ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΕΚΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ
- Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2024 - 11:24 π.μ. -

Αγαπητοί Σπουδαστές,

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ

  • Δυστυχώς παρά την αυξημένη σημασία της τελευταίας μας συνάντησης, ελλείψει χρόνου, δεν κατάφερα να την παραδώσω με άνεση που απαιτείτο και γι’ αυτό απολογούμαι. Θα προσπαθήσω να αναπληρώσω με την ανασκόπηση που ακολουθεί.
  • Σημειώσεις θα αναρτηθούν από τη γραμματεία το συντομότερο.
  • Την ερχόμενη εβδομάδα, αν έχω καταλάβει ορθά, θα έχετε και τους βαθμούς των εργασιών. Θυμίζω πως η βαθμολόγηση είτε της εργασίας είτε των εξετάσεων αποτελεί την δική μου κρίση επί ενός γραπτού που συντάξατε και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αντικειμενική κρίση περί της πνευματικής σας υπόστασης. Ωστόσο, προτείνω θερμά να την λάβετε υπ’ όψιν ως ένα στοιχείο σχετικά με την πρόοδό σας στο συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο. Ειδικά για όσους είχαν χαμηλή βαθμολόγηση θα αποστείλω ιδιαιτέρως κάποια σχόλια με σκοπό να βοηθηθούν.
  • Θυμίζω πως για την βέλτιστη προετοιμασία απαιτείται αρκετό άγχος που να βοηθά στην συγκέντρωση αλλά όχι τόσο ώστε να καθηλώνει. Ο καθένας έχει τα δικά του όρια τα οποία εύχομαι να σταθμίσετε ορθά και, σε περίπτωση που νιώσετε αυξημένο άγχος σας πρότεινα ήδη τις επιστημονικά διαπιστωμένες μεθόδους διαχείρισής τους (καμία εκ των οποίων δεν περιλαμβάνει τη χρήση οιασδήποτε πρόσθετης ουσίας).

 

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

 

Ανθρωπιστική Διοίκηση (Humanistic Management)

Η ανθρωπιστική διοίκηση εδράζει στη θέση πως επειδή οι επιχειρήσεις (και εταιρείες) απαρτίζονται από ανθρώπους και εξυπηρετούν ανθρώπους και ανθρώπινες ανάγκες εν τέλει, η αμιγώς οικονομική θεώρηση της αρίθμησης και βελτιστοποίησης είναι περιοριστική και δεν μπορεί να περιγράψει όλες τις πτυχές της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

            Είδαμε, πιο συγκεκριμένα, πως σύμφωνα αυτή η τάση σκέψης αρνείται τον διαχωρισμό μεταξύ της οικονομικής θεώρησης και της ανθρωπιστικής θεώρησης και, εν τέλει, στην εστίαση στο οικονομικό αποτέλεσμα ως μόνο ζητούμενο της οικονομικής δραστηριότητας. Σε βαθύτερο φιλοσοφικό επίπεδο είδαμε πως υφίστανται δύο διακριτά θέματα:

 

  1. Το πρόβλημα της μείωσης των διαστάσεων (dimension reduction): Το πρόβλημα αυτό εστιάζει στην απώλεια πληροφορίας (γνώσης) που προκύπτει όταν μειώνουμε τις διαστάσεις του υπό παρατήρηση φαινομένου ή αντικειμένου ώστε να μπορούμε να το διαχειριστούμε καλύτερα. Στην περίπτωση της οικονομικής δραστηριότητας αυτό συνήθως γίνεται με αναφορά στο οικονομικό αποτέλεσμα, που στην σύγχρονη κοινωνία, μετριέται με το χρήμα. Συνεπώς προκύπτει μια μονοδιάστατη απεικόνιση που επιτρέπει την ευκολότερη κατανόηση του προβλήματος καθώς και την ευκολότερη ιεράρχηση (π.χ. πλουσιότερος - ισχυρότερος), αλλά όχι την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος. Η πρακτική αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη όταν υφίστανται ιδιαίτερα πολλά δεδομένα και πρακτικός/ουσιαστικός λόγος για την μείωση των διαστάσεων και πάντα υπό την προϋπόθεση πως μειώνονται οι διαστάσεις που δεν έχουνε αποτυπωμένη πολλή και χρήσιμη πληροφορία. Στην περίπτωση όμως των ανθρώπων και της οικονομικής δραστηριότητας οι ανθρώπινες διαστάσεις είναι πλείστες, κάποιες – οι περισσότερες - είναι ιδιαίτερα ουσιαστικές και οι περισσότερες επίσης εμπεριέχουν σημαντική ποσότητα πληροφορίες. Συνεπώς, η εστίαση σε μία διάσταση, εκείνη του χρήματος, συμβάλει μεν στην άτυπη κοινωνική ιεράρχηση και διαστρωμάτωση που ενδέχεται να έχει εξελικτικό βάση, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλει στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσωπικότητας. Επομένως, σχεδόν αυτονόητα, είναι ηθικά μεμπτή.

 

  1. Το πρόβλημα της μέτρησης (incommensurability): Ένα παρεμφερές πρόβλημα είναι πως ακόμα και αν θεωρούσαμε πως για λόγους πρακτικής δίναμε έστω έμφαση στο οικονομικό αποτέλεσμα, δεν είναι καν σαφές τι είναι αυτό στην πραγματικότητα. Η πρώτη σκέψη είναι η καθαρή περιουσία (δηλαδή ενεργητικό μείον υποχρεώσεις) το οποίο όμως είναι μία καθαρά λογιστικά εικόνα και «φωτογραφία της στιγμής». Δεν δηλώνει με σαφήνεια την δυνατότητα παραγωγής και δημιουργίας πλούτου. Υπάρχουν πολλές άλλες μετρήσεις που στα αντίστοιχα νοητικά πεδία περιγράφουν την «αξία» μίας επιχείρησης και συχνά οι μετρήσεις αυτές δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Συνεπώς, ακόμα στην αυστηρά περιοριστική οικονομική θεώρηση θα έχουμε σημαντική δυσκολία να ορίσουμε το «βέλτιστο».

Αντίστοιχο πρόβλημα βέβαια έχουμε στην ηθική όπου η δυνατότητα για πολλαπλές αφετηρίες (ηθικές θεωρίες ή αρχές) επιφέρει πολλαπλά και εν δυνάμει αντιφατικά συμπεράσματα (δηλαδή ηθικές αξιολογήσεις).

Γι’ αυτό άλλωστε δανείστηκα από το οικονομικό και στατιστικό πεδίο της έννοια της στιβαρότητας (robustness): όταν καταλήγουμε σε κοινό ή συναφές συμπέρασμα από διαφορετικές αφετηρίες είμαστε πιο βέβαιο για την αξιολόγησή μας (είτε ηθική είτε οικονομική).

 

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Δεδομένου του κοινά αποδεκτού πλαισίου της διεκδίκησης του κέρδους στην επιχειρηματικότητα, και δεδομένης της θεμελιώδους αρχής της ηθικής πως το καλό είναι υπερβατικό, δηλαδή δεν προωθεί το ίδιο συμφέρον, προκύπτει κατ’ αρχάς πως η επιδίωξη του κέρδους δεν μπορεί να συνδυάζεται με το καλό. Έχει όμως νόημα η επιχειρηματική ηθική καθώς τουλάχιστον στην επιδίωξη του κέρδους μπορούμε/πρέπει να αποφεύγουμε το κακό. Δηλαδή, έστω, να επιλέγουμε ηθικά ουδέτερες πράξεις. [Δεν αναφέρουμε σε ηθικά καλές κερδοφόρες πράξεις καθώς, αν θεωρήσουμε πως οι επιχειρήσεις επιδιώκουν το μέγιστο όφελος τότε αν μία πράξη είναι και καλή και κερδοφόρα, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν πιο κερδοφόρα αν δεν ήταν ταυτόχρονα καλή…].

            Όμως δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να σχετίσουμε την επιχειρηματικότητα με την θετική ηθική (την επιδίωξη του καλού) με αυθεντικό τρόπο, καθώς η απλή αναφορά στην «εταιρική κοινωνική ευθύνη» τη «βιωσιμότητα» το «ESG» και λοιπές εκφράσεις δεν έχουν απαραίτητα ηθική βαρύτητα ενώ, στις περιπτώσεις που είναι υποκριτικές, έχουν αρνητική ηθική βαρύτητα.

            Το σημαντικό πρόβλημα σε αυτή τη συσχέτιση μεταξύ επιχειρηματικότητας και αναζήτησης του καλού είναι πως οι επιχειρήσεις, εξ’ ορισμού, επιδιώκουν του μέγιστο κέρδος και, σύμφωνα με επιφανείς οικονομολόγους, ήδη προσφέρουν πολλά στην κοινωνία με την παροχή εργασίας καθώς την ανταγωνιστική καινοτομία και παραγωγή προϊόντων που ικανοποιούν ανάγκες των πελατών, όλα εκ των οποίων θα ήταν ανύπαρκτα χωρίς αυτές. Εφόσον όμως προκύπτουν από την ελεύθερη βούληση των μετόχων-εταίρων που επενδύουν τα κεφάλαιά τους και αναλαμβάνουν τους σχετικούς οικονομικούς κινδύνους, θα πρέπει αν είναι απόλυτα σεβαστή και η επιθυμία τους για την μεγιστοποίηση τους κέρδους, στα πλαίσια πάντα των νόμων. Συνεπώς, έννοιες όπως «κοινωνική εταιρική ευθύνη» είναι κατ΄ αρχάς παράδοξες και εξ’ αυτού, συχνά υποκριτικές. Υποκρύπτουν δηλαδή την επιθυμία κάποιων επιχειρήσεων να προβάλουν κοινωνικά υπεύθυνο προσωπείο προκειμένου να  βελτιώσουν την εταιρική εικόνα με απώτερο, όμως στόχο, το βασικό σκοπό που είναι η βελτιστοποίηση τους κέρδους.

            Ωστόσο, υφίστανται περιπτώσεις που κερδοσκοπικές επιχειρήσεις επιδιώκουν το καλό γνησίως (άσχετα αν έχουν ως ταυτόχρονη πρόθεση και το κέρδος). Για την επίλυση αυτού του παράδοξου φαινομένου θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως μπορεί η συγκεκριμένη εταιρική κουλτούρα να μην εστιάζει στην απόλυτη μεγιστοποίηση τους κέρδους αλλά να έχει θέσει κάποια όρια πέραν των οποίων ο υπερβάλλον πλούτος μπορεί να διανεμηθεί πίσω στην κοινωνία. Σε γενικότερο και πιο θεωρητικό επίπεδο, ωστόσο, απαιτείται πιο σύνθετη εξήγηση.

            Η πιο σύνθετη εξήγηση στο ηθικό πεδίο δύσκολα θα αποφύγει την βαθύτερη εννοιολογική ανάλυση και, εν προκειμένω την αναφορά στην οντολογία της επιχείρησης. Προς το παρόν έχουμε αναγνωρίσει μία οντολογική κλάση με ηθική υπόσταση, τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την θέση της ανθρωπιστικής διοίκησης η επιχείρηση-εταιρία δεν μπορεί να αποκοπεί από τον άνθρωπο που την απαρτίζει. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για την δημιουργία διαφορετικής οντολογικής κλάσης καθώς η έννοια της συλλογικότητας (συνόλου) των ανθρώπων υφίσταται χωρίς να απαιτείται νέα έννοια «ύπαρξης». Υπάρχουν όμως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της επιχείρησης-εταιρείας που υποδηλώνουν την νέα αυτή μορφή ύπαρξης: (α) το πλάσμα διακαίου της «νομικής προσωπικότητας» που είναι κοινό σε πολλές έννομες τάξεις και (β) η παροχή αυθύπαρκτων δικαιωμάτων σε νομικές προσωπικότητες, όπως το δικαίωμα στην περιουσία, το δικαίωμα στη δικονομία (ενεργητική νομιμοποίησης – δηλαδή να ασκήσει αγωγή προσκειμένου να προστατεύσει τα λοιπά δικαιώματά της) και το δικαίωμα στην προστασία της φήμης της, το δικαίωμα στην «κληρονομιά» (οιονεί καθολική διαδοχή σε περίπτωση συγχώνευσης εταιρειών) κλπ… Συνεπώς, είναι σαφές πως αποδίδουμε στην επιχείρηση δικαιώματα που απολαμβάνουν και οι άνθρωποι και την δυνατότητα να τα προασπίσει. Την αντιμετωπίζουμε δηλαδή ως μια αυθύπαρκτη οντολογική κατηγορία.

            Ωστόσο αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την απαίτησή μας για «κοινωνική ευθύνη» των εταιρειών παρά μόνο αν συνδυάσουμε αυτή τη σκέψη με προγενέστερη μας σύνδεση μεταξύ δικαιωμάτων και ευθυνών. Θυμίζω ήδη από την δεύτερη και τρίτη συνάντησή μας πως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους περιορισμένους πόρους οι οποίοι όμως απαιτούνται για την προάσπιση δικαιωμάτων, τα δικαιώματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ευθύνη όλων για την προάσπισή τους και την δημιουργία των πόρων που απαιτούνται προς αυτό. Παρά την γενική αρχή της συμμετρίας, φυσικά δεν είναι όλοι ικανοί να συνεισφέρουν το ίδιο (ζήτημα διανεμητικής ηθικής) αλλά ως γενικός και αόριστος κανόνας, από ηθικής άποψης, όση μεγαλύτερη δυνατότητα έχει κανείς (επίδρασης – agency) τόσο μεγαλύτερη ευθύνη έχει ενώ όσο λιγότερη δυνατότητα τόσα περισσότερα δικαιώματα. Σε κάθε περίπτωση, η κερδοσκοπική επιχείρηση-εταιρεία έχει δυνατότητα (πόρους) και εφόσον διεκδικεί δικαιώματα από ηθικής άποψης αναλαμβάνει και σχετικές ευθύνες οι οποίες, ενδεχομένως δεν εξαντλούνται στην παροχή εργασίας και προϊόντων που ικανοποιούν ανάγκες. Πολλώ μάλλον αν σταθμίσει κανείς πως ενώ στην ανθρώπινη οντολογική κατηγορία ή ύπαρξη προκύπτει από φυσική διεργασία, στην πλάσμα δικαίου που λέγετε εταιρεία, η ύπαρξη οφείλεται σε κοινωνική δράση και, συνεπώς, η εταιρεία θα έπρεπε να σταθμίσει σοβαρά το καλό της κοινωνίας στην οποία οφείλεται η ίδια της η υπόσταση και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή.

 

Η εταιρική κοινωνική ευθύνη αποτελεί το σκέλος του S στο ακρωνύμιο ESG (environment, social, governance). Το δε G το έχουμε ήδη αναλύσει μέσα από τη συζήτησή μας για την εταιρική παρανομία και διαφθορά: governance, άλλως χρηστή διοίκηση, αναφέρεται στην προσπάθεια να τεθούν ορθοί κανόνες για την διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων καθώς, ακριβώς επειδή τα όργανα διοίκησης είναι συλλογικά υφίσταται συνήθως διάχυση ευθύνης και συνεπακόλουθη ανευθυνότητα, ενώ λόγω του διαχωρισμού ιδιοκτησίας (μέτοχοι) και διοίκησης (ΔΣ) υπάρχουν και ενδεχόμενο σύγκρουσης συμφερόντων και κατάχρησης της σχέσης εντολής (εμπιστοσύνης). Παραπέμπω στην σχετική συζήτησή μας στις προηγούμενες συναντήσεις μας.

 

Τέλος το σκέλος του Environment συνδέεται με την έννοια του Sustainability (βιωσιμότητα) και προέκυψε σε μεγάλο βαθμό σε σχέση με την αναγνώριση της επαπειλούμενης (ή υφιστάμενης) κλιματικής αλλαγής. Το σκεπτικό εδράζει στην έννοια της επιστασίας (stewardship) πως η χρήση των πόρων θα πρέπει να γίνεται ώστε κάθε γενιά να παραδίδει τον πλανήτη στην επόμενη σε κατάσταση εξίσου καλή ή καλύτερη από εκείνη που παρέλαβε. Φυσικά, η κερδοσκοπία μπορεί να έρθει σε αντίθεση με αυτό και για το λόγο αυτό έχει προκύψει η σύνδεση των δεικτών απόδοσης των εταιρειών με το περιβαλλοντολογικό τους αποτύπωμα. Ωστόσο, αυτού του είδους οι σκέψεις και συνδέσεις δεν είναι αμιγώς ηθικές ούτε απαραίτητα προάγουν την ηθική σκέψη, είτε διότι δε είναι αυθεντικές από πλευράς των εταιρειών που τις ασπάζονται (οι οποίες συχνά υποχρεούνται να ακολουθήσουν για λόγους κατακραυγής), είτε διότι αποτελούν μόδα ακτιβιστών που έχουν αλλότριους κοινωνικο-πολιτικούς σκοπούς. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν οι προθέσεις είναι αυθεντικές ελλείπει η ουσιαστική ηθική σύνδεση καθώς δεν είναι καθόλου σαφές γιατί τα ζώα, τα φυτά, το άβιο γήινο περιβάλλον, το άβιο σύμπαν ή το πνευματιστικό υπερπέραν (με οποιοδήποτε μορφή και αν περιγράφεται) έχουν την παραμικρή ηθική υπόσταση ώστε η προστασία τους να φέρει ηθικό φορτίο. Απαιτείται δε ουσιαστική αιτιολόγηση αυτού του μεγάλου λογικού άλματος καθώς η ίδια η φύση, όπως γνωρίζουμε πως λειτουργεί, όχι μόνο δεν επιδεικνύει το παραμικρό ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των ζώων, των φυτών, των άβιων γήινων πραγμάτων αλλά και του ιδίου του σύμπαντος. Η τροφική αλυσίδα αποδίδει στο ισχυρό ζώο την δυνατότητα να αφαιρέσει χωρίς ενδοιασμό τη ζωή ενός άλλου ζώου ή φυτού, οι κεραυνοί καταστρέφουν με χαρακτηριστική άνεση και περιοδικότητα τα δάση, τα πτώματα των ζώων μολύνουν συστηματικά τον υδροφόρο ορίζοντα, η γη μετά βεβαιότητας θα καταστραφεί από τον ήλιο που της δίνει ζωή (εκτός αν προλάβει κομήτης ή αστεροειδής), και εν σε κάθε περίπτωση το ίδιο το σύμπαν θα καταλήξει σε απόλυτη ομοιομορφία (το εντελώς αντίθετο της οργάνωσης και της ζωής) και, πιθανώς να γεννηθεί εκ νέου μέσα από ένα επόμενο big bang και ούτω καθεξής. Κανένα δικαίωμα καμίας οντολογικής κλάσης δεν υπεισέρχεται στην εν λόγω διαδικασία.

            Για το λόγο αυτό, αν θέλουμε να αποδώσουμε εμείς οι άνθρωποι ηθική υπόσταση σε ζώα ή το άβιο περιβάλλον θα πρέπει με κάποιο τρόπο να το συνδέσουμε με υφιστάμενες ηθικές αρχές ή να αυθαιρετήσουμε απλά απαιτώντας το. Η οικονομία της λογικής σκέψης προτρέπει στην πρώτη στάση και αυτό μπορεί να συμβεί με απόλυτη φυσικότητα αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την υφιστάμενη και υποβόσκουσα έννοια του χρόνου: Βασική ηθική αρχή είναι το καλό (μη κακό) των ανθρώπων και συνήθως αυτό το εξετάζουμε στατικά. Προσθέτοντας τους μελλοντικούς ανθρώπους όλη η συζήτηση για την ηθική υπόσταση του περιβάλλοντος επιστρέφει στην ανθρωποκεντρική της βάση και μάλιστα οριοθετείται λογικά.

            Είδαμε μάλιστα, πως αυτή η επέκταση βοηθά στην εξέταση και άλλων ηθικών διλημμάτων όπως τις σχέσεις μεταξύ των υφιστάμενων γενεών (πάντα σε συνάρτηση με την άμεση σύνδεση μεταξύ δικαιωμάτων και ευθύνης καθώς και την δυνατότητα επίδρασης του καθενός). Είναι συνεπώς ηθικό θέμα η προάσπιση των δικαιωμάτων και των παιδιών, και της παραγωγικής ηλικίας, και των υπερηλίκων και των αγέννητων ανθρώπων (μελλοντικών γενεών) και η συμπεριφορά μας θα πρέπει να το λαμβάνει υπ’ όψιν. Το γεγονός πως υφίσταται «ψυχολογική απόσταση» μεταξύ του τώρα και του (πολύ) μετά, δεν ενδιαφέρει την ύπαρξη ηθικού φορτίου, ωστόσο ίσως επηρεάσει την ηθική αξιολόγηση, ανάλογα πάντα με την ηθική θεωρία που αρμόζει στο κάθε επιμέρους θέμα.

Και με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό, επειδή ο χρόνος κυλά μεν προς μία κατεύθυνση (σύμφωνα πάντα με τις υφιστάμενες φυσικές θεωρίες) αλλά έχει δύο κατευθύνσεις, την ίδια ακριβώς ηθική προστασία οφείλουμε και στις παρελθούσες γενιές, οι οποίες μάλιστα έχουν μηδενική δυνατότητα επίδρασης. Για το λόγο αυτό ο σεβασμός την παράδοση και την ιστορία δεν έχουν μόνο ανθρωπολογική ή επιστημολογική αξία αλλά και βαθύτατα ηθική.

 

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ & ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

Το συγκεκριμένο θέμα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και σημαντικό καθώς κινούμαστε όλο και περισσότερο (με εκθετικό ρυθμό) σε κοινωνία της πληροφορίας. Όσο δε επιλύονται τεχνικά ζητήματα και η τεχνολογία αναπτύσσεται με ασύλληπτα γοργούς ρυθμούς, η διαχείρισή της γενικά και η ηθική της διαχείριση πιο συγκεκριμένα αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία.

Κατ’ αρχάς ορίσαμε την πληροφορία, σε σχέση με τα δεδομένα και την γνώση. Με πολύ μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα πως παρά την τεχνική προσέγγιση με την οποία ξεκίνησε αυτή η κατανόηση στην δεκαετία 1950, μπορέσαμε να αναπτύξουμε τα ουσιαστικά στοιχεία των εννοιών αυτών χωρίς εμφανής τεχνικές (μαθηματικές) αναφορές. Μάλιστα, το ετυμολογικό σχόλιο ενός συναδέλφου σας ανέδειξε ακόμα περισσότερο την ουσία των εννοιών αυτών. Αν μπορούμε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα και χωρίς σύνθετες τεχνικές αναφορές να αναδείξουμε την ουσία τόσο σημαντικών και δύσκολων εννοιών, είναι σαφές που είμαστε σε πολύ καλό δρόμο.

Τα δεδομένα λοιπόν προκύπτουν από την παρατήρηση, οι πληροφορίες σχετίζονται με την αβεβαιότητα που προκύπτει από την κατανομή των δεδομένων, και η γνώση συνδέεται με την πληροφορία απαραιτήτως μέσα σε ένα εννοιολογικό και πρακτικό πλαίσιο σκέψης το οποίο απαιτεί κάποιας μορφής νόημα ή σκοπό. Χωρίς νόημα και σκοπό η πληροφορία απλά μετρά το βαθμό αβεβαιότητας κάποιων δεδομένων σε σχέση με κάποια άλλη και δεν είναι χρήσιμη.

           

Η επικοινωνία, αντιστοίχως, είναι η ανταλλαγή δεδομένων ή πληροφοριών, και εξ’ ορισμού προϋποθέτει την αλήθεια αυτών των δεδομένων ή πληροφοριών, ακριβέστερα την πρόθεση για αλήθεια καθώς σφάλματα στην επικοινωνία μπορεί να συμβούν. Θα μπορούσε κανείς να ορίσει την επικοινωνία ευρύτερα, δηλαδή τη μεταφορά μηνυμάτων ασχέτως αν ο πομπός γνωρίζει πως το μήνυμα δεν είναι αληθές, ωστόσο, εφόσον έχουμε ήδη συνδέσει την πληροφορία με την γνώση (και μάλιστα μέσα σε νοηματικό πλαίσιο ή λειτουργικό σκοπό), η παραπληροφόρηση αναιρεί την ίδια γνώση (που σχετίζεται εξ’ ορισμού με την αναζήτηση της αλήθειας) και συνεπώς καθιστά αυτού του τύπου την «επικοινωνία» μη επικοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, είναι αυτονόητο πως στο ηθικό πεδίο θα πρέπει να ασπαστούμε τη στενή έννοια της επικοινωνίας καθώς είναι ιδιαίτερα δύσκολο (έως αδύνατο) να αιτιολογήσουμε ηθικά το ψεύδος. [Σημείωση: σε σπάνιες περιπτώσεις ενδέχεται να μπορεί να προταθεί επιχειρηματολογία για την υποστήριξη των λεγόμενων «λευκών ψεμάτων» αλλά και αυτό είναι αμφισβητήσιμο και σε κάθε περίπτωση πολύ ιδιαίτερο ώστε να προάγει την παραπληροφόρηση ως επικοινωνία.]

            Αντιστοίχως είδαμε και άλλες μορφές ψευδο-επικοινωνίας όπως: ηθελημένη αοριστία ή αμφισημία, μπουρδολογία (προσπάθεια εντυπωσιασμού με αδιαφορία για την αλήθεια: (α) κοινωνική, ψευδοεπιστημονική ή λόγια φαμφαρολογία)  ή και άλλες τακτικές όπως οι μπλόφες (ειδικά στο πεδίο των διαπραγματεύσεων). Η μπουρδολογία, εν προκειμένω, είναι μεγάλη πληγή για τον σύγχρονο κόσμο και επιδεινώνεται από την προβολή που μπορεί να προσφέρουν τα εικονικά κοινωνικά δίκτυα.

            Η ανηθικότητα της διαστρέβλωσης της επικοινωνίας, σε κάθε της μορφή είναι σαφής: η επικοινωνία στοχεύει στη μετάδοση της πληροφορίας με απώτερο σκοπό την προώθηση της γνώσης. Κάθε αλλότριος σκοπός (παραπληροφόρηση, σύγχυση, εντυπωσιασμός) αλλοιώνει αυτή την προσπάθεια και υπονομεύει την χρήσιμη μεταφορά της πληροφορίας και την δημιουργία γνώσης. Επειδή δε η γνώση σχετίζεται με το νοηματικό πλαίσιο ή τον σκοπό, η υπονόμευσή της υπονομεύει εν τέλει την ικανοποίηση βασικών αναγκών (έλλειψης) ή ανώτερων αναγκών (ανάπτυξης). Η υπονόμευση των πρώτων προκαλεί ζημία (harm) και των δεύτερων προκαλεί εμπόδια στην ευδαιμονία και το ευρύτερο καλό, όπως έχουμε ήδη συζητήσει.

 

Το ζήτημα αποκτά αυξημένο ηθικό φορτίο στο πλαίσιο της κερδοσκοπίας μίας επιχείρησης. Για την επιτυχία της επιχειρηματικής δραστηριότητας απαιτείται η αντιστοίχηση των χαρακτηριστικών των προΪόντων/υπηρεσιών με τις ανάγκες των πελατών (marketing), η επικοινωνία των χαρακτηριστικών αυτών στις κατάλληλες δημογραφικές ομάδες (διαφήμιση) καθώς και η προσωπική επαφή μελών της επιχείρησης με πελάτες προκειμένου να ολοκληρωθεί η παροχή (διαπραγμάτευση – πώληση).

            Είδαμε πως ειδικά στο δεύτερο στάδιο, εκείνο της διαφήμισης, υφίσταται αρκετή παραπληροφόρηση αλλά και χειραγώγηση. Υφίσταται ολόκληρο επιστημονικό πεδίο, εκείνο της ψυχολογίας του καταναλωτή, που εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο ένας καταναλωτής λαμβάνει τα διαφημιστικά μηνύματα (και όχι μόνο), ώστε να αυξηθεί το ποσοστό εκείνων που θα εκλάβει θετικά το μήνυμα και να είναι πιο πιθανό να προβεί στην αγορά. Είδαμε επίσης πως σε διαφημίσεις και άλλου τύπου προβολές των προϊόντων (π.χ. εκθέσεις) μπορεί να κρύβονται υποβόσκοντα αλλά πολύ ισχυρά αλλότρια μηνύματα που ενεργοποιούν άλλους ψυχολογικούς μηχανισμούς (π.χ. ανασφάλεια, ματαιοδοξία, ναρκισσισμό) ώστε να ενισχύσουν την πιθανότητα αγοράς. Εξυπακούεται πως οι πρακτικές αυτές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις επικοινωνίας που θέσαμε παραπάνω, άσχετα αν τιτλοφορούνται ως «εταιρική επικοινωνία» κατ’ ευφημισμό, και προφανώς είναι ηθικά μεμπτές.

 

Ωστόσο, στην εποχή μας έχουμε ακόμα μεγαλύτερες καταχρήσεις τις επικοινωνίας και της πληροφορίες στα εικονικά ηλεκτρονικά δίκτυα, τα οποία καταχρηστικά (και πάλι κατ’ ευφημισμό) ονομάζουμε κοινωνικά καθώς αποτελούν σχεδόν τον ορισμό της αντικοινωνικότητας. Όλες αυτές οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες βασίζονται σε κοινές ανθρώπινες αδυναμίες όλων μας, όπως η ματαιοδοξία, ο ναρκισσισμός και η ανασφάλεια, και καλούν τους χρήστες να δημιουργήσουν ένα εξιδανικευμένο και συχνά πλαστό προφίλ μέσα από το οποίο να δημιουργούν ψηφιακές «επαφές» είτε για κοινωνικούς σκοπούς, είτε για επαγγελματικούς σκοπούς, είτε για σεξουαλικούς σκοπούς και συχνά για μεικτούς σκοπούς. Η παραποίηση των στοιχείων, ειδικά των οπτικών, με τα φίλτρα, τις στάσεις, τους φωτισμούς και τις ατελείωτες φωτογραφίες μέχρι να προκύψει η κατάλληλη, είναι διάχυτές και η πλασματική αυτή εξιδανίκευση της εικόνας είναι ιδιαίτερα επιζήμια για το θηλυκό φύλο και πολύ περισσότερο για τις έφηβες γυναίκες με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την σημαντική αύξηση σε ψυχικές διαταραχές (κυρίως άγχος και κατάθλιψη) ειδικά από την εποχή που καθιερώθηκαν τα dumbphones (κοινώς λεγόμενα smartphones) με άμεση πρόσβαση στο διαδίκτυο και δυνατότητα για πολλαπλές φωτογραφίσεις μεγάλης ευκρίνειας και πολλαπλής επεξεργασίας. Σε αυτό το ψηφιακό περιβάλλον η ποιότητα και πιστότητα της επικοινωνίας έχει μειωθεί δραματικά με αποτέλεσμα, ειδικά οι νεότερες γενιές να έχουν μεγάλη δυστοκία στην πραγματική επικοινωνία. Τα αποτελέσματα αυτά ήδη διαφαίνονται στην πράξη καθώς σε τυπικές συναντήσεις-εξόδους, ειδικότερα σε νέες γενιές αλλά και όχι μόνο, είναι απόλυτα σύνηθες να βλέπει κανείς παρέες (δυστυχώς ακόμα και οικογένειες) που όλα τα μέλη να βρίσκονται μεν μαζί στον ίδιο χώρο αλλά να ασχολούνται έκαστος με το κινητό τους και όχι με αλλήλους. Αυτό φυσικά ενισχύει υπέρμετρα των εγωκεντρισμό (με την κυριολεκτική χρήση του όρου) το οποίο δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο σε κάθε κοινωνική διάσταση του ανθρώπου: την ανθρώπινη επαφή, τις σχέσεις, την πολιτική και, φυσικά, την ηθική.

            Δυστυχώς τα σύγχρονα αυτά φαινόμενα έχουν και άλλες έντονα αρνητικές διαστάσεις που σχετίζονται με την πληροφορία. Συγκεκριμένα, αν έχετε παρατηρήσει η συμμετοχή σε αυτές τις ηλεκτρονικές δραστηριότητες είναι ως επί τω πλείστον δωρεάν, ενώ και η πιο σύγχρονη μορφή του γνωστού ChatGPT4o που μόλις κυκλοφόρησε είναι και αυτή δωρεάν παρά το γεγονός πως το ChatGPT4 απαιτούσε συνδρομή. Εξυπακούεται πως εταιρείες που παράγουν δισεκατομμύρια σε κέρδη και έχουν εκτιμώμενη αξία τρισεκατομμυρίων έχουν σημαντικέ πηγές κερδοφορίας. Συνεπώς η δωρεάν συνδρομή δεν μπορεί να είναι πραγματικά δωρεάν. Πληρώνουμε όλοι εμείς οι χρήστες αλλά όχι ευθέως με χρήματα. Πληρώνουμε με πληροφορία που είναι ακριβώς το αγαθό εκείνο που χρειάζονται τα συστήματα αυτά ώστε να παράξουν γνώση και κέρδος με τους εξής τρόπους: (α) πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες ώστε να εκπαιδευτούν σωστά τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και να επιφέρουν χρήσιμα αποτελέσματα στις εταιρείες αυτές και σε όσες άλλες τα αγοράζουν, (β) οι πληροφορίες αυτές πωλούνται αυτούσιες σε εταιρίες που τα χρειάζονται ώστε να προσαρμόσουνε τα προϊόντα τους ή να εξειδικεύσουν τις διαφημίσεις τους, και (γ) οι πληροφορίες αυτές πωλούνται σε οργανισμούς που τις χρειάζονται προκειμένου να ορίσουν πολιτικές. [Σημείωση: Θεωρώ πιθανό να υφίστανται και άλλες χρήσεις των πληροφοριών αυτών που δεν γνωρίζω.] Γνωρίζω όμως πως κάθε πληροφορία μας στο διαδίκτυο μπορεί εν τέλει να φτάσει σε άτομα ή οργανώσεις με εγκληματική δράση όχι γιατί οι πλατφόρμες τα παρέχουν αλλά γιατί μπορεί είτε να κλαπούν (σε μαζική βάση) είτε απλά να αναγνωσθούν σε πιο ατομικό επίπεδο: όταν λοιπόν μία γνωστή πλούσια οικογένεια διαφημίζει τις παραμυθένιες διακοπές τις στο τάδε μέρος σε πραγματικό χρόνο είναι σαφές πως το σπίτι της στο δείνα μέρος είναι άδειο και ευάλωτο…

Αν οι πληροφορίες αυτές βοηθούσαν τις εταιρείες να σχεδιάσουν καλύτερα και πιο ταιριαστά προϊόντα για τους καταναλωτές τότε δεν θα υπήρχε κάτι μεμπτό σε αυτή τη χρήση, αρκεί φυσικά να υπήρχε και η ανάλογη συναίνεση (όπως την έχουμε ήδη ορίσει). Ωστόσο, όπως και με την συμβατική προώθηση των προϊόντων, έτσι και με την πιο σύγχρονη μορφή της, η κατάχρηση της ψυχολογίας του καταναλωτή παίζει σημαντικό ρόλο. Μάλιστα έχει πάρει και ιδιαίτερα έντονη μορφή με την χειραγώγηση της προσοχής. Ανέκαθεν ήταν ζητούμενο να εστιάσει ο καταναλωτής στο διαφημιστικό μήνυμα και ο συνηθέστερος τρόπος γι’ αυτό ήταν το ημίγυμνο ανθρώπινο σώμα (συνηθέστερα το γυναικείο) αλλά και το σεξουαλικό υπονοούμενο. Αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο καθώς η αναπαραγωγή αποτελεί το ισχυρότερο ένστικτο (με δεδομένο το οξυγόνο, το νερό και την τροφή) οπότε ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος να αντιδρά σε αυτά τα ερεθίσματα ακαριαία. Στην ψηφιακή εποχή όμως έχει αναπτυχθεί και μια πρόσθετη ιδιαίτερα ισχυρή μέθοδος που εδράζει στην κατανόηση της λειτουργίας των κέντρων επιβράβευσης του εγκεφάλου (περισσότερο δε των εφήβων): ο εγκέφαλος εστιάζει περισσότερο και αναζητά περισσότερο όχι την άμεση ικανοποίηση αλλά την προσδοκία της ικανοποίησης και ακόμα περισσότερο την αβέβαια προσδοκία της ικανοποίησης. Για το λόγο αυτό άλλωστε τα τυχερά παίγνια είναι τόσο εθιστικά. Σε αυτή τη βάση έχουν στηθεί οι πλατφόρμες εικονικής δικτύωσης (περισσότερο εθιστικά για τις γυναίκες) και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια (περισσότερο εθιστικά για τους άντρες). Αν δε αντιληφθεί κανείς πως τα ηλεκτρονικά μέσα είναι ιδιαίτερα ελκυστικά σε γραφικά (εικόνα), επιτρέπουν προσομοιώσεις δράσεων που σε πραγματικές συνθήκες θα ήταν απαγορευτικές (π.χ. μαχητικά αεροσκάφη) και, σε κάθε περίπτωση, προσφέρουν μία ελεγχόμενη φυγή από την μη ελεγχόμενη πραγματικότητα, δεν είναι τυχαίο πως καθίστανται άκρως εθιστικά και προκαλούν σημαντικές εξαρτήσεις. Παράλληλα, καθιστούν σχεδόν αδύνατη την εστίαση της προσοχής, ειδικά των παιδιών, εφήβων και νέων, σε άλλες δραστηριότητες που δεν έχουν την αμεσότητα της πληροφόρησης και ικανοποίησης. Ωστόσο, τίποτα σημαντικό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σημαντική και ουσιαστική συγκέντρωση. [Σημείωση: εξυπακούεται πως εκείνοι που κατασκεύασαν όλο αυτά τα εντυπωσιακά ψηφιακά εργαλεία (συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης) το κατάφεραν με ιδιαίτερα υψηλό βαθμό θεμελιωδών γνώσεων (πρωτίστως μαθηματικών) και ιδιαίτερα υψηλό βαθμό συγκέντρωσης….]. 

 

ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Έχουμε ήδη κάνει εκτενή αναφορά στην έννοια της διαπραγμάτευσης, ως επικοινωνιακή διαδικασία που αποσκοπεί σε συμφωνία σε στρατηγικές καταστάσεις (δηλαδή αλληλένδετα συμφέροντα) και την αυτονόητη πλέον σύνδεσή της με την συναίνεση. Επίσης έχουμε ήδη αναγνωρίσει το ουσιαστικό εύρος της συναίνεσης: πρέπει να είναι ελεύθερη, ενημερωμένη και διαρκής. Από την ανάλυση αυτή προκύπτει φυσικά και ηθική της διαπραγμάτευσης, ως ακολούθως.

  • Ηθελημένη παραπλάνηση σχετικά με τις προθέσεις: Όταν κάποιος δηλώνει πως ενδιαφέρεται για την διερεύνηση συναινετικής λύσης ενώ στην πραγματικότητα στοχεύει σε μονομερή λύση (επιβολής) και απλά θέλει μέσω της διαπραγμάτευσης είτε να κερδίσει χρόνο, είτε πληροφορίες, είτε συμμαχίες, είτε πολιτικό χρόνο, είτε πολιτικό κεφάλαιο κλπ…
  • Ηθελημένη παραπλάνηση σχετικά κρίσιμα ζητήματα του υπό διαπραγμάτευση αντικειμένου: Είναι αυτονόητο πως είναι ηθικά μεμπτό (και παράνομο) όταν κάποιος επιτυγχάνει κάποιο όφελος έναντι του αντισυμβαλλόμενού μεταδίδοντας ψευδείς πληροφορίες που είναι κρίσιμες για τη διαπραγμάτευση εν γνώσει του. Όπως είδαμε, το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις όπου κάποιος με πράξη του εμποδίζει τον άλλο να αποκτήσει κρίσιμες πληροφορίες για τη διαπραγμάτευση. Το δυσκολότερο ζήτημα, στο οποίο επικεντρώθηκε η διαπραγματευτική μας άσκηση, αφορά την οικειοθελή πληροφόρηση του άλλου την ώρα που γνωρίζουμε πως η πληροφορία είναι το αγαθό εκείνο που συμβάλλει στην επίτευξη του καλύτερου διαπραγματευτικού αποτελέσματος. Η ενημερωμένη συναίνεση υφίσταται όταν ο αντισυμβαλλόμενο ς έχει όλες τις πληροφορίες που δικαιούται να έχει. Οπότε, το ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι να προσδιοριστεί ποιες πληροφορίες δικαιούται να έχει ο αντισυμβαλλόμενος και υπό ποιες συνθήκες. Κατά τη συζήτησή μας είδαμε κάποια παραδείγματα και, σε κάθε περίπτωση, επειδή στο θέμα αυτό η ηθική ανάλυση συγκλίνει έντονα με την νομική, όταν έχετε αμφιβολία αν πρέπει να παράσχετε οικειοθελώς στοιχεία, θα ήταν φρόνιμο να αναζητήσετε και μία νομική άποψη επ’ αυτού.
  • Χειραγώγηση: Έλλειμμα πραγματικής συναίνεσης έχουμε και στις περιπτώσεις που κάποιος χρησιμοποιεί ψυχολογικές τεχνικές επέμβασης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (υφίστανται πλείστες και εφευρίσκονται διαρκώς νέες) ώστε να καθοδηγήσουν τον αντισυμβαλλόμενο. Η επιλογή του αντισυμβαλλόμενου θα πρέπει να είναι γνήσια και όχι αποτέλεσμα επέμβασης στις ασυνείδητες πνευματικές διαδικασίες του ατόμου ώστε να επέλθει το επιθυμητό από την άλλη πλευρά αποτέλεσμα.
  • Βία, Απειλή Βίας, Εκφοβισμός, Εκβιασμός: Αντίστοιχα, η συναίνεση αναιρείται όταν είναι αποτέλεσμα των προαναφερομένων καθώς δεν είναι ελεύθερη καθώς προκύπτει από φόβο για την αφαίρεση κάποιου άλλου, άσχετου με τη διαπραγμάτευση, αγαθού. Στις εμπορικές διαπραγματεύσεις δεν βλέπουμε (συχνά) βία ή απειλή βίας αλλά μπορεί να εμφανιστεί άμεσος ή έμμεσος εκβιασμός ή εκφοβισμός. Ειδικά, συγκεκαλυμμένες τεχνικές εκφοβισμού σε διαπραγματεύσεις υψηλού διακυβεύματος δεν είναι σπάνιες.

Μια πιο προσεκτική φιλοσοφική ανάλυση του θέματος θα αναδείκνυε, ωστόσο, πως εφόσον οι εν λόγω πρακτικές αναιρούν την συναίνεση και, συνεπώς, την ίδια την υπόσταση της διαπραγμάτευσης, οι τεχνικές αυτές δεν έχουν κατ’ αρχάς ηθικό αντίκτυπο αλλά οντολογικό (με την ευρεία έννοια εφαρμογής σε έννοιες και όχι μόνο σε πράγματα). Με απλά, λόγια, οι τεχνικές αυτές δεν είναι (μόνο) διαπραγματευτικά ανήθικες· καθιστούν την ίδια την αλληλεπίδραση μη διαπραγμάτευση. Ως εκ τούτου η ηθική τους υπόσταση θα έπρεπε να κριθεί σε σχέση με την πραγματική αλληλεπίδραση που είναι η μονομερής επιβολή (ο πόλεμος, με τη γενικευμένη έννοια). Εξυπακούεται, όμως, πως όποιος παραπλανεί ως προς τη φύση της αλληλεπίδρασης, δηλαδή ισχυρίζεται πως διαπραγματεύεται ενώ «πολεμά», συμπεριφέρεται ούτως ή άλλως ανήθικα εξ’ αυτής καθ’ αυτής της παραπλάνησης.

            Συνεπώς, αν θέλουμε να εξετάσουμε την ηθική της διαπραγμάτευσης σε ουσιαστικότερο επίπεδο τότε, πέραν των ανωτέρω, θα πρέπει να εξετάσουμε τη φύση της διαπραγμάτευσης σε μεγαλύτερο βάθος. Έχουμε ήδη δει πως η διαπραγμάτευση επιλύει δύο συν ένα προβλήματα: (α) τον εντοπισμό παραγωγικών συμφωνιών, (β) την επιλογή κάποιας εξ’ αυτών ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί και (γ) την προσπάθεια διατήρησης καλών σχέσεων ώστε να μπορούν να επιτευχθούν παραγωγικές συμφωνίες στο μέλλον.

            Για το μεν πρώτο πρόβλημα, όπως έχουμε ήδη συζητήσει, απαιτείται καλή ανταλλαγή πληροφοριών και συνεπώς η ηθική της πληροφορίας και της επικοινωνίας ανωτέρω είναι ιδιαίτερα συναφείς. Σε κάθε περίπτωση παραγωγικότητα στις συμφωνίες αυξάνει το συλλογικό πλούτο και επομένως, τουλάχιστον από ωφελιμιστικής άποψης είναι ηθικά επιθυμητό.

            Για το δεύτερο πρόβλημα, έχουμε ήδη αναφερθεί σε τρεις βασικές επιστημολογικές συνθήκες: αν και οι δύο πλευρές δεν γνωρίζουν το διακύβευμα, αν η μία το γνωρίζει αλλά η άλλη όχι, και αν και οι δύο το γνωρίζουν. Στην πρώτη περίπτωση η επιλογή γίνεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια οπότε η ηθική διάσταση θα εστιάσει στην αυθεντικότητα των κριτηρίων αυτών. Στη δεύτερη περίπτωση το πλεονέκτημα αποκτά ο γνώστης της πληροφορίας οπότε ενδιαφέρον ηθικό ζητούμενο είναι αν οφείλει, υπό συνθήκες, οικειοθελώς να παράσχει πληροφορίες και να εξισορροπήσει έτσι την πληροφοριακή ασυμμετρία. Στην τρίτη περίπτωση το πρόβλημα καθίσταται αντίστοιχο με εκείνο της διανεμητικής ηθικής που έχουμε ήδη αναλύσει. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η επιλεγόμενη    συμφωνία θα πρέπει να εφαρμοστεί, αλλιώς έχουμε άσκοπη απώλεια πόρων κατά τη διαπραγμάτευση, η συζήτηση περί βιωσιμότητας επεκτείνεται και στο συγκεκριμένο πεδίο.

            Αντίστοιχα, η επίτευξη καλών συνεργατικών σχέσεων έχει γενικότερο θετικό ηθικό αντίκτυπο, τουλάχιστον από ωφελιμιστικής άποψης αλλά όχι μόνο, καθώς ευνοεί την επίτευξη μελλοντικών παραγωγικών συμφωνικών και αλληλεπιδράσεων οι οποίες, εξ ορισμού, όταν υφίστανται επιφέρουν όχι μόνο βελτιωμένο ατομικό αποτέλεσμα αλλά και συλλογικό αποτέλεσμα.

 

 

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ

Από την έναρξη του συγκεκριμένου μαθήματος δώσαμε έμφαση στην ηθική αξιολόγηση ως αποτέλεσμα ορθολογικής διαδικασίας: από τις ηθικές θεωρίες ή αρχές μέχρι το συμπέρασμα μέσω λογικής (επιχειρημάτων). Ωστόσο υπάρχουν δύο σημαντικές αντιρρήσεις σε αυτή τη διαδικασία: (α) ο ηθικός συναισθηματισμός και (β) η διαισθητική ηθική (και λήψη αποφάσεων γενικότερα).

            Ο ηθικός συναισθηματισμός αποτελεί φιλοσοφική αντίρρηση και προκύπτει, εν τάχει, από την σκέψη (Hume) πως κανονιστικού τύπου κρίσεις (τι πρέπει και τι δεν πρέπει) δεν επιφέρουν τιμή αληθείας (Αληθές Ψευδές) καθώς δεν αποτελούν αποτέλεσμα παρατήρησης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ορθολογικής διαδικασίας. Αντίθετα, οι ηθικές κρίσεις προκύπτουν αφότου η εξεταζόμενη πράξη μας δημιουργήσει κάποιου τύπου ηθικό συναίσθημα (π.χ. ενοχή, απέχθεια-αποστροφή, περηφάνια κλπ…) εκ του οποίου «συμπεραίνουμε» το ηθικό πρόσημο της πράξης. Ενώ αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει πρακτικά σε πολλούς, ή ακόμα και τους περισσότερους από εμάς, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως η ορθολογική ανάλυση της καλού/κακού είναι αδύνατη ή ασήμαντη. Μάλιστα είναι σφάλμα να αποδώσει κανείς τιμή αληθείας μόνο σε προτάσεις που προκύπτουν από την παρατήρηση. Αυτό, πράγματι, είναι το ζητούμενο στις επιστήμες. Ωστόσο μεγαλειώδεις πνευματικές όπως η ίδια η φιλοσοφία (συμπεριλαμβανομένων και των απόψεων του Hume), τα μαθηματικά, τα νομικά και η πολιτική δεν αποκτούν τιμή αληθείας μέσα από την παρατήρηση της πραγματικότητας αλλά από την αποδοχή των αρχών, αξιωμάτων, νόμων, ιδεολογιών αντίστοιχα. Η δε λογική διαδικασία είναι εκείνη που μεταφέρει την αποδεχόμενη (και άρα υπό την αίρεση της αποδοχής) αλήθεια στα συμπεράσματα. Συνεπώς η ίδια ακριβώς διαδικασία ισχύει και στα ηθικά συμπεράσματα. [Σημείωση: Θα μπορούσε μάλιστα κάποιας να αμφισβητήσει πως τα ηθικά συμπεράσματα έχουν κανονιστική μορφή. Τα ηθικά συμπεράσματα είναι καλό/κακό/ηθικά ουδέτερο. Το πώς ακριβώς και αν αυτό μεταφράζεται σε πρέπει/δεν πρέπει θέλει πολύ βαθύτερη ανάλυση σε σχέση με αυτή που επιτρέπει το παρόν μάθημα.]

`Ωστόσο, η παρατήρηση του Hume είναι ιδιαίτερα χρήσιμη καθώς αναδεικνύει το πώς πολλοί εξετάζουμε την ηθική πρακτικά. Σε αυτό βοηθά και η δεύτερη «αντίρρηση» στην ορθολογική ηθική που έχει ψυχολογική βάση. Η διαισθητική ηθική, εν τάχει, ορίζει πως πρώτα λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας και μετά αν απαιτηθεί εξετάζουμε το ηθικό τους φορτίου. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε γιατί δημιουργήθηκε ηθικό συναίσθημα (βλέπε και ανωτέρω), είτε για κληθήκαμε εξωγενώς να αιτιολογήσουμε την πράξη, είτε γιατί ενδογενώς την εξετάζουμε για συνειδησιακούς λόγους. Για τις μεν «ανήθικες» πράξεις συνήθως πράττουμε προς εξυπηρέτηση του ιδίου οφέλους μας χωρίς ενδιαφέρον για την ηθική κρίση (π.χ. λόγω κεκτημένης εμπορικής ταχύτητας, ή ηθικής αδιαφορίας, ή κοινωνικής συμμόρφωσης και γενικευμένης ηθικής αδιαφορίας). Αν δε κληθούμε να την κρίνουμε εκ των υστέρων ηθικά τότε, είναι φυσικό λό?