ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΠΕΜΠΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ
- Τρίτη, 21 Μαΐου 2024 - 2:15 μ.μ. -

Αγαπητοί Σπουδαστές,

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ

  • Σημειώσεις θα αναρτηθούν από τη γραμματεία το συντομότερο.
  • Επειδή δεν προλάβαμε να καλύψουμε το σχετικό κεφάλαιο, το οποίο θα κάνουμε απαραιτήτως στην επόμενη συνάντησή μας. Έχετε ακόμα περιθώριο να ολοκληρώσετε την άσκηση όσοι δεν το έχετε ήδη κάνει. Θα σας στείλω άμεσα νέα ζευγάρια ώστε να υπάρχει ποικιλία.
  • Ανάγνωση: κεφάλαια 5 & 6 του συγγράμματος.
  • Σε ένα σημείο της ανασκόπησης κατωτέρω, υπάρχει ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρον σύνδεσμος. Προτείνω πολύ θερμά να τον εξερευνήσετε.

  

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

 

Διαφθορά

Ολοκληρώσαμε τη συζήτησή μας περί της διαφθοράς με τη συζήτηση μίας ‘γενικής’ και διαδεδομένης περίπτωσης πολιτικής διαφθοράς. Και πάλι διαχωρίσαμε μεταξύ της διαφθοράς ως κοινωνιολογική έννοια (κατάχρηση εξουσίας της συλλογικότητας που την αναθέτει με εμπιστοσύνη σε ένα άτομο για ίδιο όφελος) και της νομικής ανάλυσης της πράξης και, πρωτίστως της ηθικής ανάλυσης της πράξης.

            Διαφθορά στο παράδειγμά μας διαπράττει μόνο ο δωρολήπτης υπουργός και όχι η δωροδόκος εταιρεία, εκτός αν τα μέλη της διοίκησής της έδρασαν κρυφά από την εταιρεία και τους μετόχους της προς ίδιον όφελος οπότε τότε διέπραξαν και εκείνοι διαφθορά (οργανωσιακού τύπου). Ωστόσο, δεν είναι η δωροδοκία αυτή καθ’ αυτή που καθιστά την πράξη τους διεφθαρμένη αλλά η λήψη ιδίου οφέλους (π.χ. μερίδιο της μίζας ή bonus που δεν αξίζουν καθώς η βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους προέκυψε μέσω της δωροδοκίας και όχι της χρηστής διοίκησης). Εξυπακούεται πως με την δωροδοκία μετά βεβαιότητας είχαν συμμετοχή στην πολιτική διαφθορά του υπουργού το οποίο και αυτό είναι μεμπτό, ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο της κατάχρησης της εξουσίας και εμπιστοσύνης της συλλογικότητας ελλείπει.

            Φυσικά από νομικής άποψης τα πράγματα είναι απλούστερα καθώς επειδή η δωροληψία συνεπάγεται και δωροδοκία ο νόμος τιμωρεί την συναλλαγή αυτή καθ’ αυτή και συνεπώς και τους δύο συμμετέχοντες. Ωστόσο, η κοινωνιολογική ανάλυση ανωτέρω θα μπορούσε να συμβάλλει στη βελτίωση της νομικής καταστολής: εφόσον αναγνωρίζουμε πως η συμφεροντολογική κατάχρηση της εμπιστοσύνης είναι η ουσία της διαφοράς η πράξη της δωροληψίας είναι, για το λόγο αυτό, ειδεχθέστερη της δωροδοκίας. Συνεπώς, θα έπρεπε να διαχωρίζονται οι δύο πράξεις και να τιμωρείται αυστηρότερα η δωροληψία από τη δωροδοκία. Σε αυτή την περίπτωση αναφέρομαι στην απλή συναλλαγή καθώς αν μεσολαβεί εκβίαση από τον δωροδόκο τότε, προφανώς, η πράξη του είναι ειδεχθέστερη.

            Η ηθική ανάλυση, ως συνήθως, είναι ιδιαιτέρως πιο σύνθετη, ως συνήθως… Σε αντίθεση με το νόμο που έχει σαφή αφετηρία μέσω συμφωνίας των εκπροσώπων νομοθετών (άσχετα αν είναι η καλύτερη δυνατή, βλέπε ανωτέρω) και σε αντίθεση με την κοινωνιολογία, που ως εμπειρική επιστήμη έχει σαφείς αναφορές στην υπαρκτό (κοινωνικό εν προκειμένω) κόσμο, η ηθική αναζητά την πιο ταιριαστεί αφετηρία (αρχές – ηθική θεωρία) ώστε να καταλήξει σε εύλογο συμπέρασμα. Για το λόγο αυτό είναι σφάλμα να εξισώνουμε την κοινωνιολογική και τη νομική ανάλυση με την ηθική. Εξυπακούεται πως υφίστανται ουσιαστικές συνδέσεις κατά περίπτωση, ωστόσο στη γενικότητά τους είναι εντελώς διακριτές αξιολογήσεις. Για το λόγο αυτό, ενώ είναι σαφές πως αποτελεί ποινικό αδίκημα τόσο η δωροληψία όσο και η δωροδοκία ήταν πιο δύσκολο να αποσαφηνίσουμε γιατί είναι κακό (ηθικά μεμπτό) για την εταιρεία που προσπαθεί να εξισορροπήσει το ανταγωνιστικό της μειονέκτημα σε ένα διαφθαρμένο περιβάλλον να δωροδοκήσει (όσο και οι υπόλοιπες συμμετέχουσες εταιρείες) ώστε να προσφέρει το ανώτερο προϊόν της στην συγκεκριμένη αγορά. Πολλώ μάλλον, αν η συγκεκριμένη χώρα στην οποία θέλει να δραστηριοποιηθεί έχει καταστήσει κοινά αποδεκτή την διαδικασία αυτή με την διαχρονική αποδοχή της πολιτικής διαφθοράς («ο μπάρμπας στην Λωζάννη» κλπ). Υπό αυτή την έννοια, εφόσον η διαφθορά είναι αμιγώς κοινωνιολογικό φαινόμενο, αν έχει νομιμοποιηθεί (κοινωνιολογικά και όχι νομικά) η πρακτική αυτή τότε δεν είναι απαραίτητο ότι συζητούμε καν για κατάχρηση εξουσίας (και άρα για διαφθορά) και, σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηθική σχετικότητα (περιορισμένη με συγκεκριμένο τρόπο) τότε γιατί να μην αποδεχθούμε τις συμπεριφορές αυτές ως μη-κακές εφόσον επιθυμούμε να δραστηριοποιηθούμε στην εν λόγω αγορά;

            Αντιλαμβάνομαι πως το ζήτημα δεν είναι σαφές αλλά, ακόμα και το γεγονός πως κάτι τόσο «προφανές» δεν είναι τόσο «προφανές» είναι σοβαρή βελτίωση στην ηθική κατανόηση του φαινομένου. Και για να βοηθήσουμε την πνευματική αναζήτηση, τι θα λέγατε αν με την εν λόγω «μίζα» στον υπουργό διασφαλίζατε πως το δικό σας προϊόν θα φτάσει στην αγορά την ώρα που όλα τα ανταγωνιστικά προϊόντα είναι εν γνώσει σας (και ίσως του υπουργού) επικίνδυνα για τους καταναλωτές;

 

Παρανομία στην Επιχείρηση

Εν συντομία αναλύσαμε τις βασικές κατηγορίες παρανομίας σε σχέση με την επιχείρηση:

  1. Από στελέχη κατά της επιχείρησης: κλοπή, υπεξαίρεση, απιστία, παρενόχληση…
  2. Από διοικούντες (κατά της επιχείρησης - μετόχων): απιστία, ανταγωνιστικές πρακτικές, μη προστασία μετόχων μειοψηφίας…
  3. Από διοικούντες κατά της αγοράς: αθέμιτος ανταγωνισμός, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, εσωτερική πληροφόρηση, παραπληροφόρηση κοινού/επενδυτών κλπ…
  4. Από διοικούντες κατά της οικονομίας: ασφαλιστικές εισφορές, φορολογικές υποχρεώσεις κλπ..

Με διαφορά το δυσκολότερο νοητικά ζήτημα είναι εκείνο της ποινικής ευθύνης των εταιρειών που αντιμετωπίζεται διαφορετικά ανάλογα με το δικανικό σύστημα της κάθε κοινωνίας. Η βασική δυσκολία έγκειται στο ότι για την ποινική καταδίκη ενός ατόμου απαιτείται σχεδόν πάντα – και σύμφωνα με αρκετούς νομικούς θεωρητικούς πάντα – κάποιας μορφής «βούληση» του ατόμου να πράξει με τον συγκεκριμένο τρόπου που απαγορεύει το ποινικό δίκαιο και μια κάποιας μορφής «γνώση» για τα ειδικά περιστατικά που καθιστούν την πράξει κολάσιμη, αν αυτά απαιτούνται. Το συγκεκριμένο θέμα το έχουμε ήδη συναντήσει στην δική μας ηθική ανάλυση καθώς στις συνεπειοκρατικές θεωρίες (π.χ. ωφελιμισμό) μας ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα ενώ σε δεοντολογικές θεωρίες μας ενδιαφέρει σαφώς η «βούληση» του ατόμου (maxim: η λογική της πράξης). Υπό την έννοια αυτή ο ποινικός κολασμός είναι πιο απαιτητικός και δικαίως καθώς επιφέρει στέρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πρωτίστως την ελευθερία) ενώ ο ηθικός κολασμός επιφέρει συνήθως κοινωνικό εξοστρακισμό, η εμβέλεια του οποίου εξαρτάται από την πειστική εμβέλεια (ηθική αυθεντία) της ηθικής αξιολόγησης του αξιολογητή. [Σημείωση: αν αναρωτηθεί κανείς τι θα συμβεί στο Ποινικό Δίκαιο σε περίπτωση που αποδειχθεί εν τέλει πως δεν υφίσταται ελεύθερη βούληση των ανθρώπων και οι πράξεις μας καθώς και η πνευματική μα δραστηριότητα είναι ντετερμινιστικά προσδιορισμένες, η απάντησή μου είναι πως καλώς προβληματίζεστε. Σε φιλοσοφικό επίπεδο καθίσταται δραστικά πιο δύσκολο να δικαιολογήσει κανείς την καταδίκη ανθρώπων σε αυτές τις περιπτώσεις. Ήδη σε διάφορα δίκαια δεν υφίσταται καταδίκη για «αυτοματοποιημένες πράξεις» (π.χ. σε φάσεις υπνοβασίας). Αν λοιπόν εν τέλει όλες μας οι πράξεις είναι αυτοματοποιημένες και προδιαγεγραμμένες..; Ομοίως και για ηθικές κρίσεις που απαιτούν βούληση κάποιας μορφής... Για την μεν νομική συζήτηση υφίσταται ουσιαστική απάντηση η οποία όμως πρέπει να λάβει υπ΄ όψιν της την κοινωνική οντολογική βάση του ποινικού δικαίου (δεν προχωρώ για ευνόητους λόγους). Ωστόσο, για την ηθική συζήτηση το θέμα είναι ακόμα πιο πολύπλοκος – όπως πάντα – καθώς αντίστοιχη βάση δεν είναι σαφής.]

            Επιστρέφοντας, επειδή όμως η εταιρεία δεν έχει «έναν εγκέφαλο» του οποίου τη βούληση-γνώση να μπορούμε να αναλύσουμε, στις περισσότερες δικονομίες (αν όχι όλες) υφίσταται ποινική καταδίκη της εταιρείας μόνο για εγκλήματα που, λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους δεν απαιτούν νοητικό στοιχείο, ως εξαίρεση στο γενικό κανόνα που ήδη συζητήσαμε. Η δε ποινή σε αυτές τις περιπτώσεις θα είναι κάποιας μορφής οικονομικό πρόστιμο και σε πολύ ακραίες μορφές ακόμα και αφαίρεση της άδειας λειτουργίας.

            Μόνο που η αφαίρεση της άδειας λειτουργίας ισοδυναμεί σε «καταδίκη σε θάνατο» για την εταιρεία, εφόσον όμως αυτή «υφίσταται αυτόνομα» και έχει «προσωπικότητα»… Για την «προσωπικότητα» της εταιρείας και, εν γένει για την οντολογία της εταιρείας, θα μιλήσουμε στην επόμενη συνάντησή μας καθώς όχι μόνο θα μας βοηθήσει να ολοκληρώσουμε την παρούσα συζήτηση, αλλά θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε λίγο καλύτερο το παράδοξο της ηθικής της επιχείρησης όπου η επιχείρηση κερδοσκοπεί ενώ η ηθική είναι υπερβατική. Ακόμα και αν κατανοήσαμε πως η αρνητική ηθική  μας βοηθά να επιχειρούμε χωρίς να κάνουμε κακό, εξακολουθούμε να μην έχουμε αίσθηση πως μπορούμε να επιχειρούμε κάνοντας καλό (το οποίο κοστίζει εις βάρος του σκοπούμενο κέρδους…).

 

 

Ηθική της Τεχνητής Νοημοσύνης

Όπως έχουμε ήδη συζητήσει είναι αδύνατο να γίνει ουσιαστική συζήτηση για την ηθική ενός συγκεκριμένου αντικειμένου χωρίς την αναλυτική κατανόηση του αντικειμένου αυτού. Συνεπώς, η ηθική της τεχνολογίας και, εν προκειμένω της τεχνητής νοημοσύνης, απαιτεί την κατανόησή της. Στην σύντομη ιστορική αναδρομή διαπιστώσαμε πως η τεχνητή νοημοσύνη ως αντικείμενο έχει αφετηρία στο 1950 περίπου και είναι, ως επί το πλείστον, μαθηματικές μέθοδοι (βελτιστοποίησης και στατιστικής) που επιτρέπουν, εν πολλοίς, την προσέγγιση της συνάρτησης (με την μαθηματική έννοια) που συνδέει τα εισερχόμενα στοιχεία (inputs) με τα εξερχόμενα (outputs) σε αντικείμενα του ενδιαφέροντός μας. Στα τυπικά μαθηματικά οι συναρτήσεις έχουν κλειστή μορφή και σύντομη περιγραφή, ενώ μέσω τεχνητής νοημοσύνης αν και δεν μπορούμε να βρούμε αυτή την μορφή δημιουργείτε ένας μηχανισμός (συνήθως πλέον με κάποιας μορφής νευρωνικό δίκτυο) που προσεγγίζει την συνάρτηση που υποθέτουμε ότι ρυθμίζει την κατάσταση που μας ενδιαφέρει. Η δε προσέγγιση αυτή γίνεται όλα και καλύτερη όσο περισσότερα στοιχεία και υπολογιστική ισχύ έχουμε. Για το λόγο αυτό, βρισκόμαστε ήδη στην κατάσταση που στα πιο ενδιαφέροντα προβλήματα ο μηχανισμός αυτός είναι τόσο σύνθετος ώστε, ενώ ξέρουμε ότι φέρνει ως επί το πλείστον εντυπωσιακά αποτελέσματα, ωστόσο δεν γνωρίζουμε πως ακριβώς λειτουργεί αλλά ούτε και πότε θα φέρει εσφαλμένα αποτελέσματα ή γιατί.

            Τα δε μαθηματικά θεμέλια της τεχνητής νοημοσύνης ξεκίνησαν να αναπτύσσονται ήδη από τον 18ο αιώνα, ενώ στα μέσα του 20ου αιώνα εμφανίστηκε σημαντική εξειδικευμένη πρόοδος η οποία, όμως, δεν αναγνωρίστηκε ούτε αξιοποιήθηκε ελλείψει υπολογιστικής ισχύος και όγκου δεδομένων. Με την επίλυση αυτών των τεχνικών προβλημάτων και την έλευση του διαδικτύου ξεκίνησε η εφαρμογή των μεθόδων αυτών αλλά και η περαιτέρω ανάπτυξή τους, με αποτέλεσμα την «τεχνολογική επανάσταση» που βιώνουμε στην παρούσα φάση.

            Εν τέλει όμως, η τεχνητή νοημοσύνη δεν αποτελεί νοημοσύνη (τουλάχιστον όχι στην παρούσα φάση) παρ’ ότι εξυπακούεται πως είναι ήδη ένα εκπληκτικό εργαλείο το οποίο βοηθά στην επίλυση ιδιαίτερα σημαντικών προβλημάτων. Συνεπικουρεί δηλαδή την νοημοσύνη (ανθρώπινη) και, ακριβώς λόγω της αδυναμίας μας πλέον να κατανοήσουμε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τις υπαρκτές σχέσεις μεταξύ των ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών, δημιουργεί μία αυξημένη «απόσταση» μεταξύ της ανθρώπινης πράξης και του αποτελέσματος της. Γι’ αυτό άλλωστε και ο φημισμένος σύγχρονος φιλόσοφος Luciano Floridi, αναφέρεται όχι σε νοημοσύνη αλλά μίας νέας μορφής επίδραση (agency). Αυτή όμως η «απόσταση» δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ληφθεί ως μεταφορά ευθύνης από τον άνθρωπο σε μία νέα οντότητα (την ΤΝ), καθώς αυτή δεν υφίσταται. Αντιθέτως αυξάνει την ευθύνη του ανθρώπου (χρήστη – κατασκευαστεί) καθώς χρησιμοποιεί ένα εργαλείο για το οποίο δεν έχει πλήρη κατανόηση και δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια πλέον ακριβώς και πάντα τα αποτελέσματα της χρήσης του (σε αντίθεση με άλλες συμβατικές μηχανές όπου η λειτουργία είναι γνωστή και προβλέψιμη και ανεπιθύμητα αποτελέσματα προκύπτουν από ατυχήματα που σχετίζονται με την τυχαιότητα του περιβάλλοντος και του υλικού κόσμου και όχι από έλλειψη κατανόησης της λειτουργίας της ίδιας της μηχανής).

            Ως εκ τούτου, η σημαντικότερη ηθική ανάλυση της ΤΝ αφορά ακριβώς την αυξημένη καθοδήγηση που θα πρέπει να έχει ο άνθρωπος επ’ αυτής της τεχνολογίας και της νέας επίδρασης που αυτή πλέον προκαλεί. Άλλωστε και τα ίδια τα μαθηματικά μοντέλα ΤΝ απαιτούν και ανθρώπινες επιλογές όπως, για παράδειγμα, ο αριθμός και το εξειδικευμένο είδος των νευρωνικών δικτύων που θα επιλεγούν, οι αρχικές παράμετροι, συγκεκριμένες μορφές βελτιστοποίησης κλπ. Όλες αυτές οι επιλογές δεν επηρεάζουν μόνο την παραγωγικότητα και αποδοτικότητα της ΤΝ αλλά και την ίδια την αξιοπιστία της νέας αυτής επίδρασης, ειδικά, όπως είδαμε σε ανταγωνιστικές εφαρμογές όπου η επίτευξη του στόχου, εν τέλει, μπορεί να οδηγήσει την ΤΝ σε ανθρωπίνως αδιανόητες επιλογές.

            Είναι ήδη σαφές, κατά την άποψή μου, πως η ανθρώπινη Ηγεσία και, ιδιαιτέρως η Ηθική Ηγεσία, είναι απολύτως απαραίτητες για την διαχείριση αυτής της νέας πραγματικότητας η οποία θα αναπτύσσεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς. Η πεποίθηση μου είναι πως ο Αριστοτέλης, ο Σενέκας, ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Σοπενχάουερ, και φυσικά όλοι οι αντάξιοί τους, είναι αισθητά πιο απαραίτητοι τώρα απ’ ότι στην εποχή τους καθώς δεν μπορούμε να βασιστούμε στην αυτορρύθμιση που επιθυμούν οι τεχνολογικοί κολοσσοί. Προτείνω πολύ θερμά να παρακολουθήσετε και το κάτωθι:

https://www.google.com/search?sca_esv=137e48d954afa8b7&q=john+tasioulas&tbm=vid&source=lnms&prmd=invmbt&sa=X&sqi=2&ved=2ahUKEwjet4Tn2JuGAxUa0QIHHSEGD-wQ0pQJegQIChAB&biw=1748&bih=778&dpr=1#fpstate=ive&vld=cid:f9f9af50,vid:PynlyFAy2bw,st:0

Αν και δεν έχω μέχρι στιγμής τη χαρά και την τιμή να τον γνωρίζω αυτοπροσώπως, πέραν τον αδιαμφισβήτητων πνευματικών προσόντων και επιτευγμάτων του, ο εν λόγω σύγχρονος φιλόσοφος (John Tasioulas) αποπνέει μια υπέροχη φυσιογνωμία και πραότητα που σπανίζει.

  

Δυστυχώς, παρά τα ανωτέρω, η δημόσια συζήτηση σχετικά με την ηθική της ΤΝ έχει περιοριστεί στο θέμα της «προκατάληψης». Τη συζήτηση αυτή την έχουμε ολοκληρώσει από τη πρώτη και δεύτερη διάλεξη και τη προσθήκη της ΤΝ (ως στατιστικό εργαλείο – δηλαδή εργαλείο επαγωγικής σκέψης) δεν προσφέρει τίποτε ιδιαίτερο.

            Εν συντομία:

  • Τα στερεότυπα είναι εκ φύσεως η επαγωγική σκέψη, στην οποία βασίζεται όλη η εμπειρική γνώση, δηλαδή κάθε επιστήμη αλλά και σοβαρή πρακτική σκέψη.
  • Το πρόβλημα δημιουργείται όταν η επαγωγική σκέψη γίνεται με εσφαλμένο τρόπο και καθίσταται εν δυνάμει ανήθικη όταν γίνεται για κακό σκοπό.
  • Καθίσταται επίσης εν δυνάμει ανήθικη όταν αφορά ανθρώπους και η γενίκευση που προκαλεί προσκρούει στην ανάγκη μας (και δικαίωμα) για μη διάκριση και αυτονομία, πάντα με την επιφύλαξη της εξέτασης των ειδικών περιστατικών που ενδέχεται να αιτιολογήσουν ηθικά τυχόν διάκριση αλλά και περιορισμό της αυτονομίας.
  • Ειδικά στην ΤΝ, ακριβώς επειδή το υποκείμενο (στατιστικό) εργαλείο είναι υψηλής πιστότητας (με την επιφύλαξη της αδυναμίας πλήρους κατανόησης της λειτουργίας του ως άνω), είναι σπάνιο να υπάρξει ο προαναφερόμενος «εσφαλμένος τρόπος» πολλώ μάλλον όταν αντλεί από πλείστα δεδομένα και σε κάποιες περιπτώσεις καθολικά δεδομένα (π.χ. ChatGPT όλο το διαδίκτυο μέχρι το 2021;). Με απλά λόγια, τα αποτελέσματα της ΤΝ απλά αντανακλούν τα δεδομένα στα οποία στηρίζονται.
  • Επειδή δε η ΤΝ νοημοσύνη δεν έχει συνείδηση και βούληση και δεν διαμορφώνει πρόθεση (εύχομαι εσαεί αλλιώς διαβλέπω πραγματικό οντολογικό κίνδυνο για την ανθρωπότητα) δεν μπορούμε να συζητούμε για «κακό σκοπό». Συνεπώς, δεν υφίσταται ουσιαστικό έρεισμα στην εν λόγω συζήτηση.
  • Αντιθέτως, η επέμβαση κάποιων τεχνολογικών εταιρειών στα συστήματά τους ώστε «να διορθώσουν» τα πορίσματα είναι εμφανώς προβληματική. Αποτελεί «εσφαλμένη επαγωγή» καθώς επεμβαίνει στην στατιστική ώστε να καθοδηγήσει το αποτέλεσμα. Το αν είναι όμως με «κακό σκοπό» είναι συζητήσιμο: από την μία ενέχει στοιχεία «θετικής διάκρισης» τα οποία, όπως έχουμε ήδη αναλύσει θα μπορούσαν να αποτελούν διάκριση μεν αλλά με ηθική αιτιολόγηση δε, αλλά θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν επεμβάσεις κοινωνιολογικής και πολιτικής φύσης οπότε, στην περίπτωση αυτή όχι απλά χάνουν το ηθικό τους έρεισμα αλλά γίνονται και ηθικά μεμπτές. Σε κάθε περίπτωση, στο βαθμό που επεμβαίνουν στο πραγματοποιημένο παρελθόν (π.χ. μαύρους Βίκινγκ, ή γυναίκες πάπες του παρελθόντος) υφίστανται και άλλα ηθικά ζητήματα για τα οποία θα συζητήσουμε στην έκτη μας επαφή.
  • Ο δικός μας πειραματισμός με το ChatGPT και το θέμα του/της χειρουργού ανέδειξε ένα σημαντικό πρόβλημα. Η αδυναμία του εργαλείου αυτού να αναγνωρίσει πως υφίστατο στο δεύτερο ερώτημα μία κρίσιμη πληροφορίας (το φύλο του χειρουργού) είναι σημαντική. Ωστόσο, γνωρίζοντας των τρόπο λειτουργίας των Μεγάλων Γλωσσικών Μοντέλων (LLM) ξέρουμε πως αυτό δεν υποδηλώνει ούτε κακό σκοπό από τους κατασκευαστές αλλά ούτε και προβληματική στατιστική. Υποδηλώνει αντίθετα την διάσπαρτη πλέον στο διαδίκτυο αναγνώριση του συγκεκριμένου παραδείγματος ως ένδειξη ενδεχόμενης προκατάληψης (που σε μεγάλο βαθμό είναι όπως έχουμε ήδη συζητήσει) σε τέτοιο όμως βαθμό που να αγνοεί κάποιες ενδιάμεσες και κρίσιμες πληροφορίες.

Εύχομαι με την ανάλυση αυτή και τον συγκεκριμένο πειραματισμό να έγινε κατανοητό πως η εύπεπτες και επιφανειακές αναφορές στην ηθική της ΤΝ δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τα ουσιαστικά ηθικά θέματα στα οποία αναφερθήκαμε κατά την επαφή μας την περασμένη Παρασκευή αλλά και ανωτέρω. Για τα θέματα αυτά, όπως είπαμε, χρειαζόμαστε κατανόηση τόσο του αντικειμένου της ΤΝ σε σημαντικό επίπεδο όσο και της ίδιας της ηθικής σε ακόμα βαθύτερο επίπεδο.

 

Αρετή & Ευδαιμονία

Και μίας και η συζήτησή μας αναφέρθηκε στον Αριστοτέλη (όπως άλλωστε οι περισσότερες…), μεταφερθήκαμε στην πρακτική ανάλυση της ηθικής. Αυτή έχει δύο βασικά σκέλη: (α) την επίλυση πρακτικών προβλημάτων-διλημμάτων και (β) την Αριστοτελική έμφαση στην πράξη κατά την οποία την οποία δεν αρκεί μόνο η προδιάθεση για να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο αλλά και η εφαρμογή της προδιάθεσης αυτής σε πραγματικά δεδομένα.

 

Για το μεν πρώτο σκέλος επανήλθαμε στο θέμα της τεχνολογίας καθώς, ειδικά στην αντικείμενο της αυτονομίας των μηχανών έχουν προκύψει ηθικά προβλήματα, κυρίως καθώς απαιτείται αλγοριθμοποίηση των ηθικών κανόνων αφού μία αυτόνομη μηχανή θα πρέπει να «αποφασίσει» επί τόπου χωρίς ανθρώπινη ρύθμιση. Ήδη έχουμε αφιερώσει πλείστες ώρες μαζί στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την έννοια της ηθικής, τις διάφορες μεταηθικές της διαστάσεις, τις διάφορες ηθικές θεωρίες κλπ. και ακόμα δυσκολευόμαστε, δικαίως και αναμενόμενα. Μάλιστα, υπό μια έννοια, ελπίζω πως και μέσω της εργασίας μας να έχετε συνειδητοποιήσει πως η επίλυση ενός ηθικού προβλήματος στην πράξη ίσως είναι πιο εύκολη καθώς οι ειδικές συνθήκες να καθοδηγούν τη σκέψη περιορίζοντας το πεδίο, σε αντίθεση με τη διαμόρφωση μίας γενικευμένης ηθικής θεωρίας με καθολική εφαρμογή. Αντιθέτως, στην αλγοριθμοποίηση της ηθικής για αυτόνομες μηχανές απαιτείται όχι μόνο συμφωνία ως προς τη βέλτιστη ηθική θεωρία, το οποίο εδώ και περίπου 3000 έτη η ανθρωπότητα αδυνατεί να επιτύχει, αλλά και την αλγοριθμποίηση της θεωρίας αυτής με τέτοιο τρόπο ώστε τα δεδομένα από το περιβάλλον να εισέρχονται στην μηχανή και αλγόριθμός της να «επιλέγει» τη βέλτιστη επιλογή. Είναι σαφές πως αυτό δεν είναι εφικτό, τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο διανοητικής ωριμότητας της ανθρωπότητας. Το τι θα μπορούσε να είναι εφικτό είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αντικείμενο της ηθικής της τεχνολογίας αλλά είναι σαφώς εξειδικευμένο σε σχέση με το πρόγραμμά μας.

 

Κατά το δεύτερο σκέλος, αναφερθήκαμε εκτενώς στην έννοια της Ευδαιμονίας και Αρετής του Αριστοτέλη, ως ουσιαστικά στοιχεία μίας πρακτικής ηθικής, η οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και δημοφιλής στη σύγχρονη βιβλιογραφία της επιχειρηματικής ηθικής.

            Εν τάχει, είδαμε γιατί ο Αριστοτέλης πίστευε πως το υπέρτατο αγαθό δεν μπορεί εξ’ να αποτελεί μέσο για την επίτευξη άλλου αλλά θα πρέπει να είναι ο απώτερος σκοπός άλλως γραμμική ή κυκλική απειρότητα σε μαθηματική γλώσσα ή ματαιότητα σε ψυχολογική γλώσσα. Αυτό το υπέρτατο αγαθό είναι η ευδαιμονία περί της οποίας «όλοι συμφωνούν» αλλά «λίγοι κατανοούν». Απέκλεισε δε τον πλούτο καθώς αποτελεί πάντα μέσο και όχι σκοπό, την τιμή καθώς είναι ετεροπροσδιορισμένη, και την ηδονή (ευφορία) καθώς βρίσκεται στα κτήνη (ζώα) από τα οποία η ευδαιμονία θα έπρεπε να μας διαχωρίζει. Κατέληξε, εν τέλει, στην ενάρετη πράξη την οποία, όπως είδαμε, προσδιόρισε σε διάφορα πεδία ανθρώπινης δράσης ως το μεσότητα μεταξύ της έλλειψης και της υπερβολής.

            Στην περιγραφή αυτή διαπιστώσαμε και κάποια προβληματικά στοιχεία, όπως την δυσκολία προσδιορισμού του «μέσου» (π.χ. ως αριθμητικού μέσου όρου μεν αλλά ποιάς αρίθμησης δε) καθώς και τη λογική αοριστία: ο μέσος ορίζει τα άκρα (όπως υποδηλώνουν οι εκφράσεις «έλλειψη» και «υπερβολή») ή τα άκρα ορίζουν το μέσο (όπως υποδηλώνει η χρήση της έννοιας του μέσου όρου). Σε κάθε περίπτωση, όμως, σχετικά με τη δική μας εστίαση στην ηθική το μεγαλύτερο ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτή η θεώρηση είναι εγγενώς ηθική, όπως υποδηλώνει η έκφραση «ηθική της αρετής» ή virtue ethics. Η ψυχολογική σημασία της εν λόγω θεωρίας είναι αδιαμφισβήτητη και διαχρονική, ενώ η αναζήτηση της ευδαιμονίας ή της αυτό-εκπλήρωσης (self actualization) σε πιο σύγχρονους όρους είναι σαφέστατα αυτό που θα οδηγήσει στην προσωπική γαλήνη στις περισσότερες (αν όχι όλες τις περιπτώσεις).

Ωστόσο, το ερώτημα που ενδιαφέρει εμάς είναι κατά πόσο αυτό είναι και εγγενώς καλό. Η ίδια η θεωρία δεν φαίνεται να το τεκμηριώνει ενώ υπάρχουν και εμφανή αντεπιχειρήματα: π.χ. η πλήρης έλλειψη στο πεδίο της «τιμής» ή της «παρουσίασης», δηλαδή η ταπεινοφροσύνη καθώς και η πλήρης υπερβολή στο πεδίο του «κινδύνου», δηλαδή η ριψοκίνδυνη θυσία, κατά πολλούς είναι ενδείξεις υπέρτατου καλού αν και μη ενάρετες, ως άκρα.

Επιστρέφοντας, όμως στην Ευδαιμονία και αναλύοντας τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως είδαμε, ίσως καταφέρουμε να σχετίσουμε ευθέως την Ευδαιμονία με την ηθική. Συγκεκριμένα, η ικανοποίηση των αναγκών επιβίωσης δεν είναι μεν «καλές» καθώς είναι εγωκεντρικές, ωστόσο δεν είναι και «κακές» καθώς ουδείς μπορεί να κατηγορήσει ένα άτομο να θυσιάσει τις βασικές του ανάγκες (πάντα υπό συνθήκες). Αυτό όμως δεν ισχύει απαραίτητα για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών επιβίωσης (ή έλλειψης) πέραν του ορίου τους (threshold). Σε κάθε περίπτωση, η ευδαιμονία προκύπτει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, όταν το άτομο στραφεί στις ανάγκες ανάπτυξης τις οποίες εντοπίσαμε στα πεδία της γνώσης, της αισθητικής και της συμπόνιας. Η δεν αυθεντική ενασχόληση με τα πεδία αυτά είναι και υπερβατική αλλά και προσφέρει στους άλλους, έστω και εν δυνάμει, για ευνόητους λόγους. Συνεπώς, είναι τουλάχιστον κατά τεκμήριο καλή, που επιφέρει την επιδιωκόμενη σύνδεση μεταξύ της ευδαιμονίας (αυτοεκπλήρωσης – ψυχικής αρμονίας/γαλήνης) και της ηθικής.

 

Ανθρωπιστική Διοίκηση (Humanistic Management)

Στη συνέχεια ανοίξαμε το κεφάλαιο της ανθρωπιστικής διοίκησης το οποίο εδράζει στη θέση πως επειδή οι επιχειρήσεις (και εταιρείες) απαρτίζονται από ανθρώπους και εξυπηρετούν ανθρώπους και ανθρώπινες ανάγκες εν τέλει, η αμιγώς οικονομική θεώρηση της αρίθμησης και βελτιστοποίησης είναι περιοριστική και δεν μπορεί να περιγράψει όλες τις πτυχές της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

            Επειδή δεν ολοκληρώσαμε τη συζήτηση αυτή, το οποίο θα πράξουμε στην επόμενη συνάντησή μας, θα κάνω την συλλογική ανασκόπηση του κεφαλαίου αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της οντολογίας της επιχείρησης αλλά και της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης την μεθεπόμενη εβδομάδα.