Δομή μαθήματος ΓλωσσάριΦωτογραφικό υλικό Ασκήσεις
Κύτταρο του αίματος > Βασεόφιλα
Λειτουργία

 

Αν και τα βασεόφιλα έχουν την ικανότητα της φαγοκυττάρωσης, αποτελούν κυρίως εκκριτικά κύτταρα που διαμεσολαβούν στις αντιδράσεις υπερευαισθησίας.

Δεν είναι γνωστό εάν τα βασεόφιλα είναι τελικά διαφοροποιημένα κύτταρα ή οι πρόδρομες μορφές των σιτευτικών κυττάρων που οδεύουν προς τους περιφερικούς ιστούς. Τα βασεόφιλα του αίματος και τα σιτευτικά κύτταρα του ινοκολλαγονώδους (συνδετικού) ιστού παρουσιάζουν μερικές κοινές ιδιότητες. Και οι δύο αυτοί κυτταρικοί τύποι φέρουν μεταχρωματικά κοκκία, τα οποία περιέχουν θειωμένες πρωτεογλυκάνες , όπως θειϊκή χονδροϊτίνη, ηπαρίνη, ισταμίνη, λευκοτριένη 3 (βραδείας αντίδρασης ουσία της αναφυλαξίας, SRS - A ) και ηωσινόφιλο χημειοτακτικό παράγοντα της αναφυλαξίας ( ECF - A ).. Τα σιτευτικά κύτταρα έχουν μεγαλύτερα και περισσότερα κοκκία. Τα βασεόφιλα έχουν μικρό χρόνο ζωής, ενώ τα σιτευτικά κύτταρα μεγάλο χρόνο ζωής. Τα σιτευτικά κύτταρα είναι σχετικά ακίνητα, ενώ τα βασεόφιλα παρουσιάζουν μεγαλύτερη κινητικότητα. Και τα δύο είδη κυττάρων απελευθερώνουν ισταμίνη και ηπαρίνη και παρουσιάζουν παρόμοιες λειτουργίες. Παρά τις ομοιότητες που παρουσιάζουν, θεωρείται από μια ομάδα ερευνητών ότι τα σιτευτικά και τα βασεόφιλα δεν αντιπροσωπεύουν τον ίδιο κυτταρικό τύπο, αφού ακόμη και στο ίδιο είδος θηλαστικού έχουν διαφορετική υπερδομική εμφάνιση. Επίσης, δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη εάν προέρχονται από τα ίδια ή διαφορετικά αρχέγονα κύτταρα. Εν τούτοις και τα δύο είδη αυτά των κυττάρων συνδέονται με μια ποικιλία διαταραχών που σχετίζονται με τις αλλεργικές αντιδράσεις. Τα βασεόφιλα και τα σιτευτικά κύτταρα φέρουν μεμβρανικούς υποδοχείς για το Fc τμήμα της ανοσοσφαιρίνης IgE , η οποία παράγεται από τα πλασματοκύτταρα ως απάντηση σε διάφορα περιβαλλοντικά αντιγόνα (αλλεργιογόνα). Η έκθεση στο αλλεργιογόνο οδηγεί στο σχηματισμό αντιγονικών γεφυρών μεταξύ των παρακείμενων μορίων IgE , γεγονός που διεγείρει την ταχεία εξωκυττάρωση του περιεχομένου των κοκκίων (αποκοκκίωση) των βασεόφιλων και σιτευτικών κυττάρων (Σχηματική παράσταση 3). Στην αλλεργική τοξική δερματίτιδα η IgE συνδέεται στα κύτταρα Langerhans του δέρματος.

Η απελευθέρωση ισταμίνης και άλλων αγγειοδραστικών μεσολαβητών είναι υπεύθυνη για την άμεση αντίδραση (αναφυλακτοειδή) υπερευαισθησία ς , που είναι χαρακτηριστική της αλλεργικής ρινίτιδας (πυρετός του χόρτου), μερικών μορφών άσθματος, της κνίδωσης και του αναφυλακτικού σοκ. Η ισταμίνη προκαλεί διαστολή των μικρών αγγείων (κυρίως τριχοειδή και φλεβίδια) και αύξηση της διαπερατότητάς τους. Αυτό οδηγεί στη τοπική έκλυση συστατικών του πλάσματος στους ιστούς, γεγονός που οδηγεί σε τοπική διόγκωση (οίδημα). Στους ασθενείς με άσθμα, η ισταμίνη προκαλεί σύσπαση των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών (κυρίως των βρογχιολίων) στους πνεύμονες και δυσχέρεια στην αναπνοή. Ο ρόλος της ηπαρίνης δεν έχει διευκρινιστεί. Αποτελεί μια αντιπηκτική ουσία, αλλά πιθανόν να έχει και άλλες λιγότερο γνωστές επιδράσεις.

Επιπλέον, τα βασεόφιλα ευθύνονται για το 15% περίπου του κυτταρικού διηθήματος στην αλλεργική δερματίτιδα και στη δερματική απόρριψη του μοσχεύματος, ένα φαινόμενο γνωστό ως δερματική βασεόφιλη υπερευαισθησία . Η τελευταία προκαλείται από τα ευαισθητοποιημένα λεμφοκύτταρα, αποτελώντας επομένως ένα είδος κυτταρικής υπερευαισθησίας. Σ΄αυτήν την περίπτωση η αποκοκκίωση είναι μάλλον βραδεία παρά ταχεία, όπως στις αντιδράσεις άμεσης υπερευαισθησίας.

 

[ Λειτουργία | Μεταχρωμασία ]