16-10-17

  1. H άσκηση της ριζικής αμφιβολίας.

ΙΙ. Πρώτη θεμελιώδης αρχή: Cogito και οι 'απλές φύσεις', ή οι πρωταρχικές έννοιες του επιστημονικού προγράμματος του Ντεκάρτ.

            Κείμενα: Πρώτος Στοχασμός και Κανόνες για την καθοδήγηση της φυσικής ευφυίας, κανόνας 12.

III. Δεύτερη θεμελίωση: Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού.

 

Ι. H άσκηση της αμφιβολίας μέχρι την πρώτη βεβαιότητα.

 

            Ο Σκεπτικισμός γίνεται γνωστός από τη λατινική μετάφραση των Πυρρώνειων υποτυπώσεων του Σέξτου Εμπειρικού στα 1562 και αναβιώνει κατά το 16ο αιώνα: Montaigne, Apologie de Raimond Sebond (1575-76), Charron, De la Sagesse (Μπορντώ, 1601), Francisco Sanchez, Quod nihil scitur, Lyon 1586), Pierre de la Ramée, Dialectique (1555).

           Στον Πρώτο Στοχασμό, ο Ντεκάρτ ασκεί τη σκεπτικιστική αμφιβολία. Στη "Σύνοψη" των Στοχασμών, δίνονται καθαρά οι λόγοι για τους οποίους ασκείται η αμφιβολία:

Στον πρώτο Στοχασμό εκτίθενται οι αιτίες (causæ/raisons)[1] για τις οποίες μπορούμε να αμφιβάλουμε (dubitare) για όλα τα πράγματα, κυρίως δε τα υλικά, για όσο χρόνο έστω δεν θα έχουμε άλλα επιστημονικά θεμέλια (scientiarum fundamenta) από όσα είχαμε μέχρι πρότινος. Καίτοι η χρησιμότητα τόσης αμφιβολίας (dubitationis) δεν φανερώνεται ευθύς εξαρχής, ωστόσο είναι μέγιστη επειδή μας ελευθερώνει από όλες τις προκαταλήψεις (præjudiciis), ανοίγει μια ευκολότατη οδό για το πνεύμα που έχει αποσπαστεί από τις αισθήσεις (sensibus) και, τέλος, συμβάλλει στο να μην μπορούμε πλέον να αμφιβάλουμε για όσα θα ανακαλύψουμε ως αληθή (vera). (VII, 12).

 

            Πρέπει λοιπόν να υποβληθούν σε αμφιβολία οι προγενέστερες αντιλήψεις, κυρίως όσες προέρχονται από τις αισθήσεις και ο νους να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του. Ο Ντεκάρτ αποφασίζει να απομονωθεί, απέχοντας από οποιοδήποτε επηρεασμό. Η άσκηση της αμφιβολίας βασίζεται στη δύναμη του νου να αναστείλει την κρίση του. Η αναστολή της κρίσης είναι μια πράξη της βούλησης, η οποία δείχνει την ελευθερία της. Τούτο διακρίνει τον Ντεκάρτ από τους σκεπτικιστές, οι οποίοι χρησιμοποιούν την ισοσθένεια των λόγων. Επιπλέον, ο Ντεκάρτ χρησιμοποιεί την αμφιβολία, για να φτάσει στη βεβαιότητα.

           

            Ι.i. Ποια θεμέλια πλήττονται και πώς ασκείται η αμφιβολία;

 

Στοχασμός Ι: «Έπρεπε επομένως κάποτε στη ζωή μου να τα ανατρέψω όλα (evertenda omnia) εκ βάθρων και να αρχίσω εκ νέου από τα πρώτα θεμέλια (a primis fundamentis), αν επιθυμούσα να εδραιώσω κάτι στέρεο και μόνιμο στο πεδίο των επιστημών (in scientis)» (VII, 17).

 

Πρώτο στάδιο: Η μεθοδική αμφιβολία.

«Ό,τι δέχτηκα μέχρι πρότινος ως αληθέστατο, το παρέλαβα από τις αισθήσεις ή δια των αισθήσεων (per sensus). Όμως τούτες τις συνέλαβα να σφάλλουν (fallere)» (VII, 18).

 

Πρώτον, η άσκηση της αμφιβολίας στρέφεται στις ιδέες που προέρχονται από τις αισθήσεις. Δεύτερον, σε ιδέες της φαντασίας (το παράδειγμα του παράφρονα και επίσης του ονειρευόμενου). Εν ολίγοις, στο στάδιο αυτό, το πνεύμα μας, κατά τον Ντεκάρτ, απαλλάσσεται σταδιακά από όλες εκείνες τις ιδέες για τις οποίες αμφιβάλλει, αποφασίζοντας ότι είναι ψευδείς.

«Δεν θα βγάζαμε λοιπόν λάθος συμπέρασμα αν λέγαμε ότι η Φυσική, η Αστρονομία, η Ιατρική, και όλες οι άλλες επιστήμες που εξαρτώνται από τη θεώρηση των σύνθετων πραγμάτων, είναι αμφίβολες» (VII, 20). Με άλλα λόγια, το πνεύμα απαλλάσσεται, ελευθερώνεται από τις ιδέες της Φυσικής, της Αστρονομίας και της Ιατρικής του προγενέστερου οικοδομήματος, οι οποίες όπως αντιλαμβανόμαστε θεωρούνται προκαταλήψεις.

Εξαιρούνται ωστόσο ορισμένες απλές ιδέες, τις οποίες έχει εκθέσει ο Καρτέσιος στους Κανόνες για την καθοδήγηση της ευφυίας (Regulae ad directionem ingenii),[2] ‘απλές φύσεις’, όπως τις ονομάζει, που προέρχονται από τη γνωστική δύναμη του πνεύματος και αφορούν τα μαθηματικά (: «Διότι, είτε αγρυπνώ είτε κοιμάμαι, δύο συν τρία θα κάνει πέντε, και το τετράγωνο δεν θα έχει περισσότερες από τέσσερις πλευρές» VII, 20).

            Δεύτερο στάδιο: Η αμφιβολία γενικεύεται και δια του κακόβουλου δαίμονα θα πλήξει ακόμη και τις απλές αλήθειες των μαθηματικών. Στο στάδιο αυτό δεν διασώζονται ούτε και τα θεμέλια των μαθηματικών: Ριζική ή απόλυτη, μεταφυσική αμφιβολία ® Αναστολή της κρίσης: «Πρέπει λοιπόν να αναστείλω εφεξής τόσο επιμελώς τη συγκατάθεσή μου σε τούτα όσο και στα εμφανώς ψευδή, αν θέλω να ανακαλύψω κάτι βέβαιο» (VII, 21).

            Η αμφιβολία αναπτύσσεται σταδιακά, κορυφώνεται μάλιστα φτάνοντας στο έσχατο σημείο της: «Μήπως λοιπόν δεν υπάρχω ούτε εγώ;» (VII, 25).

 

Ι. ii. Η πρώτη βεβαιότητα: Η θεμελίωση της πρώτης αρχής.

 

      «Αλλά υπάρχει κάποιος μυστηριώδης απατεώνας, παντοδύναμος και παμπόνηρος, που με ξεγελά με πανουργία διαρκώς. Αν όμως με ξεγελά, είναι αμφίβολο ότι υπάρχω× και ας με ξεγελά όσο θέλει, αφού δεν θα με κάνει ποτέ να μην είμαι τίποτα όσο θα σκέφτομαι ότι είμαι κάτι. Ώστε μετά από υπερεπαρκές ζύγισμα των πάντων, πρέπει εντέλει να καταλήξω ότι η απόφανση (pronuntiatum) Εγώ είμαι, εγώ υπάρχω (Ego sum, ego existo), αληθεύει αναγκαία (necessario esse verum) όποτε την προφέρω ή τη συλλαμβάνω στο πνεύμα μου (mente concipitur)» (Στοχασμός ΙΙ, VII 25).

      «Αλλά τι είμαι λοιπόν; Σκεπτόμενο πράγμα (Res cogitans). Τι είναι αυτό; Είναι ένα πράγμα που αμφιβάλλει (dubitans), νοεί, βεβαιώνει, αρνείται, θέλει, δεν θέλει, φαντάζεται επίσης αισθάνεται» (VII, 28).

 

Ζήτημα: Τι είναι η αμφιβολία, ο βασικός πρωταγωνιστής, η κεντρική, όπως φαίνεται, έννοια;

Σύμφωνα με το Λεξικό του Goclenius (Lexicon Philosophicum Graecum, 1615: 11), οι σημασίες της αμφιβολίας, όσον αφορά τις λέξεις, είναι ambiguitas, κάτι διφορούμενο ή επαμφοτερίζον, αλλά και ομωνυμία.

            Σύμφωνα με λεξικά ευρείας χρήσης, σημασίες που δίνονται για τη λέξη dubitatio είναι: ενδοιασμός, αμφιβολία, αμφιταλάντευση, απορία, ενίοτε λογισμός, σκέψις.

            Θα πρέπει να διευκρινιστεί εάν η καρτεσιανή αμφιβολία έχει τη σημασία της αμφιταλάντευσης, όπως μάλιστα την εννοεί ο Σπινόζα (ενδεικτικώς: Ηθική, ΙΙΙ, 17, σχόλιο), κι επίσης εάν ασκείται όπως η σκεπτικιστική αμφιβολία.

Βάσει του κειμένου, εντοπίζουμε ότι ο Ντεκάρτ αποφασίζει να απορρίψει ως εσφαλμένο ό,τι είναι αμφίβολο.[3] Η αμφιβολία παρουσιάζεται ως απόφαση της βούλησης. Σκοπός της εποχής για τους Σκεπτικούς ήταν η αταραξία. Για τον Ντεκάρτ, ωστόσο, η άσκηση της αμφιβολίας αποβλέπει στη ζήτηση της αλήθειας.

           

ΙI.iii. Αμφιβολία και βούληση. Μπορούμε να διαβάσουμε πάλι τους δύο Στοχασμούς μέχρι την πρώτη βεβαιότητα, αναζητώντας να συντάξουμε το λεξιλόγιο της βούλησης. Ενδεικτικά υπογραμμίζω: «Έπρεπε επομένως κάποτε στη ζωή μου να τα ανατρέψω όλα εκ βάθρων και να αρχίσω εκ νέου από τα πρώτα θεμέλια, αν επιθυμούσα να εδραιώσω κάτι στέρεο και μόνιμο στο πεδίο των επιστημών» (VII, 17). «[…] και τελικά θα επιδοθώ σοβαρά και ελεύθερα στη γενική ανατροπή αυτών των γνωμών μου» («VII, 18). «Πρέπει λοιπόν να αναστείλω εφεξής τόσο επιμελώς τη συγκατάθεσή μου σε τούτα όσο και στα εμφανώς ψευδή, αν θέλω να ανακαλύψω κάτι βέβαιο» (VII, 21). «Έχω λοιπόν τη γνώμη ότι δεν θα έκανα άσχημα αν, αντιστρέφοντας πλήρως τη βούλησή μου, ξεγελούσα εμένα τον ίδιο» (VII, 22).

            Εντοπίζουμε μάλιστα ότι υπερτερεί η χρήση του λεξιλογίου της βούλησης σε σχέση με τις λέξεις που έχουν σχέση με την αμφιβολία. Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η αμφιβολία υπάγεται στη βούληση και παρουσιάζεται ως μια πράξη της βούλησης.[4] Ο κακόβουλος δαίμονας προκύπτει ως πράξη της βούλησης, της καθαρής μάλιστα βούλησης, αφού το πνεύμα έχει απαλλαγεί από τα περιεχόμενά του. Ο Gassendi, Πέμπτες Αντιρρήσεις (IV, 314-17), θα διαμαρτυρηθεί: «Είναι δυνατό να υπάρχει βούληση όταν δεν υπάρχει ιδέα;»

            Η αμφιβολία όμως πυροδοτούμενη και καθοδηγούμενη από τη βούληση αποκτά στόχο, τη ζήτηση της αλήθειας. Έτσι, ενώ είναι επικίνδυνο εργαλείο, επεκτεινόμενη σε όλα, επιχειρείται να χαλιναγωγηθεί.

            Η πρώτη βεβαιότητα λοιπόν «κατεξοχήν οφείλεται στις ενέργειες της βούλησης, που υπογραμμίζουν την ελευθερία της».[5] Επιπλέον, τα περισσότερα ενεργήματα που συνιστούν το «εγώ είμαι», την πρώτη βεβαιότητα, είναι ενεργήματα της βούλησης. «Είναι ένα πράγμα που αμφιβάλλει, νοεί, βεβαιώνει, αρνείται, θέλει, δεν θέλει, φαντάζεται επίσης αισθάνεται» (VII, 28).

           

            ΙΙ. Πρώτη θεμελιώδης αρχή: Cogito και οι 'απλές φύσεις' ή οι πρωταρχικές έννοιες του επιστημονικού προγράμματος του Ντεκάρτ.

 

Όπως ο Ντεκάρτ γράφει σε μια επιστολή του στον Μερσέν, του Ιανουαρίου 1641, αναφερόμενος στους Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας του: «Θα μπορούσα να σου πω, μεταξύ μας, ότι οι έξι αυτοί Στοχασμοί περιέχουν όλα τα θεμέλια της φυσικής μου. Σε παρακαλώ όμως, μην το διαδώσεις, διότι θα είναι πολύ δύσκολο για τους υποστηριχτές του Αριστοτέλη να τους δεχτούν». Βλ. ΑΤ, ΙΙΙ, 297-98.

 

            Στους Στοχασμούς, ο Ντεκάρτ επιδιώκει να θεμελιώσει το επιστημονικό του πρόγραμμα και το όραμά του για μια καθολική επιστήμη. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι επανέρχεται σε νεανικά του έργα, ιδιαίτερα στους Κανόνες, στον κανόνα 12, που αναφέρεται στις 'απλές φύσεις'. Μια απλή φύση (natura simplicissima) υποδηλώνει ένα πράγμα που εξετάζεται σε σχέση με νου μας, ένα απλό πράγμα (res simplex) που είναι εύκολα προσβάσιμο και βέβαιο για μας. Ένα σώμα, για παράδειγμα, ανάγεται σε τρεις απλές φύσεις, έκταση, σχήμα, κίνηση. Εκτός από αυτές τις απλές υλικές φύσεις, ο Ντεκάρτ ξεχωρίζει τις καθαρά νοητικές: Γνώση, αμφιβολία, άγνοια, ενέργεια βούλησης. Τρίτον, υπάρχουν οι μικτές ή κοινές έννοιες: Ύπαρξη, ενότητα, διάρκεια. Κι επίσης, εκείνες που επιτρέπουν τη σύνδεση μεταξύ τους, όπως στα μαθηματικά η σχέση ισότητας. Πολύ αργότερα, στις Αρχές, προστίθεται και μια τρίτη κατηγορία, οι αιώνιες αλήθειες, όπως η αρχή της μη αντίφασης.

            Στους Στοχασμούς, οι απλές φύσεις προκύπτουν μετά την άσκηση της αμφιβολίας στις αισθητηριακές αντιλήψεις και θεμελιώνονται στο cogito. Στον Δεύτερο στοχασμό, επανεμφανίζονται πρώτα οι νοητικές φύσεις κι έπειτα οι καθαρά υλικές. "Τι είμαι εγώ; Ένα πράγμα που αμφιβάλλει, νοεί, βεβαιώνει, αρνείται, θέλει, δεν θέλει, φαντάζεται και αισθάνεται." Με άλλα λόγια, οι απλές φύσεις εμφανίζονται με τη μορφή ενεργημάτων του σκεπτόμενου εγώ. Με το cogito θεμελιώνονται οι απλές νοητικές φύσεις, ό,τι ανήκει καθαρά στο σκέπτεσθαι.

            Μετά την πρώτη βεβαιότητα, ή την πρώτη θεμελίωση, ο Ντεκάρτ προβαίνει στη θεμελίωση των απλών υλικών φύσεων, δηλαδή των εννοιών που ανήκουν στα υλικά αντικείμενα, δίνοντας το παράδειγμα του κεριού: "Αλλά ιδού, ενώ μιλώ, το μετακινώ προς τη φωτιά: τα υπολείμματα γεύσης εξαλείφονται, η οσμή εξανεμίζεται, το χρώμα μεταβάλλεται, το σχήμα χάνεται, το μέγεθος αυξάνει, γίνεται ρευστό, θερμαίνεται, μετά βίας μπορεί να αγγιχτεί και, αν το χτυπήσουμε τώρα, δεν εκπέμπει κανένα ήχο" (VI 30).

            Εύλογα ο αναγνώστης οδηγείται στην αμφιβολία εάν θα μπορούσε να βασιστεί σε ιδιότητες που χάνονται και να τις θεωρήσει ως κύρια και ουσιώδη συστατικά ενός πράγματος. Όπως λέει ο Ντεκάρτ: "Ας δούμε τι απομένει: τίποτα άλλο από κάτι εκτατό, εύκαμπτο και ευμετάβλητο" (VI 31). Το κερί λοιπόν είναι κάτι που εκτείνεται και υπόκειται σε μεταβολές.

            Για να περιγράψουμε ένα αντικείμενο και να πείσουμε κάποιον που δεν το βλέπει πως αυτό υπάρχει, δεν αρκούν οι αισθητηριακές εντυπώσεις. Δεν αρκεί να πούμε ότι βλέπουμε κάτι κίτρινο, που μυρίζει μέλι. Βάσει των αισθητηριακών αντιλήψεων η κρίση μας για ένα αντικείμενο βασίζεται στη σχέση ομοιότητας μεταξύ της αισθητηριακής αναπαράστασης και του ίδιου. Βάσει αυτής ωστόσο δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η ύπαρξή του. Για τον Ντεκάρτ, πρωταρχικά, μας χρειάζονται οι απλές φύσεις, απλές έννοιες, όπως της έκτασης, του σχήματος και του μεγέθους, δια των οποίων γίνονται διακριτές οι αναπαραστάσεις μας και συνιστούν προϋποθέσεις της όρασης. Οι έννοιες αυτές προϋποθέτουν το σκεπτόμενο εγώ, το οποίο τις εγγυάται, αλλά και βεβαιώνουν την ύπαρξή του.

            Σκοπός του Δεύτερου Στοχασμού είναι να βεβαιωθεί η πρώτη αρχή, το σκεπτόμενο εγώ, κατεξοχήν η ικανότητά του να νοεί, ανεξάρτητα από την αισθητηριακή αντίληψη.

 

            Ιστορική προσέγγιση

 

            Η άσκηση της αμφιβολίας δεν είναι πρωτοτυπία της καρτεσιανής φιλοσοφίας. Η σκεπτικιστική αμφιβολία είχε ασκηθεί από τους Ακαδημεικούς, ήταν γνωστή από τις Πυρρώνειες υποτυπώσεις του Σέξτου, έργο που είχε επηρεάσει φιλοσόφους του 16ου αιώνα. Τα παραδείγματα του παράφρονα, του ονειρευόμενου και του κακού δαίμονα, απαντώνται μάλιστα στα Academica του Κικέρωνα. Η άσκηση της αμφιβολίας για την αναζήτηση της αλήθειας έχει ασκηθεί επίσης –σε διαφορετικό ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο– από τον Πέρση φιλόσοφο al-Ghazālī (1058-1111), ο οποίος αποφάσισε να αμφιβάλει ριζικά για όλες τις αντιλήψεις, τα παραδοσιακά ήθη και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως παρουσιάζεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο έργο του, Erreur et délivrance (Al-Munqid min adalāl), μτφρ. E. Jabre, Beyrouth 1959.

            Ωστόσο, ενώ σε σκεπτικιστές φιλοσόφους, η αμφιβολία χρησιμοποιείται όχι μόνο για την αισθητηριακή αντίληψη αλλά και για τις νοητικές αλήθειες, για τον Ντεκάρτ, όπως είδαμε, δεν υποβάλλονται σε αμφιβολία οι απλές φύσεις, που συλλαμβάνονται νοητικά. Ακόμη και το παράδειγμα του ονειρευόμενου δεν τις θέτει υπό αμφισβήτηση. Δεύτερον, ο Ντεκάρτ λύνει τη σκεπτικιστική κρίση με τη βεβαιότητα του cogito. Τρίτον, όπως διαπιστώσαμε η αμφιβολία είναι προϊόν της βούλησης, η οποία τονίζεται στο εγχείρημά του.

 

            Ερώτημα: Ποιος ο ρόλος της αμφιβολίας στο επιστημονικό πρόγραμμα του Καρτέσιου;

  1. Αμφισβητούνται οι αισθητηριακές αντιλήψεις και απορρίπτονται οι ιδέες περί των σωμάτων της σχολαστικής-αριστοτελικής φυσικής.
  2. Η πρώτη βεβαιότητα, στο εγώ σκέπτομαι, απαιτεί τη διάκριση της νοητικής ικανότητας από την αισθητηριακή αντίληψη και από το σώμα.

            iii. Θεμελιώνονται οι "απλές φύσεις", με δεδομένο ότι επιβιώνουν από την άσκηση της αμφιβολίας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πηγές.

Για τη διεθνή βιβλιογραφία, ενδεικτικώς: www.cartesius.net και Bulletin cartésien.

Στην ελληνική:

Λόγος περί της μεθόδου, επιμ. Χρ. Χριστίδης, Γαλλικό Ινστιτούτο

Αθηνών, Αθήνα 1948· 2η έκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1976.

Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, μτφρ.-σχόλια Γ. Δαρδιώτης, εισαγωγή

            Ν. Αυγελής, Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1974.

Κανόνες για τον κατευθυνσμό της γνωστικής δύναμης, πρόλογος-εισαγωγή-μτφρ. Θ.

Πενολίδης, Κράτερος, Αθήνα 2011.

Τα πάθη της ψυχής, εισαγωγή-μτφρ. Γ. Πρελορέντζος, επιμ. Δ. Κοτρόγιαννος,

Κριτική, Αθήνα 1996.

Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ.-σχόλια Ε. Βανταράκης, Εκκρεμές,

Αθήνα 2003.

Οι Αρχές της Φιλοσοφίας, εισαγωγή-μετάφραση-σχολιασμός Βασιλική

            Γρηγοροπούλου, Εκκρεμές, Αθήνα 2012.

            ΙΙΙ. Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού.

 

Το cogito παρουσιάζεται ως αναμφίβολη αλήθεια, ως κανόνας προφάνειας. Επιπλέον, όπως είδαμε, θεμελιώνει τις 'απλές φύσεις', τις έμφυτες ιδέες του νου, βασικούς όρους του επιστημονικού προγράμματος του Ντεκάρτ. Ωστόσο, η βεβαιότητα του cogito αφορά την ύπαρξη του σκεπτόμενου εγώ και όχι του αντικειμένου του. Ο κακόβουλος δαίμων δεν μπορεί ακόμη να εξοβελιστεί. Για το λόγο αυτό, στον Τρίτο Στοχασμό, το αρχιμήδειο σημείο του προγράμματος του Ντεκάρτ τοποθετείται στον Θεό, ως θεμελιώδη αρχή βεβαιότητας σχετικά με το αντικείμενο της γνώσης.

            Μια αναπαραστασιακή ιδέα αναφέρεται σε ένα αντικείμενο πέραν αυτής. Και θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι αυτό υπάρχει, όπως αναφέρει (VII 37). Επίσης, θα πρέπει να διακρίνουμε την αντικειμενική αξία μιας ιδέας και την αλήθεια της διατύπωσης κρίσης. Η δε αναστολή κρίσης, πράξη της βούλησης, είναι όρος δυνατότητας για την εξέταση της αντικειμενικής αξίας μιας ιδέας.

            Ο νους πλανάται, όταν:

  1. Βλέπει στις αισθητηριακές ιδέες εικόνες εξωτερικών πραγμάτων.
  2. Συγκρίνει την ιδέα με το αντικείμενο, έχοντας ως κριτήρια αλήθειας την ομοιότητα της ιδέας με το εξωτερικό αντικείμενο.
  3. Εκφέρει τις κρίσεις του παρορμητικά.

            Αντιθέτως, η ιδέα του τριγώνου είναι αληθής, ενώ δεν αντιστοιχεί με ένα τριγωνικό αντικείμενο, όπως και η ιδέα του Ήλιου στην αστρονομία είναι διαφορετική από την ιδέα που μας αναπαριστάνουν οι αισθήσεις μας.

 

            Πρώτον, θα πρέπει να αναζητείται η αντικειμενική αξία της ιδέας του Θεού. Ο Θεός είναι αιτία του εαυτού μου, θα πρέπει να γεννιέται μαζί με μένα, αλλά δεν θα πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από την ιδέα που αναπαριστάνεται μέσα μου (αντικειμενική αξία). Οι αποδείξεις για την ύπαρξή του αφορούν τη βεβαιότητα σχετικά με την αιτία, τον Θεό ως αιτία.

            Πώς θα εξοβελιστεί ο κακόβουλος δαίμων: Αποδεικνύοντας ότι ο Θεός, δηλαδή ένα τέλειο ον, υπάρχει, δεν μπορεί να με εξαπατά. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι παραπλανητική η αντικειμενική αξία που αποδίδεται στις καθαρές και διακριτές ιδέες του νου μου. Εφόσον ο Θεός υπάρχει και είναι αναγκαία φιλαλήθης, η υπόθεση του πλανερού δαίμονα καταρρίπτεται. Βασικός σκοπός λοιπόν των αποδείξεων για την ύπαρξη του Θεού αφορά το πρόβλημα της αντικειμενικής αξίας των ιδεών, κατεξοχήν να θεμελιωθούν οι αναγκαίες αλήθειες της επιστήμης.

            Ο Suárez θέτει το ερώτημα εάν η ύπαρξη του Θεού υπάγεται στις αποδείξεις της φυσικής ή εάν είναι κατεξοχήν μεταφυσικής τάξεως. Ο Θεός δεν αντιμετωπίζεται ως το πρώτο κινούν, όπως στον Αριστοτέλη, αλλά στο πλαίσιο της μεταφυσικής, και συγκεκριμένα ως ποιητικό αίτιο (causa efficiens), πηγή όλων των άλλων. Πρόκειται για ένα ον, παρά για ένα κινούν, για μια πραγματική οντότητα.

            Ο Ντεκάρτ δίνει μια σειρά αποδείξεων, διαφορετικής τάξεως σε μια σειρά έργων του, όπως στο Λόγο περί της μεθόδου, τον Στοχασμό Τρίτο και Πέμπτο, στις Τέταρτες απαντήσεις και στις Αρχές της φιλοσοφίας.

 

Τρίτος στοχασμός: A posteriori απόδειξη περί Θεού.

"[...] αν η αντικειμενική πραγματικότητα κάποιας ιδέας μου είναι τέτοια ώστε να είμαι βέβαιος ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είναι μέσα μου ούτε μορφικά ούτε υπεροχικά, και επομένως ότι δεν μπορώ να είμαι εγώ ο ίδιος το αίτιο της ιδέας της, τότε έπεται αναγκαία ότι δεν είμαι μόνος στον κόσμο, αλλά υπάρχει και κάποιο άλλο πράγμα που είναι αίτιο της ιδέας αυτής." (ΑΤ VII, 42; ελλ. μετ. σ. 106)

"Διά του ονόματος Θεός εννοώ μια υπόσταση άπειρη, ανεξάρτητη, παντογνώστρια, παντοδύναμη, που δημιούργησε τόσο εμένα τον ίδιο όσο και οτιδήποτε άλλο υπάρχει, αν υπάρχει. Όλα αυτά ασφαλώς είναι τέτοια ώστε, όσο πιο επισταμένα τα παρατηρώ, τόσο λιγότερο φαίνεται δυνατό να έχουν παραχθεί μόνο από μένα. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνω από τα προλεχθέντα ότι ο Θεός υπάρχει αναγκαία." (ΑΤ VII, 45; ελλ. μετ. σσ. 112-13)

"[...] υπάρχει περισσότερη πραγματικότητα στην άπειρη υπόσταση παρά στην πεπερασμένη, κι επομένως η αντίληψη της άπειρης υπόστασης είναι μέσα μου, τρόπον τινά, πρότερη της πεπερασμένης, τουτέστιν η αντίληψη του Θεού είναι πρότερη της αντίληψης του εαυτού μου." (ΑΤ VII, 45; ελλ. μετ. σ. 114)

"[...] πρέπει να συμπεράνω οπωσδήποτε ότι από το γεγονός και μόνο ότι υπάρχω και έχω μέσα μου την ιδέα ενός τελειότατου όντος, τουτέστιν του Θεού, έπεται εναργέστατα ότι υπάρχει και ο Θεός" (ΑΤ VII, 51; ελλ. μετ. σ. 124)

"Όλη η ισχύς του επιχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι αναγνωρίζω ότι δεν γίνεται να είναι η φύση μου τέτοια που είναι, δηλαδή να έχω μέσα μου την ιδέα του Θεού, παρά αν υπάρχει επίσης αληθινά ο Θεός. Ο ίδιος εκείνος Θεός, λέγω, του οποίου η ιδέα είναι μέσα μου, τουτέστιν ο οποίος κατέχει όλες εκείνες τις τελειότητες που δεν καταλαβαίνω εγώ, αλλά μπορώ κατά κάποιον τρόπο να τις αγγίξω με τη σκέψη, και ο οποίος δεν υπόκειται σε κανένα απολύτως ελάττωμα" (ΑΤ VII, 52; ελλ. μετ. σσ. 126-27)

            Η πρώτη απόδειξη, a posteriori, συνάγεται από το αποτέλεσμα, από την ιδέα που έχω και από το πεπερασμένο της ύπαρξής μου. Πρόκειται για δύο αποδείξεις, οι οποίες συνοψίζονται σε μία. Η ιδέα του Θεού είναι έμφυτη, έχω δηλαδή μια ιδέα του Θεού. Ο Ντεκάρτ, ωστόσο, αναγνωρίζει ότι ο νους μας είναι πεπερασμένος, όπως και η ύπαρξή μας. Η δεύτερη a posteriori απόδειξη εκκινεί από την ύπαρξή μου, η οποία είναι πεπερασμένη. Η ύπαρξη μιας έμφυτης ιδέας του Θεού περιέχει όλα τα αποτελέσματά της. Το άπειρο γίνεται κύριο όνομα του Θεού και κυριαρχεί στην οντότητά του. Ωστόσο, ο Θεός ως άπειρος είναι υπερβατικός, υπερβαίνει την κατανόησή μας.

            Ο Gassendi είχε εγείρει αντιρρήσεις εύλογες: Εάν έχουμε ως αφετηρία το πεπερασμένο, τότε "συλλαμβάνουμε το άπειρο διά της άρνησης του πεπερασμένου, δεδομένου ότι κάθε περιορισμός περιέχει εντός του την άρνηση του απείρου" (VII , 103 κ.εξ., 113-14). Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατό να ανακαλύψω το ποιητικό μου αίτιο παρά μόνο μέσα στην ιδέα του απείρου, δηλαδή στον Θεό. Ο Ντεκάρτ, ωστόσο, σε αυτή την απόδειξη βαίνει από το γνωστό, εγώ σκέπτομαι, στο άγνωστο.

Δεύτερον, παρουσιάζεται η a priori απόδειξη, ή το οντολογικό επιχείρημα, που βασίζεται στην ιδέα μιας θεϊκής ουσίας που περιέχει όλες τις τελειότητες, μεταξύ των οποίων και την ύπαρξη (Πέμπτος Στοχασμός). Στις Αρχές, μετά τις έντονες συζητήσεις που προκάλεσαν οι αποδείξεις αυτές, ο Ντεκάρτ τις αναδιαπραγματεύεται σε ένα ενιαίο επιχείρημα, δηλαδή μέσω της ιδέας του (βλ. Ι, 22), ως αναγκαίας προϋπόθεσης όλων των αποδείξεων.

Τρίτον, δίνεται το επιχείρημα που βασίζεται σε μια αξίωση του λόγου σύμφωνα με την οποία ο Θεός έχει μια αιτία που δεν μπορεί παρά να είναι σε αυτόν τον ίδιο: η ουσία του αποτελεί αίτιο, τρόπον τινά, παραγωγικό, ή ποιητικό (causa efficiens), της ύπαρξής του. Ο Θεός φέρει μέσα του το αίτιο του εαυτού του. Ο Ντεκάρτ, πριν από τον Σπινόζα, συλλαμβάνει τον Θεό ως causa sui, εισάγοντας μια ορθολογική έννοιά του ως θεμέλιο ή αρχή για τη σύλληψη της αιτιότητας και της δύναμης.[6] Στις Τέταρτες απαντήσεις, ο Ντεκάρτ αναφέρει πως ο Θεός μπορεί να λέγεται τρόπον τινά (quadamodo) «αίτιον εαυτού» (ΑΤ, ΙΧ, 187). Ενώ οι συλλογισμοί μας συνήθως αναφέρονται σε μια αιτιότητα εξωτερική, όπως ότι το Α προκαλεί μια μεταβολή στο Β, το αυταίτιο παραπέμπει σε μια εσωτερική αιτιότητα, όπου το Α είναι αίτιο του εαυτού του κι όλων όσα έπονται αυτού. Εφόσον ένα πράγμα είναι αίτιον εαυτού εμπεριέχει την ύπαρξή του· ο Θεός λοιπόν ως αίτιο παραγωγής του εαυτού του δεν μπορεί παρά να υπάρχει και να είναι μοναδικός. Όπως έχει επισημάνει ο Ζιλσόν (Gilson), δίνεται μια νέα δυναμική έννοια της θεϊκής ουσίας ως δύναμης που παράγει τον εαυτό της.[7]

            Ο Ντεκάρτ διατυπώνει την άποψη ότι ο Θεός είναι αίτιον εαυτού, κατανοώντας τον ορθολογικά ως ποιητικό αλλά και ολικό αίτιο. Για τη σχολαστική παράδοση, ο Θεός δεν χρειαζόταν να συντηρεί τον κόσμο άμεσα, αλλά ενεργούσε μέσω δευτερευουσών αιτιών και σχέσεων υπαγωγής, με τη μεσολάβηση ενός ιεραρχημένου κόσμου ειδών ή μορφών. Ωστόσο, στον κόσμο του Ντεκάρτ, η θεϊκή ενέργεια προβάλλεται ως άμεση κι ενεργώς παρούσα.[8] Όπως διατυπώνεται στις Αρχές, ο Θεός «ενεργεί με μια και την αυτή τέλεια πράξη διά της οποίας συγχρόνως νοεί, βούλεται κι εκπληρώνει οτιδήποτε» (Ι, 23). Η θέση αυτή υποστηρίζει το επιχείρημα σχετικά με την ενεργώς παρούσα θεϊκή ενέργεια στο σύμπαν.

 

            Στο δεύτερο μέρος των Αρχών, ο Θεός παρουσιάζεται ως «η καθολική και πρωτεύουσα αιτία, η γενική αιτία όλων των κινήσεων στον κόσμο», η οποία «διατηρεί πάντα την αυτή ποσότητα κίνησης στην ύλη» (ΙΙ, 36). Βάσει της αρχής αυτής «μπορούμε να γνωρίσουμε ορισμένους κανόνες ή νόμους της φύσης, που είναι δευτερεύουσες κι επιμέρους αιτίες διαφόρων κινήσεων που βλέπουμε σε ενικά σώματα» (ΙΙ, 37). Η καθολική γενική αιτία δεν διατηρεί έναν κόσμο ύλης και μορφών ή ειδών, αλλά ένα φυσικό κόσμο εκτατών σωμάτων που διέπεται από νόμους κίνησης. Όπως παρατηρεί ο Λάιμπνιτς, «ο καρτεσιανός Θεός πλησιάζει τον Θεό στον Σπινόζα, ειδικά, ως η αρχή των πραγμάτων ή πρωταρχική φύση που θέτει καθετί σε κίνηση και κάνει ό,τι είναι δυνατό να γίνει». Επιπλέον, όπως και στον Σπινόζα, δεν ενεργεί βάσει σκοπών.

Λόγω της ορθολογικής αυτής αντίληψης την οποία εισάγει ο Ντεκάρτ περί απρόσωπου Θεού –που ωστόσο επικρατούσε στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία–, επιχειρεί με την άσκηση της μεθοδικής αμφιβολίας να ξεριζώσει τις εσφαλμένες, δηλαδή τις μεσαιωνικές, αντιλήψεις και να καθιερώσει την έννοια του νόμου, ο οποίος ισχύει για όλα τα πράγματα. Στην καρτεσιανή φυσική, βάσει της θεϊκής αρχής θεμελιώνεται η σταθερότητα των νόμων της φύσης. Οι νόμοι τους οποίους ο Ντεκάρτ διατυπώνει στις Αρχές της φιλοσοφίας του, θεωρείται ότι έχουν γενική ισχύ σε κάθε τόπο και για όλα τα σώματα. Ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε ορισμένη ποσότητα ύλης και της έδωσε μια ορισμένη ποσότητα κίνησης, εγγυάται τη διατήρηση του κόσμου σύμφωνα με τους ίδιους νόμους, οι οποίοι αφορούν όλα τα επιμέρους σώματα. Υποστηρίζεται η διατήρηση της ίδιας ποσότητας κίνησης στον κόσμο, όχι όμως σε κάθε επιμέρους σώμα, διότι η κίνηση μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο, βάσει του τρίτου φυσικού νόμου, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω. Πάνω στην πρώτη και γενική αρχή θεμελιώνεται η πεποίθηση για τη διατήρηση ενός κόσμου που διέπεται από νόμους, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τις «μαθηματικές αλήθειες»,[9] δηλαδή με αξιώματα ή κοινές έννοιες, που μπορεί καθένας να συλλάβει βασιζόμενος στο νου του.

  1. Γρηγοροπούλου

 

 

 

[1] «In primâ, causæ exponuntur propter quas de rebus omnibus».

[2] Βλ. Κανόνα 12 § 18.

Επίσης, Επιστολή της 16ης Ιουνίου 1641 προς Mersenne: "Par le mot Idea, j'entends tout ce qui peut être en notre pensée, e t [. . .] j'en ai distingué trois sortes: à savoir quaedam sunt adventitiae, comme l'idée qu'on a vulgairement du Soleil; aliae factae vel factitiae, au rang desquelles on peut mettre celle que les Astronomes font du Soleil par leur raisonnement; et aliae innatae, ut Idea Dei, Mentis, Corporis, Trianguli, et generaliter omnes quae aliquas Essentias Veras, Immutabiles et Aeternas repraesentant" (AT. iii, 383).

 

[3] Βλ. επίσης, Ρενέ Ντεκάρτ, Οι Αρχές της φιλοσοφίας, Ι, 2: «Ό,τι είναι αμφίβολο θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται ως εσφαλμένο».

[4] Η βιβλιογραφία πάνω σε αυτό είναι εκτεταμένη. Βασική αναφορά: H. Gouhier, La pensée métaphysique de Descartes, Paris, Vrin, 1662.

[5] Β. Γρηγοροπούλου, «Βούληση και ελευθερία. Διαφωτισμός και πράξη: Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λοκ», Δευκαλίων, Ιούνιος 2005 (23/1), σ. 23.

[6] Ας σημειωθεί ωστόσο ότι στο Φαίδρο (245 c), ο Πλάτων διατυπώνει την πρόταση ότι η ψυχή είν’ αθάνατη, και τούτο επειδή είν’ εκείνο «που κινεί τον εαυτό του, επειδή δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ να κινείται, αλλά είναι αυτό η πηγή και η αρχή και για την κίνηση των άλλων όσα κινούνται». Η ψυχή λοιπόν ενέχει την αρχή της κίνησής της, συλλαμβανόμενη ως εκείνο που κινεί τον εαυτό του («το αυτό αυτό κινούν»), νοείται δηλαδή αίτιον εαυτής, ως εκ τούτου θεϊκή κι αθάνατη.

[7] Βλ. É. Gilson, Études sur le role de la pensée médievale dans la formation du système cartesién, Vrin, Παρίσι 1930, σσ. 229-30.

[8] Βλ. P. Machamer & J. E. McGuire, Descartes’s Changing Mind, ό.π., σ. 49.

[9] Βλ. την επιστολή του Ντεκάρτ προς τον Μερσέν, της 15ης Απριλίου 1630.