Δομή μαθήματος ΓλωσσάριΦωτογραφικό υλικό Ασκήσεις
Αίμα > Λευκοκύτταρα > Ηωσινόφιλα
 

Τα ηωσινόφιλα έχουν ένα δίλοβο πυρήνα, είναι μεγαλύτερα από τα ουδετερόφιλα (διάμετρος 9μm στο αίμα και έως 14μm στο συνδετικό ιστό) και αναγνωρίζονται από τα μεγάλα επιμηκυσμένα ειδικά κοκκία που χρωματίζονται έντονα ερυθρά με την ηωσίνη ( Εικ. 9 ) . Σπάνια μπορεί να παρατηρηθεί και τρίλοβος πυρήνας. Τα ηωσινόφιλα φέρουν μικρή συσκευή Golgi , λίγα μιτοχόνδρια και κοκκία γλυκογόνου.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της μικροσκοπικής δομής των ηωσινόφιλων είναι τα μεγάλα, ωοειδή διαθλαστικά ειδικά κοκκία (0,15-1,5 μm μήκος και 0.3-1,0 μm πλάτος) που περιβάλλονται από μεμβράνη. Στις φωτογραφίες ηλεκτρονικού μικροσκοπίου διέλευσης τα κοκκία ποικίλλουν σε εμφάνιση μεταξύ των διαφόρων ειδών των θηλαστικών. Στον άνθρωπο τα κοκκία αυτά οποία περιέχουν ένα (ή περισσότερα) κεντρικό ηλεκτρονικά πυκνό ρομβοειδές κρυσταλλοειδές , με κυβική δικτυωτή δομή, που περιβάλλεται από θεμέλια ουσία μικρότερης πυκνότητας ( Εικ.10 ).

Περιεχόμενο των κοκκίων

•  Ηωσινόφιλη υπεροξειδάση, η οποία συνδέεται με τους μικροοργανισμόύς και διευκολύνει τη νέκρωσή τους από τα μακροφάγα.

•  Μείζων βασική πρωτεϊνη , πλούσια σε αργινίνη, η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό του κρυσταλλοειδούς του κοκκίου. Η ουσία αυτή συνδέεται με την μεμβράνη των παρασίτων και την καταστρέφει ( η πρόσδεση γίνεται με τη διαμεσολάβηση του Fc υποδοχέα που φέρει το ηωσινόφιλο). Επίσης προκαλεί απελευθέρωση της ισταμίνης από τα βασεόφιλα με μηχανισμό εξαρτώμενο από τα ιόντα Ca 2+

•  Ηωσινόφιλη κατιονική, η οποία αδρανοποιεί την ηπαρίνη και μαζί με τη μείζονα βασική πρωτεϊνη προκαλεί την κατάτμηση των παρασίτων.

•  Άλλα λυσοσωματικά ένζυμα όπως αρυλσουλφατάση, ισταμινάση, όξινη φωσφατάση, ριβονουκλεάση, καθεψίνη, λυσοζύμη, πρωτεάσες, λυσοφωσφολιπάσες

 

Χρόνος ζωής

Ο αριθμός των ηωσινόφιλων εμφανίζει έντονη ημερήσια διακύμανση, είναι δε μέγιστος το πρωϊ και ελάχιστος το απόγευμα. Τα ηωσινόφιλα παραμένουν στο μυελό των οστών αρκετές ημέρες μετά την παραγωγή τους, κατόπιν κυκλοφορούν για 6-10 ώρες και ακολούθως η πλειοψηφία των ηωσινόφιλων μεταναστεύει κατά προτίμηση στο δέρμα, στους πνεύμονες και στο γαστρεντερικό σωλήνα. Είναι δυνατόν να εισχωρήσουν στις πνευμονικές και εντερικές εκκρίσεις μέσω των λεμφαγγείων ή με απ΄ευθείας μετανάστευση. Τα ηωσινόφιλα μετά τη μετανάστευσή τους στους ιστούς δεν επανεισέρχονται συνήθως στην κυκλοφορία και ο χρόνος ζωής τους στους ιστούς είναι περίπου 8-10 ημέρες.

Λειτουργία

Αυξημένος αριθμός κυκλοφορούντων ηωσινόφιλων ( ηωσινοφιλία ) παρατηρείται σε αρκετές παρασιτώσεις. Έτσι, η άμυνα του οργανισμού έναντι των παρασίτων αποτελεί μία από τις βασικές λειτουργίες των ηωσινόφιλων. Επίσης, αύξηση του αριθμού τους στους ιστούς (ρινικό και βρογχικό βλεννογόνο) παρατηρείται και σε αλλεργικές καταστάσεις, όπως σε άσθμα, πυρετό από χόρτο και αντιδράσεις από φάρμακα. Η μικροβιοκτόνος δράση τους είναι μικρότερη από αυτή των ουδετερόφιλων, επειδή φυσιολογικά δεν φαγοκυτταρώνουν βακτήρια, αλλά είναι ικανά να τα αποδομούν υπό την παρουσία αντιβακτηριακών αντισωμάτων. Για τούτο, μια από τις κύριες λειτουργίες των ηωσινόφιλων είναι η φαγοκυττάρωση και η αποδόμηση συμπλεγμάτων αντιγόνου-αντισώματος, τα οποία σχηματίζονται σε αλλεργικές καταστάσεις, όπως στο άσθμα και στον πυρετό του χόρτου.

 

Φαγοκυττάρωση ηωσινόφιλων και αποκοκκίωση

Τα ηωσινόφιλα –όπως και τα ουδετερόφιλα-μετακινούνται χημειοτακτικά σε περιοχές που παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση βακτηριακών προϊόντων και παραγόντων συμπληρώματος. Ειδικότερα, συγκεντρώνονται γύρω από ουσίες που απελευθερώνονται από τα σιτευτικά κύτταρα, όπως η ισταμίνη και ο ηωσινοφιλικός παράγοντας αναφυλαξίας (ΗΧΠ-Α) , καθώς και από ενεργοποιημένα λεμφοκύτταρα.

Η επιφάνεια των ηωσινόφιλων περιέχει ειδικούς υποδοχείς για την ανοσοσφαιρίνη IgE (δεν εντοπίζονται στα ουδετερόφιλα), που πιθανόν συνεπικουρεί στην καταστροφή των παρασίτων. Λίγα ηωσινόφιλα περιέχουν υποδοχείς για το τμήμα Fc της ανοσοσφαιρίνης IgG , οι οποίοι αυξάνουν σε σημαντικό βαθμό στις περιπτώσεις ηωσινoφιλίας.

Η φαγοκυττάρωση επιτελείται με τη διαδικασία της ενδοκυττάρωσης. Σε περιπτώσεις που το μέγεθος του σωματιδίου είναι μεγάλο, το ηωσινόφιλο απελευθερώνει το περιεχόμενο των κοκκίων του στον εξωκυττάριο χώρο.

Μια άλλη λειτουργία των ηωσινόφιλων είναι ο περιορισμός της καταστροφικής δράσης που προκαλείται στους ιστούς απ' την απελευθέρωση του περιεχομένου των κοκκίων των σιτευτικών κυττάρων, που λαμβάνει χώρα στις αλλεργικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας . Αυτό επιτυγχάνεται με:

•  Αδρανοποίηση της ισταμίνης (παραγωγή ισταμινάσης)

•  Παραγωγή ενός παράγοντα (αναστολέα που προέρχεται από τα ηωσινόφιλα), ο οποίος αποτελείται από τις προσταγλανδίνες Ε1 και Ε2 και εμποδίζει την αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων.

•  Αδρανοποίηση από τα ενεργοποιημένα ηωσινόφιλα των αγγειοδραστικών ουσιών της φλεγμονής, όπως για παράδειγμα το μείγμα των λευκοτριενών LTC4, LTD4, LTE4 που παλαιότερα ονομαζόταν «βραδέως αντιδρώσα ουσία αναφυλαξίας-SRS-A ». Οι ουσίες αυτές της φλεγμονής παράγονται από τα βασεόφιλα και σιτευτικά κύτταρα.