Δομή μαθήματος ΓλωσσάριΦωτογραφικό υλικό Ασκήσεις
Κύτταρο του αίματος > Ουδετερόφιλα
Κοκκία
Τα ουδετερόφιλα περιέχουν τρεις τύπους κοκκίων

Το κυτταρόπλασμα των ουδετερόφιλων περιέχει τρεις τύπους κοκκίων ( πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή ) τα οποία αφορίζονται από μεμβράνη. Παρόλο που τα πρωτογενή και δευτερογενή κοκκία είναι παρόμοια σε εμφάνιση αντιδρούν διαφορετικά με ιστοχημικά αντιδραστήρια. Τα δευτερογενή (ειδικά) κοκκία εμφανίζουν θετική αντίδραση για την αλκαλική φωσφατάση, κολλαγενάση και λυσοζύμη. Τα πρωτογενή (αζουρόφιλα) κοκκία αντιδρούν θετικά για τα ένζυμα υπεροξειδάση, όξινη φωσφατάση και γλυκουρονιδάση. Η σύνθεση των κοκκίων παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα:

Πίνακας 1. Κοκκία ουδετερόφιλων

Πρωτογενή (αζουρόφιλα κοκκία)
( Όμοια με τα λυσοσώματα)

Δευτερογενή κοκκία

(Ειδικά για τα ουδετερόφιλα) 

Τριτογενή κοκκία

Όξινες υδρολάσες

Μυελοπεροξειδάση

Όξινη φωσφατάση

Γλυκουρονιδάση

Κατιονικές αντιβακτηριακές πρωτεϊνες

Αρκετές βακτηριοκτόνες βασικές πρωτε i νες (φαγοκυτίνες)

Ενεργοποιητές συμπληρώματος

Αλκαλική φωσφατάση (ιστοχημικός δείκτης)

Κολλαγενάση

Λυσοζύμη 2/3

Λακτοφερρίνη

Ένζυμα που εκκρίνονται στο εξωκυττάριο περιβάλλον
Ζελατινάση,

Καθεψίνη

Γλυκοπρωτεΐνες

Τα πρωτογενή κοκκία που ονομάζονται και αζουρόφιλα κοκκία είναι όμοια με τα λυσοσώματα και είναι τα πρώτα κοκκία που εμφανίζονται κατά το σχηματισμό των ουδετερόφιλων. Ο αριθμός τους ελαττώνεται –σε σχέση με τα δευτερογενή κοκκία- στη διάρκεια ωρίμανσης του κυττάρου. Τα κοκκία αυτά χρωματίζονται με «ρόζ του σολωμού» στο φωτομικροσκόπιο, ενώ στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο είναι μεγάλα σε διάμετρο και ηλεκτρονιοπυκνοτικά, παρόμοια με τα λυσοσώματα άλλων κυτταρικών τύπων. Τα πρωτογενή κοκκία περιέχουν τις συνήθεις λυσοσωματικές όξινες υδρολάσες καθώς και έναν αριθμό μικροβιοκτόνων παραγόντων, όπως η μυελοϋπεροξειδάση. Η ανίχνευση της μυελοϋπεροξειδάσης αποτελεί ένα χρήσιμο δείκτη, όχι μόνο για την ύπαρξη των πρωτογενών κοκκίων, αλλά και για το καθορισμό της προέλευσης των νεοπλασματικών κυττάρων στις διάφορες μορφές λευχαιμίας, βοηθώντας στη διάγνωση και την τυποποίησή τους.

Τα δευτερογενή κοκκία είναι τα ειδικά κοκκία των ουδετερόφιλων και βρίσκονται σε αριθμό διπλάσιο απ΄αυτόν των πρωτογενών κοκκίων. Επειδή η διάμετρός τους είναι 0.2-0.8 μ m (μικρότερη απ' αυτή των πρωτογενών κοκκίων) αναγνωρίζονται δύσκολα στο φωτομικροσκόπιο.

Μελέτες της υπερμικροσκοπικής τους δομής αποκαλύπτουν την ποικιλία που εμφανίζουν στο μέγεθος, στο σχήμα και στην πυκνότητά τους. Περιέχουν ουσίες που ενέχονται σε πολλές φλεγμονώδεις διεργασίες, όπως χημειοτακτικές ουσίες, ενεργοποιητές του συμπληρώματος, κολλαγενάση για την αποδόμηση του κολλαγόνου και λυσοζύμη για τη λύση του κυτταρικού τοιχώματος των gram θετικών βακτηρίων.

Η δραστηριότητα της αλκαλικής φωσφατάσης έχει χρησιμοποιηθεί ως ειδικός δείκτης για τα ειδικά κοκκία των ουδετερόφιλων (Ει. 3.4Γ). Πρόσφατες έρευνες υπερφυγοκέντρησης αποκάλυψαν ότι η αλκαλική φωσφατάση είναι παρούσα σ' ένα μικρό κλάσμα των μεμβρανών των ουδετερόφιλων. Αυτό ίσως αντιπροσωπεύει ένα τέταρτο είδος κοκκίου, το οποίο έχει οριστεί ως φωσφατόσωμα.

Τα τριτογενή κοκκία έχουν περιγραφεί πρόσφατα και περιέχουν ένζυμα (όπως ζελατινάση) που εκκρίνονται στον εξωκυττάριο χώρο, καθώς και γλυκοπρωτεϊνες. Οι τελευταίες προστίθενται στην κυτταρική μεμβράνη και διαμέσου της κυτταρικής προσκόλλησης ενισχύουν τη φαγοκυτταρική λειτουργία των ουδετερόφιλων. Η ζελατινάση αυξάνει την ικανότητα των ουδετερόφιλων να μεταναστεύουν διαμέσου του βασικού υμένα των τριχοειδών.