Please ensure Javascript is enabled for purposes of website accessibility
Νέοι Οδηγοί Βίντεο Προβολή

Μάθημα : Phil-Man: Επιχειρηματική Ηθική και Ηθική των Διαπραγματεύσεων

Κωδικός : PHILOSOPHY1037

PHILOSOPHY891  -  Σεραφείμ Βολιώτης

Ανακοινώσεις

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΠΡΩΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ

Αγαπητοί Σπουδαστές,

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ

  • Μελέτη:
    • Εισαγωγή και πρώτο κεφάλαιο του συγγράμματος
    • Παραπέμπω επίσης στο σχετικό άρθρο του Grice για τον ορθό διάλογο: https://www.ucl.ac.uk/ls/studypacks/Grice-Logic.pdf Paul Grice - Logic and Conversation. Είναι σημαντικό και ευχάριστα εύπεπτο κείμενο σύγχρονης φιλοσοφίας.
    • Σημειώσεις μαθήματος: προς ανάρτηση στην ηλεκτρονική τάξη.
    • Ανασκόπηση: ακολουθεί.
  • Επικοινωνία:
    • Έχω λάβει απαντήσεις σχετικά με το αρχικό mail που έστειλα από μερικούς ακόμα συναδέλφους αλλά λείπουν κάποιες ακόμα επιβεβαιώσεις.
    • Όπως σας ενημέρωσα ήδη θα χρειαστούμε και αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας ώστε να πραγματοποιήσουμε τις διαπραγματευτικές ασκήσεις (βλέπε κατωτέρω), οπότε παρακαλώ όσους δεν έχει λάβει το αρχικό καλωσόρισμα να με ενημερώσετε στις ηλεκτρονικές μου διευθύνσεις πως δεν το έχετε λάβει.
  • Διαπραγματευτικές Ασκήσεις – Εργαστήρια:
    • Αναμένω εντός των επόμενων ημερών ενημέρωση από τη Γραμματεία και θα σας ενημερώσω με τη σειρά μου αμέσως μετά.

 

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Με χαρά παρατήρησα πως ενώ δεν καταφέραμε να καλύψουμε το υλικό που είχα προγραμματίσει, ο λόγος ήταν μια βαθύτερη ανάλυση και ιδιαίτερα ζωντανή συζήτηση, το οποίο είναι εν τέλει το ζητούμενο, ειδικά σε μαθήματα φιλοσοφικού περιεχομένου. Άλλωστε, όπως θα δούμε στην πορεία και όπως εν μέρει ήδη είδαμε μετά από εύστοχο σχόλιο συναδέλφου σας, εφόσον υφίστανται πολλαπλά φιλοσοφικά (ηθικά) πλαίσια αφετηρίας της σκέψης μας αναπόφευκτα καθίσταται κρίσιμη η ικανότητά μας να πείσουμε τους άλλους όχι μόνο για το ορθότητα του επιχειρήματος μας αλλά και για την ορθότητα (ή έστω καταλληλότητα) της επιλογής του αρχικού πλαισίου. Συνεπώς, ο διάλογος και η πειθώ είναι κεντρικά στοιχεία της φιλοσοφικής (ηθικής) ανάλυσης. Ταυτόχρονα, η καλόπιστη διαφωνία είναι όχι απλά ευπρόσδεκτη αλλά αναγκαία για την βελτίωση της σκέψης μας, είτε τη στιγμή της διαφωνίας είτε και μετά όταν επεξεργαζόμαστε το τι συνέβη. Επομένως, όχι απλά δεν χρειάζεται να «ζητήσετε συγγνώμη» για τυχόν διαφωνία σας με εμένα ή άλλον, αλλά, αντιθέτως, να οικειοποιηθείτε τη διαφωνία και να την προβάλετε ευθαρσώς. Θα κερδίσουμε όλοι πολλά περισσότερα από αυτή την πρακτική.

                Σε κάθε περίπτωση, ότι δεν καλύψαμε χθες θα καλύψουμε με καθαρότερο κεφάλι στην επόμενη συνάντησή μας, η οποία εύχομαι πως θα είναι φυσική (περιμένουμε επιβεβαίωση από τη Γραμματεία).

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Δώσαμε και θα συνεχίζουμε να δίνουμε έμφαση στη διαλογική μέθοδο για τους λόγους που εξήγησα. Ορίζω ως ουσιαστικό διάλογο τη συλλογική κριτική σκέψη που αποσκοπεί στην από κοινού αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τη λογική διαδικασία της μεταφοράς της αλήθειας από προκείμενες προτάσεις (τις οποίες γνωρίζουμε ή αποδεικνύουμε ως αληθείς) στα συμπεράσματα – αυτή άλλωστε είναι η δομή και έννοια του επιχειρήματος. Ο διάλογος λοιπόν, τον οποίο ονομάζω καλόπιστο σε αντιδιαστολή με τους διαλόγους επικράτησης (όπου στόχος είναι επιβολή της άποψης ενός έναντι του άλλου), αποσκοπεί στην ανάδειξη της αλήθειας, αδιαφορώντας για την προέλευσή της (ποιανού δηλαδή τα συμπεράσματα είναι αληθή). Ο διάλογος, που όπως είπαμε είναι η συλλογική κρίση, καλωσορίζει την διαφωνία, αρκεί φυσικά να είναι καλόπιστη, δηλαδή να αποσκοπεί στην αλήθεια και όχι την προαποφασισμένη επιβολή ενός επιθυμητού συμπεράσματος.  Θέλω επίσης να τονίσω πως, βασιζόμενοι στης αρχές του καλού διαλόγου που θα διέπει όλες μας τις συζητήσεις καθώς και τα κριτήρια αξιολόγησης των εργασιών σας, η λόγος μας θα πρέπει να είναι ο πληρέστερος αλλά συντομότερος δυνατός (δηλαδή συμπαγής: τα σχετικά και μόνο τα σχετικά), ο σαφέστερος δυνατός (όχι ασάφειες ή αμφισημίες), ο απλούστερος δυνατός (όχι λόγιες εκφράσεις εντυπωσιασμού ή πολυσύνθετοι όροι που κρύβουν αντί να αναδεικνύουν τις έννοιες). Τέλος η γραφή θα πρέπει να είναι ευνόητη και με εύροια: μονοθεματικές και σαφείς παράγραφοι, λογική συνάφεια μεταξύ των προτάσεων της παραγράφου, λογική συνάφεια μεταξύ των παραγράφων κλπ… Εξυπακούεται πως αυτό που περιγράφω είναι ιδιαίτερα δύσκολο  και σημαντικό, γι’ αυτό άλλωστε θα το προσπαθήσουμε.

 

Η κριτική σκέψη είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να καταλήξουμε στην αλήθεια είτε επιστημονικά, είτε φιλοσοφικά, είτε μαθηματικά. Αυτό που αλλάζει είναι  η αφετηρία: Στα μεν μαθηματικά υποθέτουμε πως ισχύουν κάποια αξιώματα και εξ’ αυτών λογικά παράγουμε συμπεράσματα (θεωρήματα) και ούτω καθ’ εξής. Στην επιστήμη η αφετηρία μας είναι η παρατήρηση/μέτρηση γεγονότων καθώς και προσωρινή αποδοχή σχετικών θεωριών εκ των οποίων λογικά παράγονται υποθέσεις πως εμπειρική διερεύνηση (μη απόρριψη) και ούτε καθ’ εξής. Στη δε φιλοσοφία, αφετηρία μας είναι διάφορες αρχές (φιλοσοφικές θεωρίες) επί των οποίων λογικά παράγονται συμπεράσματα. Επειδή αν υφίστατο δυνατότητα εμπειρικής παρατήρησης το αντικείμενο θα εντασσόταν στο επιστημονικό πεδίο, τα εργαλεία κρίσης μίας αμιγώς φιλοσοφικής θεωρίας είναι η λογική (αναζήτηση εσωτερικών αντιφάσεων, λογική πληρότητα, λογική απλότητα) καθώς και η καλλιεργημένη «διαίσθηση» μέσω πειραμάτων σκέψης; π.χ. εξετάζοντας αν η πράξη Χ είναι ηθική μπορούμε κατ’ αρχάς να την εξετάσουμε στα πλαίσια της κατάστασης Α και μετά στα πλαίσια της κατάστασης Β. Αν η διαίσθησή μας υποδεικνύει πως στην κατάσταση Α είναι καλή  και στην κατάσταση Β είναι κακή και έχουμε εμφανή συμφωνία επ’ αυτού τότε αυτός ίσως μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η πράξη Χ είναι καλή ή κακή (ή και ηθικά ουδέτερη) και τον λόγο για τον οποίο καταλήγουμε σε αυτή την κρίση.

 

Είναι σαφές λοιπόν πως, ειδικά στα φιλοσοφικά αντικείμενα και ακόμα περισσότερο στην ηθική που αναζητεί μία εγγενή αξία αφαιρετικού τύπου (σε αντίθεση με την αισθητική που αναζητεί εγγενή αξία που απτού τύπου – την ομορφιά), η εμβέλεια της αξιολογικής μας κρίσης εξαρτάται από την αποδοχή από εκείνους στου οποίους την προτείνουμε, ειδικά στα πλαίσια κοινωνικών πρακτικών όπως η επιχείρηση ή η διαπραγμάτευση.  Για το λόγο αυτό, είναι κρίσιμη όχι μόνο η ατομική κριτική σκέψη αλλά και η συλλογική, δηλαδή ο διάλογος, και γι’ αυτό το λόγο αφιερώσαμε ικανό χρόνο ώστε να επεξεργαστούμε και να αναδείξουμε τα χαρακτηριστικά του (διαλόγου).  Για τον ίδιο λόγο έχει μεγάλη σημασία η αναγνώριση του «βάρους απόδειξης», έννοια που προέκυψε πολύ φυσικά μετά από μία καίρια ερώτηση συναδέλφου σας σχετικά με το κατά πόσο έχουμε λόγο να αναδεικνύουμε αυτονόητες για εμάς προκείμενες προτάσεις.: εφόσον μας ενδιαφέρει, και στον βαθμό που μας ενδιαφέρει, να αποδεχθεί κάποιος την αξιολογική μας (εν προκειμένω ηθική) κρίση, εμείς πρέπει να παραθέσουμε παραγωγικά ορθά – ή έστω επαγωγικά πειστικά – δηλαδή να τεκμηριώσουμε τόσο την λογική σχέση μεταξύ των προκείμενων και του συμπεράσματός όσο και την αλήθεια των προκείμενων. Ταυτόχρονα, βέβαια, και η άλλη πλευρά οφείλει να κρίνει τα επιχειρήματά μας καλόπιστα, που σημαίνει να αμφισβητήσει την λογική συνάφεια όταν εκείνη δεν προκύπτει (π.χ. ελλιπείς ή κρυμμένες προκείμενες) και να αμφισβητήσει στην προτεινόμενη αλήθεια των προκείμενων όταν εκείνες δεν τεκμηριώνονται από τα γεγονότα.

 

Εξυπακούεται πως η επιλογή θεμάτων όπως η «Κλιματική Αλλαγή» αλλά και «οι Δέκα Εντολές» ήταν απόλυτα συνειδητή ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας τους. ¨Όπως τόνισα από την αρχή, δεν υφίσταται κανένα θέμα το οποίο εφόσον κρίνουμε πως είναι σχετικό, δεν θα μπορούμε να εξετάσουμε. Αυτό περιλαμβάνει θέματα όπως η κλιματική αλλαγή που προκαλούν ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση για κάποιους καθώς η θρησκεία/πίστη, η οποία αποτελεί ένα αξιακό σύστημα που εδράζει στην πίστη και όχι στη λογική. Επομένως η θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν είναι και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο κριτικής σκέψης και ανάλυσης ενώ η αποδοχή τους ή μη δεν προκύπτει μετά από επιχειρηματολογία αλλά απλά από πίστη (εσωτερική επιλογή του ατόμου). Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται λόγος να ζητείται από τη θρησκεία να αποδείξει κάτι αλλά ούτε και από τους πιστούς να προσπαθούν να αποδείξουν τις πεποιθήσεις τους. Για τον ίδιο, άλλωστε, λόγο δεν υφίσταται λόγος να συζητούμε για «θρησκευτική ηθική» καθώς η ηθική, ως κλάδος της φιλοσοφίας, εδράζει αποκλειστικά και μόνο στη λογική ανάλυση. [Σημείωση: Θα εξετάσουμε κατά την 6η διάλεξη και την ηθικής προσέγγιση του «συναισθηματισμού» όπως επίσης και αναδρομικού τύπου ψυχικές διεργασίες λήψης ηθικών αποφάσεων. Ωστόσο, για τον ίδιο λόγο θα της απορρίψουμε ως «ηθικές θεωρίες» ή ψυχικές διεργασίες ηθικού τύπου. Αντίστοιχα, απορρίπτουμε εκ των προτέρων τον «ηθικό μηδενισμό» (nihilism) καθώς αν δεν υφίσταται το «κακό» ή «καλό» δεν υφίσταται ο λόγος να προχωρήσουμε με το μάθημα ή, εναλλακτικά, μπορούμε να δεχθούμε είτε ότι ο μηδενισμός είναι ορθός (οπότε ολοκληρώνεται αυτομάτως το μάθημα) είτε ότι είναι εσφαλμένος και συνεχίζουμε όπως έχουμε προγραμματίσει.]

 

Ειδικά το θέμα της κλιματικής αλλαγής ξεδίπλωσε με τον παραστατικότερο τρόπο την έννοια του επιχειρήματος και της κριτικής σκέψης πολύ καλύτερα απ’ ότι ήλπιζα και για το λόγο αυτό ευχαριστώ ιδιαίτερα όλους τους συμμετέχοντες. Ήταν μια πραγματική βιωματική διαδικασία, πιο αποτελεσματική ακόμα και από μία καλή προσομοίωση ή μία μελέτη περίπτωσης. Εμπλακήκατε(με) σε διάλογο περί της κλιματικής αλλαγής αλλά και περί της φύσης του διαλόγου. Όταν δε προέκυψε με τόσο καθαρότητα ο ρόλος που διαδραματίζουν στο διάλογο η κρυφές προκείμενες προτάσεις, και η ένταση που μπορεί αυτή να προκαλέσει, έμεινα ήσυχος πως το μήνυμα πέρασε προς όλους σας και πως θα έχει διάρκεια στη σκέψη σας. Μάλιστα η ικανοποίησή μου πολλαπλασιάστηκε όταν με αφορμή τη συζήτηση για τις 10 εντολές μία συνάδελφός σας, βασιζόμενη σε αυτές ακριβώς τις έννοιες, με διόρθωσε αναδεικνύοντας την έλλειψη στη δική μου επιχειρηματολογία σχετικά με άλλες προκείμενες που μαζί με τις 10 εντολές αποτελούν το συνολικό πλέγμα βάσει του οποίου θα πρέπει να εξαχθεί το τελικό συμπέρασμα. Ελπίζω να αντιλαμβάνεστε πως αν συνεχίζετε να έχετε αυτού του είδους την απορρόφηση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τότε θα με αναγκάσετε (παρά τη θέλησή μου…) να εμβαθύνω αναλογικά περισσότερο από όσο είχα υπολογίσει.

 

ΗΘΙΚΗ, ΙΔΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ & ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Όπως οριακά προλάβαμε να δούμε, η αξιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με την εγγενή απόδοση αξίας που δεν συνδέεται με το όφελος της ελεγχόμενης πράξης ή αντικειμένου. Η αξία αυτή λαμβάνει δύο μορφές, του όμορφου και του καλού που αντιστοιχούν στους κλάδους της αισθητικής και της ηθικής. Συνεπώς, η μελέτη της ηθικής αλλά και η ηθική αξιολόγηση υπερβαίνει το τι είναι ωφέλιμο για τον δράστη (το ηθικό υποκείμενο) είτε άμεσα είτε έμμεσα.

                Ταυτόχρονα, από τη συζήτηση για τις 10 εντολές προέκυψε και η έννοια του ηθικού φορτίου (εκείνα τα αντικείμενα που σχετίζονται με την ηθικής και αποτελούν το αντικείμενο της ηθικής ανάλυσης). Για παράδειγμα, το «ου φονεύσεις» αντιλαμβανόμαστε όλοι γιατί έχει ηθικό φορτίο, ενώ το «εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου» δεν φαίνεται να έχει σχέση με την ηθική αλλά με ισχύ, επιβολή, και τη κυριότητα. Επίσης μιλήσαμε και για το «ηθικό πρόσημο» το οποίο όπως ορθότατα επισήμανε ένας συνάδελφός σας δεν έχει τη φύση του αριθμητικού πρόσημου (παρά τα σύμβολα που χρησιμοποίησα) αν και, όπως εξαιρετικά εύστοχα επισήμανε άλλος συνάδελφός, ο λόγος δεν είναι αυτός που επεσήμανε ο πρώτος συνάδελφός σας (καθώς το ηθικό πρόσημο της υπό απαγόρευση πράξης «φονεύσεις» αντλείται από το αρνητικό «ου» και δεν συνδυάζεται σε αλληλουχία με αυτό). [Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνω την «προειδοποίηση» μου στο τέλος της προηγούμενης ενότητας περί εμβάθυνσης.] Είδαμε επίσης πως τα πρόσημα αυτά ταυτίζονται εννοιολογικά με την έννοια του καλού και του κακού, αντίστοιχα, και πως οι δύο αυτές έννοιας (και άρα το πρόσημα) δεν είναι καν λογικά αντίθετα καθώς το αντίθετο του καλού δεν είναι το κακό αλλά το «μη καλό» το οποίο μπορεί να είναι είτε κακό είτε ηθικά ουδέτερο (ή αδιάφορο όπως το χαρακτήρισε συνάδελφός σας), και τούμπαλιν για το αντίθετο του κακού. Θα συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση με την εισαγωγή στη μετα-ηθική στην επόμενη συνάντησή μας.

                Το μόνο που προλάβαμε να πούμε σε σχέση με τη φύση του καλού και του κακού είναι πως, εφόσον δεν σχετίζονται με το ίδιο συμφέρον αλλά θα πρέπει να σχετίζονται κάπως με το όφελος ή τη ζημία, θα πρέπει εν τέλει οι ωφελημένοι ή οι ζημιωμένοι να είναι, τουλάχιστον κατ’ αρχάς, αόριστοι άλλοι και όχι συγκεκριμένοι. Βασιζόμενοι σε αυτή τη σκέψη, αναγνωρίσαμε πως η επιδίωξη του κοινού οφέλους (common good) σε μία κοινωνία (Πολιτεία) δεν μας καθιστά καλούς με την ηθική έννοια αφού είναι προσδιορισμένοι οι ωφελημένοι και μάλιστα σχετίζονται με εμάς εμμέσως (αφού εμείς ωφελούμαστε από την αρμονική κοινωνική συνύπαρξη).  Μας καθιστά όμως Αριστοτελικούς πολίτες, αντί για ιδιώτες (idiots?). Με τον τρόπο αυτό μπορούμε, έσω και σε εισαγωγικό επίπεδο, βασιζόμενοι πάνω στο συμφέρον, να διαχωρίσουμε τρία ιδιαίτερα σημαντικά πνευματικά πεδία: τα Οικονομικά (ίδιο συμφέρον), την Πολιτική (κοινό συμφέρον), και την Ηθική (συμφέρον/όφελος/μη-ζημία των ….?). Εξυπακούεται πως θα χρειαστούμε πολλές ώρες προκειμένου να εξελίξουμε αυτή τη σκέψη.  

                Σε κάθε περίπτωση όμως είδε εμφανίστηκε ένα μεγάλο εννοιολογικό εμπόδιο σε σχέση με το εν θέματι αντικείμενο του μαθήματός μας. Πως είναι δυνατόν να μιλάμε για «επιχειρηματική ή διαπραγματευτική ηθική» όταν η ηθική – ότι και αν είναι – είναι πάντως φύσει υπερβατική (υπερβαίνει το ίδιο συμφέρον) ενώ η επιχειρηματικότητα, αλλά και η διαπραγμάτευση όπως θα δούμε, αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση του ίδιου οφέλους; Μήπως εν τέλει έχουν δίκιο όσοι διατείνονται πως η έκφραση αυτή είναι ένα οξύμωρο σχήμα;  Αν είχαν δίκιο τότε, όπως και με τον ηθικό μηδενισμό, το μάθημα δεν θα είχε νόημα. Θα πρέπει λοιπόν να ξεπεράσουμε το εμπόδιο αυτό με πολύ μεγάλη προσοχή: η ανάλυση της ηθικής είναι ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη, πολλώ μάλλον όταν εντάσσεται σε πεδία που είναι αμιγώς ανταγωνιστικά, όπως η επιχειρηματικότητα ή ο πόλεμος. Τουλάχιστον εμείς ευτυχώς βρισκόμαστε στο λιγότερο ανταγωνιστικά από τα ανωτέρω δύο πεδία…

 

Πολύ καλή μας αρχή λοιπόν,

ΣΒ