της σχετικότητας και της απολυτότητας. Αυτή η αντιμετώπιση προκύπτει και από το πεδίο των Επιστημών και δη της Φυσικής όπου η σχετικότητα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Ήδη από την εποχή του Γαλιλαίου και παρά την απολυτότητα του Νεύτωνα, ήταν σαφές πως υπήρχαν σχετικές έννοιες (π.χ. κίνηση) και απόλυτες έννοιας (η ευθεία γραμμή, νόμοι της φύσης και αποτελέσματα παρατήρησης μεταξύ συστημάτων με ομοιογενή μεταξύ τους κίνηση, η απόσταση και ο χρόνος). Αντίστοιχα και η δημοφιλέστερη και τόσο εσφαλμένα εκλαϊκευμένη σχετικότητα του Αϊνσταϊν έχει τις σχετικές έννοιες (κίνηση, χρόνος, απόσταση) και τις απόλυτές (η ευθεία γραμμή, νόμοι της φύσης και αποτελέσματα παρατήρησης μεταξύ συστημάτων με ομοιογενή μεταξύ τους κίνηση, ταχύτητα του φωτός). Εξυπακούεται πως δεν ισχύει στη φύση πως «όλα είναι σχετικά» και κάθε κυριολεκτική ή μεταφορικά αναφορά αυτού του χάνει την ουσία όλης αυτής της μνημειώδους πνευματικής προσπάθειας: στη φύση, η αλληλεπίδραση μεταξύ των σχετικών και απόλυτων εννοιών είναι εκείνη που προσδιορίζει το βάθος και την ακρίβεια της κατανόησής μας για τη λειτουργία της.

 

Αντίστοιχα, λοιπόν, ή έστω, εμπνευσμένοι από αυτό, αναζητούμε την εννοιολογικά και λογικά αρμόζουσα ισορροπία μεταξύ απολυτότητας και σχετικότητας στα πλαίσια των ηθικών μας αναζητήσεων.

                Μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θεωρία είναι εκείνη στην οποία αναφερθήκαμε (Integrative Social Contracts Theory) και όπως υποδηλώνει ο τίτλος της εδράζει στην γενικότερη κοινωνική, πολιτική και ηθική θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Εν προκειμένω, αποδέχεται κατ’ αρχάς τη δυνατότητα της κοινωνικής ομάδας να προσδιορίζει τους δικούς της κανόνες, το οποίο δεν μας ξενίζει καθώς το έχουμε ήδη αποδεχθεί στο πλαίσιο των νομικών κανόνων καθώς και της διαφορετικότητας της «κουλτούρας». Η εν λόγω θεωρία επεκτείνει τη σκέψη αυτή και στους ηθικούς κανόνες δίνοντας ένα «τεκμήριο σχετικότητας», για να δανειστώ από τη νομική ορολογία. Ωστόσο το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, δηλαδή υπόκειται σωρευτικά σε περιορισμούς που σχετίζονται και με την βάση του κοινωνικού συμβολαίου αλλά και με την ηθική αυτή καθ’ αυτή:

  • Ο πρώτος περιορισμός αφορά στη συναίνεση των μελών της κοινωνίας αυτής να αποδεχθούν το ηθικό αυτό πλαίσιο. Αυτή η συναίνεση πρέπει να είναι ελεύθερη (χωρίς βία ή απειλή της), ενημερωμένη (με όλες τα πραγματικά δεδομένα που του άτομο δικαιούται να έχει) και διαρκής (δηλαδή να μπορεί να αποχωρήσει ελεύθερα από το κοινωνικό σύνολο μόλις το επιθυμήσει).
  • Ο δεύτερος περιορισμός είναι αυστηρά ηθικός και επιβάλει τη συμβατότητα των υπό κρίση κανόνων με υπερθέσμια, δηλαδή πανανθρώπινες αρχές που είναι κοινές μεταξύ των διαφόρων κοινωνιών. Οι αρχές αυτής υποδηλώνουν μια συναντίληψη μεταξύ τόσο διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων και μπορούν, σύμφωνα με τους συγγραφείς, να αποτελέσουν, εν τέλει, κριτήριο ηθικότητας μία επιγραμματική περιγραφή της ηθικής διάστασης ανθρώπινης κατάστασης (human condition).

Είναι σαφές πως από λογικής άποψης η εν λόγω θεωρία αποδέχεται ως αφετηρία της σχετικότητα και μεταφέρει το βάρος απόδειξης στον κριτή για την απόρριψη του κρινόμενου ηθικού συστήματος είτε επειδή ικανοποιείται ο πρώτος είτε ο δεύτερος περιορισμός.

                Αντιθέτως, ενώ και η δική μας θεώρηση είναι σαφώς σχετικιστική με την ουσιαστική έννοια του όρου (δηλαδή της ισορροπίας μεταξύ του σχετικού και του απόλυτου), η αφετηρία που έχουμε θέσει είναι η απολυτότητα των μεταηθικών εννοιών (όφελος/ζημία άλλου, υπέρβαση, συμμετρία/μη-διάκριση, κριτική σκέψη, καθώς και συναίνεση στην περίπτωση ηθικού πλαισίου μίας κοινωνίας) και με δεδομένα αυτά μπορούμε να εξετάσουμε τον ελεύθερο ηθικό χώρο κάθε κοινωνίας στο πλαίσιο της ελευθερίας, αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού. Συνεπώς διαφοροποιούμαστε ελαφρά αλλά ουσιωδώς από την προαναφερόμενη θεωρία, και ταυτόχρονα τεκμηριώνουμε μέσω της υπερβατικής φύσης της ηθικής (πέρα από το ίδιο συμφέρον, τη λειτουργικότητα και τη μηχανιστική φύση) το απόλυτο σκέλος της, σε αντιδιαστολή με την έννοια των υπερθεσμίων που είναι ενδεχομένως αόριστα και δυσεύρετα.

                Σε κάθε περίπτωση είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ του σχετικού και απολύτου γίνεται εμφανώς πιο δομημένη και, ως εκ τούτου, εμφανώς πιο εν δυνάμει πειστική, το οποίο άλλως είναι ο σκοπός της ηθικής αξιολόγησης. Αν δε η κρίση μας για το ηθικό σύστημα μίας κοινωνίας είναι αρνητικός το επόμενο ερώτημα είναι το όριο της ανεκτικότητάς μας: (α) έχουμε κατ’ αρχάς δικαίωμα να εκφράσουμε αυτή την κρίση και (β) μπορούμε να επέμβουμε στην εν λόγω κοινωνία; Η συζήτησή μας ήταν ιδιαίτερα πλούσια επ’ αυτού του θέματος και, ανεξαρτήτως των απόψεων του καθενός, παραμένει ανοιχτή. Σε κάθε περίπτωση όμως νομίζω πως όλοι αισθανθήκαμε πως εφόσον η κρίση μας αυτή βασίζεται σε κάποια από τις ανωτέρω δομημένες διαδικασίες και ασπάζεται τις αρχές της κριτικής σκέψης νοιώθουμε αισθητά πιο ασφαλής να εκφράσουμε την κρίση μας αυτή και να τη θέσουμε προς αξιολόγηση. Ήδη λοιπόν συζητούμε για σημαντική ηθική πρόοδο.

 

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

Η συναίνεση είναι τόσο σημαντική ως κοινωνική, επαγγελματική, διαπραγματευτική και ηθική έννοια που αξίζει να αναλυθεί αυτοτελώς.

 

Μάλιστα με λύπη μου επαναλαμβάνω πως εν έτη 2025 στην γενέτειρα της δημοκρατίας και φιλοσοφίας, τη χώρα μας δηλαδή, η έλλειψη κατανόησης περί της έννοιας αυτής είναι τόσο διάχυτη που ακόμα και η δική μας νομοθετική εξουσία (η οποία ως Βουλή εκφράζει τη συλλογική μας βούληση) αδυνατεί να την κατανοήσει πλήρως.

  • Όπως σας ανέφερα, το έγκλημα του βιασμού, δεν λογιζόταν στο ποινικό μας δίκαιο ως έγκλημα συναίνεσης αλλά ως έγκλημα βίας: «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη.»
  • Το 2019 η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε ως εξής: «1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών. 4. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, τελεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη.»
  • Αν και υφίσταται σχετική βελτίωση καθώς προστέθηκε ένα εδάφιο που αναφέρεται στη συναίνεση, ωστόσο ακόμα και η νέα διάταξη, αναδεικνύει την ουσιαστική άγνοια του νομοθετικού σώματος για μία τόσο κρίσιμη έννοια. Συγκεκριμένα, το πρόσθετο εδάφιο με την διατύπωση «εκτός από την περίπτωση 1. … χωρίς τη συναίνεση…» υποδηλώνει πως ο εξαναγκασμός μέσω βίας κλπ. έχει διαφορετικά εννοιολογικά χαρακτηριστικά από τη συναίνεση και πως το συγκεκριμένο έγκλημα τελείται είτε μέσω εξαναγκασμού είτε μέσω μη συναίνεσης, και μάλιστα με διαφορετική ποινικά απαξία, όπως προκύπτει από την διαφορά στην ποινή.
  • Η μόνη διατύπωση του εν λόγω εγκλήματος που θα ήταν συμβατή με την έννοια της συναίνεσης και τη φύση του εν λόγω εγκλήματος ως έγκλημα (μη) συναίνεσης θα ήταν απλούστατα, σε ένα εδάφιο: «… χωρίς τη συναίνεση του παθόντος ….». Εφόσον δε επιθυμούμε να καταλογίσουμε αυξημένη απαξία στις περιπτώσεις που αυτή η έλλειψη συναίνεσης επιβαρύνεται από βία ή απειλή βίας – συζητήσιμο και όχι απαραίτητα αυτονόητο – θα μπορούσαμε να προβλέψουμε αυξημένη ποινή στην περίπτωση αυτή σε ξεχωριστό εδάφιο.

Η βελτίωση στο συγκεκριμένο θέμα είναι μεν σαφής από το «ποινικό μεσαίωνα» προ του 2019, αλλά η κατάσταση παραμένει από φιλοσοφικής και νομικής άποψης αποκαρδιωτική και αδυνατώ να αντιληφθώ το λόγο…

 

Οι διαφάνειες είναι πλούσιες και η συζήτησή μας ήταν υψηλής ποιότητας, οπότε δεν θα την επαναλάβω εδώ. Θα αρκεστώ να τονίσω όμως κάποια ιδιαίτερα σημεία αυτής.

 

  1. Επιστημολογικό κενό: Όπως προέκυψε από την παράθεση του σχετικού εδαφίου του Αγγλικού δικαίου, υφίσταται κενό γνώσης μεταξύ εκείνου που (δεν) δίνει τη συναίνεση και εκείνου που την λαμβάνει ή μη. Η καταδίκη προκύπτει όταν δεν δίνεται συναίνεση και (συζευκτικά) ο λήπτης δεν πιστεύει εύλογα πως υφίστατο συναίνεση. Το δε αυτό κενό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς επιτρέπει ταυτόχρονα την επιβολή κατά ενός και απαλλαγή του «επιβάλλοντος» εφόσον αποδειχθεί πως εύλογα πίστευε πως υφίστατο συναίνεση και, κατ’ επέκταση, πως δεν ήταν επιβάλλον. Είδαμε επίσης πόσο πρακτικά δυσχερές είναι αυτό το επιστημολογικό κενό καθώς επιτρέπει, τουλάχιστον σε νομικό επίπεδο, την εξέταση κάθε πραγματικού περιστατικού, ακόμα και συμπεριφορών του θύματος!
  2. Εκδήλωση της συναίνεσης: Στο σημείο αυτό συναντήσαμε για πρώτη φορά την ανάγκη εξισορρόπησης της ελευθερίας/ποικιλομορφίας της ανθρώπινης έκφρασης με την ασφάλεια. Όσο περισσότερο επιθυμούμε ελευθερία έκφρασης τόσο η συναίνεση εκφράζεται με ποικίλους τρόπους ακόμα και άρρητα ενώ όσο περισσότερο επιθυμούμε ασφάλεια τόσο θα πρέπει να εκφράζεται ρητά και οριοθετημένα. Είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη υφίστανται οφέλη και κόστη, ενώ διαχρονικά η έκφραση αυτή λαμβάνει διάφορες μορφές στο φάσμα μεταξύ του «μόνο το όχι είναι όχι» και του «μόνο το ναι είναι ναι», ενώ η αντίληψη πως υφίσταται μονοσήμαντα προσδιορισμένη ορθή επίλυση του προβλήματος αυτού είναι εμφανώς επιφανειακή και ενίοτε προσχηματική. Όσο βαθύτερα αντιληφθούμε τα οφέλη και τα κόστη τόσο καλύτερα θα μπορέσουμε να βρούμε μία χρυσή τομή, πάντα κατά περίπτωση και υπό συνθήκες. Πολλώ μάλλον αν συμπεριλάβουμε στον προβληματισμό αυτό και τις διαδεδομένες περιπτώσεις που «το ναι δεν είναι ναι» η το «όχι δεν είναι όχι» οι οποίες περιπλέκουν το πρόβλημα περαιτέρω και αναδεικνύουν ακόμα πιο έντονα το προαναφερόμενο επιστημολογικό κενό…
  3. Νομική, Ηθική και Αιτιώδης Απόδοση: Το πιο ακανθώδες θέμα στην ευρύτερη συζήτηση περί της συναίνεσης είναι η ενδεχόμενη «ευθύνη» του θύματος σε καταστάσεις επιβολής (= μη συναίνεση), το αμφίσημα γνωστό Αγγλιστί ως «victim blaming». Στο σημείο αυτό η χαμηλή ποιότητα του δημοσίου διαλόγου γίνεται και πρακτικά επικίνδυνη όπως είδαμε. Εν προκειμένω, δεν γίνεται ο διαχωρισμός του νομικού (ποινικού) από τον ηθικό και τον αιτιώδη καταλογισμό ή απόδοση (attribution).
    1. Όπως είδαμε αναλυτικά, ο ποινικός καταλογισμός είναι ο δυσκολότερος αφού θα πρέπει να αποδειχθεί μεταξύ άλλως πως ο θύτης δεν πίστευε εύλογα στην ύπαρξη της συναίνεσης, καθώς οι συνέπειες για τον κατηγορούμενο θύτη είναι οι μέγιστες. Προκειμένου να στερηθούν σημαντικά του δικαιώματα, όπως η ελευθερία, θα πρέπει να τεκμηριωθεί η παραβίαση του νόμου και να διασφαλιστούν τα δικονομικά εχέγγυα που απαιτούνται ώστε να αποδοθεί και να εκτελεστεί η ποινή.
    2. Ο ηθικός καταλογισμός είναι ευκολότερος καθώς μπορούμε να απαιτήσουμε από τον θύτη να έχει ενεργήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίσει την ύπαρξη της συναίνεσης, πάντα υπό τις συνθήκες που διέπουν την αλληλεπίδραση. Αυτό ισχύει καθώς, επειδή η συναίνεση είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη αλληλεπίδραση και η έλλειψή της οδηγεί σε εμφανή ζημία για το θύμα, μεταξύ άλλων στη μείωση της αξιοπρέπειάς του, ο δράστης, προκειμένου να μη καταστεί θύτης οφείλει να διασφάλιση την ύπαρξη της συναίνεσης, εδικά όταν υφίσταται η παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτής. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η ηθική κρίση θα οδηγήσει σε περισσότερες περιπτώσεις καταλογισμού σε σχέση με την ποινική κρίση αλλά όπως είπαμε αυτό είναι καθόλα αποδεκτό καθώς το αποτέλεσμα του ποινικού καταλογισμού είναι η στέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του θύτη ενώ του ηθικού καταλογισμού είναι ως επί το πλείστον η ηθική απαξία.
    3. Εξυπακούεται δε πως ο καταλογισμός στις περιπτώσεις αυτές αφορά αποκλειστικά το θύτη και κανένας νοήμον άνθρωπος με γνώση περί του νόμου και της ηθικής δε θα συζητούσε για καταλογισμό νομικής ή ηθικής ευθύνης στο θύμα στις περιπτώσεις αυτές. Άλλωστε είναι ήδη σαφές από τα παραπάνω πως ο καταλογισμός αφορούσε το θύτη. Ο μόνο τρόπος για να υπάρξει νομικός ή ηθικός καταλογισμός στο θύμα σχετικά με την εν λόγω αλληλεπίδραση είναι αν δεν είναι πράγματι θύμα (π.χ. ψευδή καταγγελία περί μη συναίνεσης).
    4. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως το θύμα δεν μπορεί να έχει συμβάλλει αιτιωδώς στη μη συναινετική αλληλεπίδραση και, ως εκ τούτου να έχει μερίδιο αιτιώδους ευθύνης. Η αιτιώδης αλυσίδα μεταξύ αιτίων και αιτιατού «αδιαφορεί» πλήρως για τις ευαισθησίες μας περί νομικών και ηθικών κανόνων. Για παράδειγμα, η απόφασή μου να κυκλοφορήσω σε μία κακόφημη περιοχή σε ακατάλληλο χρόνο και χωρίς προστασία αυξάνει την πιθανότητά να υποστώ ζημία. Η δε ζημία αυτή ως αιτιατό έχει πολλαπλά αίτια, όπως η απόφασή μου να βρεθώ εκεί και η απόφαση του δράστη να μου προκαλέσει τη ζημία. Ο έλεγχος της αιτιότητας προκύπτει από την απάντηση στο υποθετικό ερώτημα (counterfactual) «τι θα γινόταν στις συνήθεις συνθήκες αν δεν είχε πραγματωθεί το αίτιο». Η απάντηση εδώ είναι απλή: αν δεν είχα βρεθεί στο συγκεκριμένο μέρος δεν θα είχα υποστεί τη ζημία και συνεπώς συνέβαλα αιτιωδώς στην πρόκλησή της. Μάλιστα η συμβολή μου είναι μεγάλη, δεδομένου ότι στο αντίστοιχο υποθετικό ερώτημα του τι θα γινόταν αν δεν είχε ο δράστης αποφασίσει να μου επιτεθεί (να με ληστέψει) η εύλογη απάντηση είναι πως μάλλον, λόγω του κακόφημου της περιοχής, θα είχε βρεθεί κάποιος άλλος να με ληστέψει. Εξυπακούεται, πως αυτός ο καταλογισμός στο θύμα δεν είναι ούτε νομικός ούτε ηθικός όπως είδαμε και κάθε τέτοια σκέψη είναι ανερμάτιστη. Ωστόσο, σε πρακτικό επίπεδο είναι κρισιμότερος για το θύμα καθώς αναδεικνύει τα αίτια της ζημίας και άρα το δρόμο αποφυγής της. Συνεπώς, όσο μεγαλύτερη συμβολή έχει το θύμα στη ζημία από την επιβολή του θύτη τόσο μεγαλύτερο περιθώριο προστασίας έχει: περιορίζει τα αίτια και περιορίζονται οι πιθανότητες ζημίας.
    5. Φυσικά, η δυσκολία εδώ έγκειται στο γεγονός πως τέτοιοι περιορισμοί μπορεί να άπτονται δικαιωμάτων όπως ελεύθερης μετακίνησης ή έκφρασης. Περί δικαιωμάτων θα μιλήσουμε αναλυτικά σε επόμενη συνάντησή μας, ωστόσο επί του παρόντος τονίζω απλά πως η εν λόγω ελευθερίες, καθώς και η πραγμάτωση άλλων δικαιωμάτων γενικότερα, δεν αποκλείει ενδεχόμενες δυσάρεστες συνέπειες (αιτιατά) σύμφωνα με τις επικρατούσες (όχι τις ιδεατές ή επιθυμητές) συνθήκες κατά το χρόνο της πραγμάτωσης αυτής. Συνεπώς η άσκηση μίας ελευθερίας μπορεί να επιφέρει διακινδύνευση ενώ, αντίστροφα, η εξασφάλιση μπορεί να απαιτεί περιορισμό. Άλλωστε οι αιτιώδεις μηχανισμοί είτε της φύσης είτε της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, στο βαθμό που υφίστανται, εξ ορισμού λειτουργούν χωρίς ηθικούς, πολιτικούς, κοινωνικά ή άλλους περιορισμούς (ακριβέστερα: τους έχουν ήδη συμπεριλάβει εντός των αιτιωδών μηχανισμών).

Καλή μελέτη και καλό στοχασμό,

ΣΒ