Δομή μαθήματος ΓλωσσάριΦωτογραφικό υλικό Ασκήσεις

Γλωσσάρι

Αδένας : Όργανο το οποίο αποτελείται από επιθηλιακά κύτταρα εξειδικευμένα για τη σύνθεση και την έκκριση ορμονών.

Αξόνημα : Σχηματισμός του κυτταροσκελετού στους κροσσούς και τα μαστίγια αποτελούμενος κεντρικά από ένα (1) ζεύγος μικροσωληνίσκων που περιβάλλονται από εννέα (9) ζεύγη μικροσωληνίσκων.

Αποκρινής έκκριση : Τύπος εξωκρινούς έκκρισης όπου μαζί με το εκκρινόμενο προϊόν αποπίπτει και το κορυφαίο τμήμα του κυττάρου.

Αποφρακτική σύναψη : Κυτταρική σύναψη επιθηλιακών κυττάρων με την οποία «σφραγίζεται» ο μεσοκυττάριος τους χώρος.

Γλυκοκάλυκας : Ασαφής παρυφή της ελεύθερης επιφάνειας μερικών επιθηλιακών κυττάρων που οφείλεται στην παρουσία μεμβρανικών γλυκοπρωτεϊνών.

Δεσμόσωμα ή κηλίδες πρόσφυσης : Τύπος κυτταρικής σύναψης στην οποία τα παρακείμενα κύτταρα συνδέονται μέσω ενδιάμεσων νηματίων του κυτταροσκελετού.

Ενδοθήλιο :Το μονόστιβο πλακώδες επιθήλιο που επενδύει τα αγγεία (αιμοφόρα-λεμφοφόρα)

Ενδοκρινής αδένας : ο αδένας ο οποίος στερείται εκφορητικού πόρου και διοχετεύει το εκκριτικό του προϊόν (ορμόνη) απευθείας στην κυκλοφορία με την οποία φθάνει στο πιο απομακρυσμένο όργανο στόχο.

Εξωκρινής αδένας : ο αδένας ο οποίος απελευθερώνει το εκκριτικό του προϊόν σε ένα σύστημα πόρων που καταλήγουν σε μία εσωτερική ή εξωτερική επιφάνεια χωρίς τη διαμεσολάβηση της κυκλοφορίας.

Επιδερμίς : Το κερατοποιημένο πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο που αποτελεί την εξωτερική κυτταρική στιβάδα του δέρματος.

Επιθήλιο : Η συνεχής στιβάδα κυττάρων που καλύπτει μια εξωτερική επιφάνεια ή επενδύει τον αυλό ή την κοιλότητα ενός εσωτερικού οργάνου.

Καλυκοειδή κύτταρα : Επιθηλιακά κύτταρα της γαστρεντερικής και αναπνευστικής οδού τα οποία εκκρίνουν βλέννη. Το όνομά τους αντανακλά τη χαρακτηριστική μορφολογίας τους με τη στενή βάση που καταλαμβάνεται από τον πυρήνα ενώ το υπερκείμενο τμήμα είναι διατεταγμένο λόγω της άθροισης βλέννης.

Καντχερίνες : Μεμβρανικές πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη διαδικασία της ασβεστιοεξαρτώμενης διαδικασίας κυτταρικής προσκόλλησης.

Κηλίδα ή περιοχή εστιακής επαφής : Κυτταρική σύναψη που συνδέει τα μικρονημάτια ακτίνης ενός κυττάρου με την εξωκυττάρια θεμέλια ουσία.

Κροσσοί : Κινητές κυτταροπλασματικές προσεκβολές στην ελευθερη επιφάνεια μερικών επιθηλιακών κυττάρων με κυματοειδή συγχρονισμένη κίνηση για τη μεταφορά υγρών ή άλλων στοιχείων στην επιφάνεια του επιθηλίου.

Μεροκρινής ή εκρινής έκκριση : Τύπος εξωκρινούς έκκρισης στον οποίο το εκκριτικό προϊόν απελευθερώνεται με εξωκύτωση από το κορυφαίο τμήμα του επιθηλιακού κυττάρου.

Μεσοθήλιο : Το μονόστιβο πλακώδες επιθήλιο το οποίο επενδύει τις ορογόνες κοιλότητες (περιτοναίο, υπεζωκώς, περικάρδιο, αρθρικός θύλακας).

Μεταπλασία : Η μετάπτωση ενός ώριμου τύπου ιστού σε έναν άλλο επίσης ώριμο.

Μικρολάχνε ς: Λεπτές ομοιόμορφες δακτυλιοειδείς προσεκλοβές της κορυφαίας επιφάνειας επιθηλιακών κυττάρων τα οποία είναι υπεύθυνα για την απορρόφηση.

Ολοκρινής έκκριση : Τύπος εξωκρινούς έκκρισης στον οποίο όλο το κυτταρικό σώμα που περιέχει το εκκριτικό προϊόν αποπίπτει στον πόρο του αδένα.

Ορμόνη : Το εκκριτικό προϊόν των ενδοκρινών αδένων που μεταφέρεται με την κυκλοφορία σε απομακρυσμένα όργανα-στόχους τα οποία διαθέτουν υποδοχείς ειδικούς για τα μόρια που το αποτελούν.

Παρέγχυμα : Το σύνολο των κυττάρων ενός οργάνου, τα οποία είναι εξειδικευμένα για τη λειτουργία του, μη περιλαμβανομένου του στρώματος του συνδετικού ιστού.

Στενή σύναψη : Συνώνυμο της αποφρακτικής σύναψης.

Στερεοκροσσοί : Γιγάντια μικρολάχνη με κυτταροσκελετό ακτίνης παρά το δεύτερο συστατικό του ονόματός του.

Συναπτικό σύμπλεγμα : Η συνύπαρξη σε δύο παρακείμενα επιθηλιακά κύτταρα αποφρακτικής σύναψης και συνάψεων πρόσδεσης.

Σύναψη πρόσδεσης ή αγκυροβολίας : Κυτταρική σύναψη τόσο μεταξύ κυττάρων όσο και μεταξύ κυττάρων με την εξωκυττάρια θεμέλια ουσία με τη διαμεσολάβηση νηματίων κυτταροσκελετού (μικρονημάτια, ενδιάμεσα νημάτια).

Σύναψη πρόσφυσης ή ζώνη πρόσφυσης : Κυτταρική σύναψη που συνδέει τα μικρονημάτια ακτίνης δύο παρακείμενων κυττάρων.

Συνδετήρες ( connexons ): Λειτουργική μονάδα της χασματικής σύναψης αποτελούμενη από εξαμερείς διαμεμβρανικές πρωτεΐνες γύρω από ένα κεντρικό πόρο.

Χασματική σύναψη ή σύναψη επικοινωνίας : Είδος κυτταρικής σύναψης όπου μέσω ειδικών δομών (συνδετήρες) επιτρέπεται ή επικοινωνία ή η εκλεκτική μεταφορά μικρομορίων μεταξύ γειτονικών κυττάρων.