Λάιμπνιτς
Είναι αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της δυτικής παράδοσης κι ένας ασυνήθιστα δύσκολος φιλόσοφος. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν άφησε ένα έργο στο οποίο να αναπτύσσει πλήρως τη φιλοσοφία του, όπως ο Σπινόζα την Ηθική του, αλλά το έργο που άφησε είναι αποσπασματικό και διακρίνεται σε περιόδους. Οι περίοδοι μάλιστα αυτές χαρακτηρίζονται από το διάλογο που είχε με άλλους φιλοσόφους. Και ο ίδιος μάλιστα το αναγνώριζε, λέγοντας ότι "όποιος με γνωρίζει από τα δημοσιευμένα κείμενά μου, δε με γνωρίζει" (D VI 1 65). Ωστόσο, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα των κειμένων του, ο Λάιμπνιτς είναι ένας συστηματικός φιλόσοφος: Οι ιδέες του στη λογική, τη θεολογία και τα θεμέλια της φυσικής του σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο. Η λογική, η φυσική και η μεταφυσική συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο και αυτή η ενοποίηση όλων των περιοχών της γνώσης αποτέλεσε βασικό στόχο του. Το κυριότερο είναι ότι υπάρχει μια κεντρική ιδέα, η οποία οργανώνει όλες τις άλλες. Βασικές του θέσεις διατυπώνονται στη θεωρία του για τις μονάδες και στο ότι ο πραγματικός κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός.
Στη Μεταφυσική Πραγματεία (Discours de Métaphysique), αναπτύσσει την ιδέα του ότι το σύμπαν είναι αρμονικό σύνολο υποστάσεων που αντανακλούν τον δημιουργό του. Η θέση αυτή του κατόπτρου του Θεού παίζει εξέχοντα ρόλο στη μεταφυσική του. Ο Λάιμπνιτς, στη συνέχεια του Αριστοτέλη, θέτει το ερώτημα για το ον. Για τον Χομπς, ο κόσμος είναι σωματικός, δεν υπάρχουν παρά σώματα. Για τον Ντεκάρτ, υπάρχουν σώματα και νόες. Για τον Σπινόζα, δεν υπάρχει παρά μόνο μία υπόσταση, Θεός ή Φύση. Για τον Λάιμπνιτς, ο κόσμος συνίσταται από μονάδες, οι οποίες είναι ανεξάρτητες και αντικατοπτρίζουν το σύμπαν. Οι δε ανθρώπινοι νόες, προικισμένοι με έμφυτες ιδέες, αντικατοπτρίζουν το θεϊκό νου. Αν και αντικατοπτρίζουν το θεϊκό νου, τις θεϊκές τελειότητες, η αντίληψη των αληθειών για το σύμπαν, δεν είναι καθαρή και σαφής.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον Λάιμπνιτς, είναι η συμφιλίωση της νέας επιστήμης με τον σχολαστικισμό, του προτεσταντισμού με τον καθολικισμό, αλλά ακόμη και των Γάλλων με τους Γερμανούς. Εξάλλου πιστεύει ότι σε όλες τις απόψεις υπάρχει ένας βαθμός αλήθειας, μικρότερος ή μεγαλύτερος, γι' αυτό και στο έργο του αναγνωρίζεται ένας εκλεκτικισμός. Το καλύτερο έργο του έχει προκύψει μέσα από διάλογο με άλλους φιλοσόφους. Η Μεταφυσική Πραγματεία, για παράδειγμα, ένα από τα λίγα ολοκληρωμένα έργα του, και το σημαντικότερο της ωριμότητάς του, είναι σε μεγάλο βαθμό ανασκευή του καρτεσιανισμού. Τα Nouveaux Essais είναι απάντηση στον Λοκ.
Τα πρώτα χρόνια.
Γεννήθηκε στη Λειψία τον Ιούλιο του 1646, και ήταν γιός ενός καθηγητή Πανεπιστημίου. Η πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα του τον βοήθησε να είναι αυτοδίδακτος και να θέτει πιεστικά ερωτήματα στους δασκάλους του. Είχε εντρυφήσει στους Σχολαστικούς. Η πρώτη του διατριβή ήταν "Μεταφυσική Έριδα για την αρχή της εξατομίκευσης" (1663). Κατόπιν, σπούδασε δίκαιο και η διατριβή του είχε τίτλο "Περί δύσκολων περιπτώσεων δικαίου" (1666). Όταν αργότερα του προσφέρθηκε μια θέση στο πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης, την αρνήθηκε, διότι τον ενδιέφερε η νομική και διπλωματική σταδιοδρομία, επιπλέον, τα πανεπιστήμια τότε διακρίνονταν για τον συντηρητισμό τους. Τα χρόνια που τον επηρέασαν ήταν όταν επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου συνάντησε τον Αρνώ (Arnauld) και τον Malebrance. Τότε άρχισε να μελετά και μαθηματικά, υπό την επίδραση του Christian Huygens. Στα 1675, ανακάλυψε το διαφορικό λογισμό, που δημοσίευσε στα 1684, και αποτέλεσε την αφορμή για τη διένεξη με τον Νεύτωνα. Στα 1676, είαν προηγηθεί οι συναντήσεις με τον Σπινόζα στη Χάγη.
Στα 1686, δημοσίευσε τη Μεταφυσική Πραγματεία σε αντιπαράθεση προς τον Μαλεμπράνς, κυρίως στις οκαζιοναλιστικές θέσεις του. Απέναντι σε αυτές ο Λάιμπνιτς διατυπώνει τις θέσεις για την προεγκαθιδρυμένη αρμονία και για τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Το έργο αυτό το έστειλε στον Αρνώ.
Η Μοναδολογία είναι πολύ συνοπτικό έργο στο οποίο ο Λ. εξηγεί τη θεωρία του για τις μονάδες, την οποία υπερασπίζεται έναντι δύο ακαδημαϊκών, με τους οποίους είχε αλληλογραφία, του καρτεσιανού de Volder, καθηγητή στο Λάυντεν, και του Des Bosses, Ιησουϊτη καθηγητή θεολογίας στο πανεπιστήμιο του Hildesheim, κοντά στο Ανόβερο.
Η πιο αντιπροσωπευτική θέση του Λάιμπνιτς είναι ότι οι ουσίες είναι όλες κάτοπτρα του Θεού. Οι ουσίες είναι πραγματικές ενότητες. Για τον Ντεκάρτ, υπάρχουν δύο ουσίες, ο νους, του οποίου ουσία είναι το σκέπτεσθαι και το σώμα, του οποίου ουσία είναι η έκταση σε τρεις διαστάσεις. Για τον Λάιμπνιτς, στη συνέχεια του Αριστοτέλη, "όταν πολλά κατηγορούμενα αποδίδονται σε ένα υποκείμενο και αυτό δεν αποδίδεται σε κανένα άλλο, καλείται ατομική ουσία". Το σώμα μου, με άλλα λόγια, δεν είναι μια ατομική ουσία, με δεδομένο ότι η έκταση που του αποδίδεται στερείται πραγματικής ενότητας και αποδίδεται σε όλα τα σώματα.
Στην Πραγματεία, ο Λάιμπνιτς αντιτίθεται στον οκαζιοναλισμό, που κατεξοχήν συνδέεται με τον Μαλεμπράνς στη συνέχεια του Ντεκάρτ. Σύμφωνα με αυτόν, καμία δημιουργημένη υπόσταση δεν μπορεί να είναι πραγματική αιτία. Στον Ντεκάρτ η ύλη στερείται δύναμης, και είναι ο Θεός εκείνος που προκαλεί την κίνηση. Επιπλέον, ο Λάιμπνιτς απορρίπτει την καρτεσιανή θέση περί αλληλεπίδρασης πνεύματος-σώματος. Όταν δηλαδή κινώ το χέρι μου, παρεμβαίνει η βούληση, θεωρείται προϊόν της βούλησης. Για τον Λάιμπνιτς, οι νόμοι θα πρέπει να αναζητηθούν στις φύσεις, δηλαδή στις αιτιακές δυνάμεις των όντων. Ενώ για τους καρτεσιανούς οι φυσικοί νόμοι συνιστούν κανονικότητες, για τον Λάιμπνιτς βασίζονται σε πραγματικές αιτιακές δυνάμεις. Η υπόσταση χαρακτηρίζεται για την ενεργητικότητά της. Είναι ένα υποκείμενο ικανό ενεργητικότητας.
Στο επίπεδο της λογικής, η έννοια του κατηγορήματος εμπεριέχεται στο υποκείμενο. Πχ., "ο χρυσός είναι μέταλλο". Η αλήθεια της πρότασης συνίσταται στο ότι η έννοια του κατηγορουμένου εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου. Στην πρόταση, "Ο Ιούλιος Καίσαρας διέβη τον Ρουβίκωνα", το κατηγόρημα εμπεριέχεται στο κύριο όνομα. Δεν θα ήταν δυνατό να αποδοθεί σε κάποιον άλλο. Επιπλέον, στην έννοια του Καίσαρα εμπεριέχονται όλα και παρελθόντα και μέλλοντα. Από αυτή την άποψη, ατομικές υποστάσεις έχουν πλήρη έννοια. Το γεγονός ωστόσο ότι δολοφονήθηκε από τον Βρούτο και το Κάσσιο, δεν κατανοείται βάσει αλληλεπίδρασης με τα άτομα αυτά. Η δολοφονία του θα πρέπει να εξηγηθεί βάσει της έννοιας του υποκειμένου, που εμπεριέχει τους καθολικούς φυσικούς νόμους.
Για τον Λάιμπνιτς:
Δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο υποστάσεις που να είναι ίδιες.
Κάθε υπόσταση αντικατοπτρίζει όλο το σύμπαν.
Δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των υποστάσεων.
Κάθε υπόσταση είναι η αιτιακή πηγή όλων των καταστάσεών της.
Προκαθορισμένη αρμονία: Οι καταστάσεις της υπόστασης είναι εναρμονισμένες από τον Θεό έτσι ώστε να φαίνεται πως αλληλεπιδρούν.
Για τον Λ. οι ιδιότητες μιας υπόστασης δεν αποσπώνται και δεν μεταφέρονται σε μια άλλη, κι έτσι δεν υπάρχει αιτιακή αλληλεπίδραση. Αλλά όλα τα πράγματα παράγονται συνεχώς από τη δύναμη του Θεού. Έτσι, κάθε υπόσταση ενεργοποιεί διαθέσεις που ήδη υπάρχουν σε αυτήν και αντικατοπτρίζουν τον Θεό και το σύμπαν.
Τα σώματα είναι φαινόμενα και δεν εξηγούνται όπως στον Ντεκάρτ βάσει της έκτασης. Όλες οι υποστάσεις αντικατοπτρίζουν τον Θεό κι έτσι έχουν φύση πνευμάτων ή νοών. Διαθέτουν αυτοσυνείδηση κι αντικατοπτρίζουν τις θεϊκές τελειότητες. Κάθε υπόσταση είναι αδιαίρετη. Ένα πρόβλημα που έθεσε ο Αρνώ είναι πώς αν τεμαχίσουμε ένα σκουλήκι συνεχίζουν τα μέρη του να κινούνται όπως πριν, με δεδομένο ότι μια υπόσταση είναι αδιαίρετη; Με ποιο από αυτά ταυτίζεται η ψυχή του; Για τον Λάιμπνιτς δεν είναι πρόβλημα, διότι η ψυχή θα παραμείνει στο ένα από τα μέρη (G II 100). Ωστόσο, για τον Λάιμπνιτς η υπόσταση δεν διαιρείται. Για τον Λάιμπνιτς, ο θάνατος ενός όντος συνεπάγεται τη μετατροπή της υπόστασής του, όχι την καταστροφή της, και αυτό συνεπάγεται τη μεταβολή της ταυτότητάς του.
Η θεωρία των μονάδων.
Τα έσχατα στοιχεία της πραγματικότητας είναι οι μονάδες, πραγματικές ενότητες και πηγές ενεργητικότητας. Πρόκειται για μια μορφή ατομισμού. Οι μονάδες είναι "πραγματικά άτομα της φύσης" (Μ. 3). Όπως λέει στον De Volder: "Πράγματι, εξετάζοντας την ύλη προσεκτικά, πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχουν παρά μόνον απλές υποστάσεις στα πράγματα (δηλαδή μονάδες) και σε αυτές αντίληψη και όρεξη" (AG 181). Oι μονάδες είναι απλές, δηλαδή χωρίς μέρη και έτσι άυλες. Τούτο σημαίνει ότι δεν αποσυντίθενται. Από την άποψη αυτή, συμμετέχουν σε ορισμένες ιδιότητες του Θεού. Επιπλέον, αντικατοπτρίζουν τον Θεό, προικισμένες με αντίληψη και όρεξη. Διαθέτουν όρεξη, δηλαδή conatus, κι έτσι είναι πηγές ενεργητικότητας. Πρόκειται για πνευματικού χαρακτήρα άτομα. Είναι χωρίς παράθυρα (Μ. 7).
Καμία δεν μοιάζει με κάποια άλλη και όλες εκφράζουν το σύμπαν, έχοντας καθεμιά μια έποψη, μια ιδιαίτερη προοπτική. Παρουσιάζεται ωστόσο μια ιεραρχία στον κόσμο των μονάδων, δηλαδή διαφορετικούς βαθμούς αντίληψης. Από την άποψη αυτή, παρουσιάζεται η μεγάλη αλληλουχία των όντων από τον Θεό στα κατώτερα πλάσματα.
Η θεωρία του Σπινόζα είναι μονιστική, ενώ του Λάιμπνιτς πλουραλιστική. Ποιο είναι το καθεστώς των σωμάτων; Όπως λέει στον De Volder, "Δεν απαλείφω το σώμα, αλλά το ανάγω σε ό,τι είναι. Διότι δείχνω ότι η σωματική μάζα, που θεωρείται ότι έχει κάτι παραπάνω από απλές υποστάσεις, δεν είναι μια υπόσταση, αλλά ένα φαινόμενο που προκύπτει από απλές υποστάσεις που έχουν ενότητα και απόλυτη πραγματικότητα" (AG 181).
Με άλλα λόγια, το σώμα ανάγεται σε φαινόμενο, δηλαδή είναι απλώς περιεχόμενο εναρμονισμένων αντιλήψεων σε διαφορετικές μονάδες. Οι φυσικές δυνάμεις στα σώματα, όπως η κινητική ενέργεια, βασίζονται στην πρωταρχική δύναμη των μονάδων, ειδικά στην όρεξη. Ο Λάιμπνιτς δεν εξαλείφει τα σώματα αλλά τα ανάγει σε ό,τι συνίστανται.
Το σώμα
Σε πρώιμα κείμενα, του 1671, Hypothesis de physica nova, και Theoria motus abstracti, ο Λ. φαίνεται να έχει επηρεαστεί από την αντίληψη του Χομπς για το conatus ως σημείο (conatus sive punctum), μια απειροστική κίνηση. Για τον Λάιμπνιτς ο νους αναλύεται σε σημεία, σε απειροστικές κινήσεις. Ήδη ο Λάιμπνιτς, όπως εξηγεί στον Αρνώ, "η ουσία του σώματος δε συνίσταται σε έκταση [...] αλλά σε κίνηση, κι έτσι η φύση του σώματος είναι η αρχή της κίνησης, κάτι που ταιριάζει με τον ορισμό του Αριστοτέλη. Ωστόσο, η αρχή της κίνησης ή το σώμα στερείται έκτασης" (Α2. Ι. 281).
Το Μάρτιο του 1672, ο Λάιμπνιτς φτάνει στο Παρίσι, μια εποχή εξαιρετικά δημιουργική. "Μου φαίνεται ότι υπάρχει μια ορισμένη ποιότητα πέραν της έκτασης, το αδιαπέραστο, και δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να προκύψει από την έκταση". Επίσης, δε συμφωνεί με τον καρτεσιανό ορισμό της κίνησης.
Στη συνέχεια, στα 1679, γίνεται μια νέα στροφή στις υποστασιακές μορφές, στην αναθεμελίωσή τους. Αν και καθετί μπορεί να εξηγηθεί μηχανιστικά, τα θεμέλια της μηχανιστικής φιλοσοφίας απαιτούν να αναφερθούμε στην ψυχή ή μορφή.
"Έπακολουθεί μια συζήτηση ασώματων πραγμάτων. Ορισμένα πράγματα λαμβάνουν χώρα στο σώμα, το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί από την αναγκαιότητα της ύλης και μόνο. Έτσι είναι οι νόμοι της κίνησης, που εξαρτώνται από τη μεταφυσική αρχή της ισότητας αιτίας και αποτελέσματος. Ως εκ τούτου πρέπει να τη συνδέσουμε με την ψυχή και να δείξουμε πώς τα πράγματα είναι έμψυχα. Δίχως την ψυχή ή κάποιου είδους μορφή, ένα σώμα δεν θα είχε οντότητα" ("Conspectus libelli" Α6.4; L 278-9).
Για τον Λάιμπνιτς, χωρίς μια ψυχή ένα σώμα δεν θα μπορεί να έχει ενότητα και ταυτότητα. Ένα σώμα εξατομικεύεται από όλη την οντότητά του. Από την άποψη αυτή, δεν μπορεί να εξατομικευτεί μόνο βάσει της ύλης, αλλά κατεξοχήν δε από τη μορφή ή ψυχή του. Όπως αργότερα, θα πει, "η ύλη είναι διαιρετή κι επομένως καταστρέφεται. Κι ό,τι διαιρείται σε ελάχιστα εκμηδενίζεται, πράγμα αδύνατο". Ένα σώμα δηλαδή, εάν είναι ένα άθροισμα μπορεί να καταστραφεί. Θα πρέπει να συνίσταται από άτομα, τα οποία όμως συλλαμβάνονται διαφορετικά σε σχέση με τους Ατομικούς. Μια ουσία, με άλλα λόγια, δεν διαιρείται.
"Εάν το σώμα είναι μια υπόσταση και όχι ένα απλό φαινόμενο όπως το ουράνιο τόξο, ούτε μια οντότητα ενωμένη κατά συμβεβηκός ή άθροισμα όπως ένας σωρός πέτρες, δεν μπορεί να συνίσταται σε έκταση, και θα πρέπει να συλληφθεί ως μια υποστασιακή μορφή, που ανταποκρίνεται κατά κάποιο τρόπο στην ψυχή." (G II 58).
Ο Λάιμπνιτς συλλαμβάνει ασώματες υποστάσεις, τρόπον τινά. Η υποστασιακή ενότητα αξιώνει μια αδιαίρετη, πλήρη και φυσικά αδιάφθορη οντότητα [...] που δεν μπορεί να βρεθεί στο σχήμα ή στην κίνηση, αλλά σε μια ψυχή ή υποστασιακή μορφή κατά το παράδειγμα αυτού που αποκαλούμε 'εαυτός' (G II 76).
Η ενότητα του σώματος οφείλεται στην υποστασιακή μορφή του ή ψυχή. Προτείνεται ένα είδος υποστασιακού ατομισμού, που διακρίνεται από τους Ατομικούς. Το αδιαίρετο της υπόστασης προϋποθέτει την υποστασιακή μορφή, η οποία όπως διευκρινίζει δεν είναι ακριβώς αυτό που εννοούμε ως ψυχή.
"Εφόσον ένα σώμα σημαίνει ότι κινείται, πρέπει να τεθεί το ερώτημα τι είναι κίνηση. Εάν είναι η μεταβολή θέσης, τότε τι είναι θέση; Εάν το να κινούμαι σημαίνει μεταφορά από την εγγύτητα ενός σώματος σε ένα άλλο σώμα, το ερώτημα επιστρέφει, τι είναι σώμα. Έτσι το σώμα δεν μπορεί να εξηγηθεί, δηλαδή είναι αδύνατο, εκτός αν η κίνηση μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να ορίζεται το σώμα. Δεν είναι ορθό να πω ότι η κίνηση σημαίνει μεταβολή χώρου, όταν έχουμε συναγάγει ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ χώρου και σώματος. Έτσι, τι είναι τελικά σώμα και κίνηση, εάν θα πρέπει να αποφύγουμε αυτό τον κύκλο;" (Α6. 3. 100; RA 17).[1]
Mε άλλα λόγια, εφόσον τα σώματα μεταβάλλουν διαρκώς θέση σε σχέση με άλλα, πώς θα αποφασίσουμε τι είναι πραγματικά κίνηση και τι ηρεμία;
"Αποδίδουμε κίνηση σε εκείνο το πράγμα που έχει μια δύναμη του ενεργείν" (vis agendi). Χάρη στη δύναμη αυτή μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ κίνησης και ηρεμίας. Αυτή η δύναμη δεν ανάγεται σε μέγεθος, σχήμα και μεταβολή θέσης, δεν είναι ένας τρόπος της έκτασης, κάτι δηλαδή που μπορούμε να το αναπαραστήσουμε με τη φαντασία μας.
Η φυσική λοιπόν απαιτεί δυνάμεις, ενεργητικές και παθητικές. Απαιτείται κάτι πέραν των γεωμετρικών ιδιοτήτων. Τα φαινόμενα της κίνησης δεν εξηγούνται βάσει γεωμετρικών αρχών. Η αντίσταση είναι είδος ενεργητικότητας στα σώματα, και συνεπώς δεν προέρχεται από την ύλη, που είναι εντελώς παθητική, ή από την κίνηση, που είναι μόνο μεταβολή θέσης. Φαίνεται ότι η αντίσταση είναι είδος ενεργητικότητας. Ο Λάιμπνιτς προτίμησε να θέσει δύναμη και ενεργητικότητα άμεσα στο ίδιο το σώμα. Μορφές είναι ακριβώς δυνάμεις ή forces ("De natura corporis"). "Αυτές οι δυνάμεις δεν συνίστανται σε κίνηση, ούτε στο conatus ως απαρχή κίνησης, αλλά στην αιτία ή σε εκείνη την εγγενή αιτία της κίνησης" (Α6. 4. 1980; AG 250). Οι δυνάμεις, με άλλα λόγια, είναι μη υλικές.
Λίγα χρόνια αργότερα, γράφει στη Μεταφυσική πραγματεία, § 18:
"Γιατί η κίνηση, αν δεν θεωρήσουμε σ' αυτήν παρά μόνο ό,τι περιέχει ακριβώς και τυπικά, δηλαδή μια μεταβολή θέσης, δεν είναι κάτι τελείως πραγματικό. Κι όταν πολλά σώματα αλλάζουν θέση μεταξύ τους, δεν είναι δυνατό να καθορίσουμε μόνο με τη θεώρηση αυτών των μεταβολών, σε ποιο από όλα πρέπει να αποδοθεί κίνηση ή στάση. Αλλά η δύναμη ή άμεση αιτία αυτών των μεταβολών είναι κάτι πιο πραγματικό, και είναι αρκετά βάσιμο να την αποδώσουμε σε ένα σώμα μάλλον παρά σε ένα άλλο. Μόνον από αυτήν μπορούμε επίσης να γνωρίζουμε σε ποιο ανήκει περισσότερο η κίνηση. Όμως αυτή η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό από το μέγεθος, το σχήμα και την κίνηση, κι από αυτό μπορούμε να κρίνουμε ότι η έννοια των σωμάτων δεν συνίσταται αποκλειστικά στην έκταση και τις μεταβολές της, όπως το φαντάζονται οι σύγχρονοί μας. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε ορισμένα όντα ή μορφές που αυτοί έχουν αποκηρύξει".
Στη vis agendi, λοιπόν, με την οποία διακρίνεται η κίνηση από την ηρεμία, αναβιώνουν οι υποστασιακές μορφές και συμφιλιώνεται η μηχανιστική φυσική με τη σχολαστική παράδοση, ενώ παρουσιάζεται και μια μεγάλη εξέλιξη αλλά και μετατροπή και των δύο. Έτσι, το σώμα είναι ένα πράγμα που αντιστέκεται, εκείνο δηλαδή που ενεργεί επί εκείνο από το οποίο πάσχει. Οι σχολαστικές μορφές μετατρέπονται σε αρχές ενέργειας των πραγμάτων.
Στην καρτεσιανή φυσική, τα σώματα δεν ενεργούν, τους λείπει η ενεργητική δύναμη όταν κινούνται και η αντίσταση όταν πάσχουν από άλλα σώματα. Ο Λάιμπνιτς αποκαθιστά την έλλειψη αυτή, αλλά φτάνει και σε μια άλλη έννοια της ύλης, αξιοποιώντας αλλά και τροποποιώντας τις σχολαστικές υποστασιακές μορφές. Όπως αναφέρει: "Η έννοια της δύναμης για την εξήγηση της οποίας έχω θέσει μια επιστήμη δυναμικής, ρίχνει το πιο δυνατό φως στην κατανόηση της ουσίας".
Ο Λάιμπνιτς πρέπει να ξεχωρίσει τις ενεργητικές από τις παθητικές δυνάμεις, αναπτύσσοντας την επιστήμη της δυναμικής, ή τη μεταφυσική της δύναμης. Για τον Λάιμπνιτς, ο καρτεσιανός νόμος της διατήρησης της κίνησης είναι εσφαλμένος. Ο Λάιμπνιτς είχε συγγράψει αρκετά δοκίμια για τη δυναμική, όπως Essai de dynamique", "Specimen dynamicum" (1694). O Λάιμπνιτς κάνει τη διάκριση μεταξύ πρωταρχικής και παράγωγης (derivative) δύναμης. Η ενεργητική δύναμη είναι είτε πρωταρχική, που είναι εγγενής σε κάθε σωματικό υπόσταση, είτε παράγωγη, που προκύπτει από έναν πρριορισμό της πρωταρχικής δύναμης μέσω της σύγκρουσης σωμάτων μεταξύ τους. Η πρωταρχική δύναμη (που δεν είναι παρά η πρώτη εντελέχεια) ανταποκρίνεται στην ψυχή ή υποστασιακή μορφή. Παρομοίως η παθητική δύναμη είναι επίσης δύο ειδών, είτε πρωταρχική είτε παράγωγη. Η πρωταρχική δύναμη αντίστασης συνιστά ό,τι καλείται πρωταρχική ύλη στους Σχολαστικούς, εάν το ερμηνεύουμε σωστά. Αυτή η δύναμη είναι εκείνη δυνάμει της οποίας ένα σώμα δεν μπορεί να το διαπεράσει ένα άλλο, αλλά παρουσιάζει κάποιο εμπόδιο σε αυτό, και συγχρόνως είναι προικισμένο με κάποια αντίθεση προς την κίνηση [...]" (GM VI 236-7; AG 119-20).
Υπάρχουν λοιπόν τέσσερα είδη δύναμης, πρωταρχική ενεργητική και παθητική, και παράγωγη ενεργητική και παθητική δύναμη. Τι σημαίνουν παράγωγη ενεργητική και παθητική δύναμη.
"Κίνηση είναι η συνεχής μεταβολή θέσης και έτσι απαιτεί χρόνο. Ωστόσο, όπως ακριβώς ένα κινούμενο πράγμα εν κινήσει έχει κίνηση σε χρόνο, έτσι σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει μια ταχύτητα, που είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη στο βαθμό που διανύεται μεγαλύτερη απόσταση σε μικρότερο χρόνο. Η ταχύτητα μαζί με την κατεύθυνση καλείται conatus" (GM VI 237; AG 120).
Η παράγωγη ενεργητική δύναμη συνδέεται με την ταχύτητα, ενώ υπάρχει κι ένα άλλο είδος της που συνδέεται με την επιτάχυνση.
Η παράγωγη παθητική δύναμη συνδέεται με την αντίσταση στην κίνηση, πρώτον, όταν ένα σώμα δεν διαπερνάται από ένα άλλο και, δεύτερον, όταν αντιστέκεται στην κίνηση άλλων σωμάτων, όπως όταν ένα σώμα επιβραδύνει την κίνησή του όταν συγκρούεται με ένα άλλο.
Ενώ η παράγωγη ενεργητική και η παθητική δύναμη είναι κατά συμβεβηκός, η πρωταρχική ενεργητική δύναμη αντιστοιχεί στην ψυχή ή υποστασιακή μορφή. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη φυσική ωστόσο παρουσιάζουν οι παράγωγες δυνάμεις, που συνδέονται με την κίνηση και συνιστούν το πεδίο εφαρμογής των φυσικών νόμων.
Η διάκριση μεταξύ κίνησης και δύναμης
Ο Λάιμπνιτς ξεχωρίζει τη δύναμη από την κίνηση στη Μεταφυσική Πραγματεία:
"Η διάκριση μεταξύ δύναμης και ποσότητας κίνησης είναι σημαντική, όχι μόνο για τη φυσική και τη μηχανική, για να ανακαλύπτουμε τους πραγματικούς νόμους της φύσης και τους κανόνες της κίνησης, όπως επίσης και για να διορθώσουμε πολλές πλάνες πρακτικής που γλίστρησαν στα γραπτά μερικών ικανών Μαθηματικών, αλλά ακόμη και για τη Μεταφυσική για να κατανοούμε καλύτερα τις αρχές" (Μεταφυσική Πραγματεία, § 18).
Στις Αρχές, ο Ντεκάρτ υποστηρίζει ότι ο Θεός διατηρεί σταθερή τη συνολική ποσότητα κίνησης. Κι ό,τι εννοεί με αυτό είναι mv. Ο Λάιμπνιτς εκφράζει τις αντιρρήσεις του, υποστηρίζοντας πως ό,τι διατηρείται σταθεό είναι η ενέργεια mvô. Για τον Λάιμπνιτς, "είναι εξαιρετικά σημαντικό το ότι διατηρείται πάντα κανονικά η ίδια δύναμη, κι όχι η ίδια ποσότητα κίνησης" (Μεταφυσική πραγματεία, § 17). Από την άποψη αυτή, ένα σώμα δεν συνίσταται απλώς και μόνο από σχήμα, μέγεθος, κίνηση, όπως στον Ντεκάρτ. "Αλλά η δύναμη ή άμεση αιτία αυτών των μεταβολών είναι κάτι πιο πραγματικό, και είναι αρκετά βάσιμο να την αποδώσουμε σε ένα σώμα μάλλον παρά σε ένα άλλο. Μόνο από αυτήν μπορούμε επίσης να γνωρίζουμε σε ποιο ανήκει περισσότερο η κίνηση" (Μεταφυσική πραγματεία, § 18).
Για τον Λάιμπνιτς, όχι μόνο το φως, η θερμότητα, το χρώμα, και παρόμοιες ποιότητες είναι φαινομενικές, αλλά επίσης η κίνηση, το σχήμα και η έκταση. Οι έννοιες που περιλαμβάνονται στην έκταση για τον Ντεκάρτ δεν συνιστούν την ουσία του σώματος, αλλά πρόκειται για κάτι φαντασιακό. Από την άποψη αυτή, η εκτατικότητα των σωμάτων είναι κατά κάποιο τρόπο φαινομενική, το αποτέλεσμα των αναπαραστάσεών μας, που επιβάλλουν γεωμετρικές έννοιες στα σώματα σαν να ήταν η πραγματική τους φύση. Ό,τι είναι πραγματικό είναι η δύναμη, όπως υποστηρίζεται και στη Μεταφυσική πραγματεία. Οι γεωμετρικές δηλαδή ιδιότητες, όπως και η δευτερεύουσες ποιότητες, αντανακλώνται στις αισθήσεις μας από τις επιφάνειες των σωμάτων και εμείς τις προβάλλουμε στα σώματα σαν να ήταν πραγματικά δικές τους ιδιότητες. Προκύπτουν, με άλλα λόγια, από την καθημερινή εμπειρία. Ένα σώμα δεν μπορεί να ξεχωρίσει από ένα άλλο βάσει των γεωμετρικών του ιδιοτήτων.
Εντέλει τι είναι ένα σώμα; Το σώμα ορίζεται ως προς τη δύναμη, η οποία συλλαμβάνεται νοητικά.
Από το 1695, ο Λάιμπνιτς αρχίζει να χρησιμοποιεί στο λεξιλόγιό του τη μονάδα. Είχε ωστόσο συλλάβει την έννοια της απλής ουσίας, χωρίς μέρη. Ο όρος μονάς έχει μακρά ιστορία πριν τον Λάιμπνιτς. Στο Λεξικό του Goclenius, λατινικό και ελληνικό (1613 και 1615), ο ορισμός που δίνεται είναι ενότητα. Η υπερβατική μονάδα είναι ο Θεός στον Πυθαγόρα, η αρχή των πραγμάτων και η μεταφυσική ενότητα. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη σημασία, στην αριθμητική και ο απλός όρος στη λογική.
Τι σημαίνει όμως για τον Λάιμπνιτς ο όρος αυτός και γιατί τον χρησιμοποιεί τόσο αργά. Όπως γράφει στο "Système nouveau", "Το κλειδί στη θεωρία μου για το ζήτημα αυτό συνίσταται στη θεώρηση εκείνου το οποίο είναι μια πραγματική ενότητα, μια μονάδα (une unité reele, Monas)". Η πρώτη καθαρή έκφραση της μοναδολογικής μεταφυσικής παρουσιάζεται τον Ιούνιο του 1700, στο πλαίσιο της αλληλογραφίας με τη Σοφία του Αννόβερο. Όπως γράφει:
Καθένας συμφωνεί ότι η ύλη έχει μέρη και συνεπώς είναι ένα πλήθος πολλών υποστάσεων. Αλλά εφόσον κάθε πλήθος προϋποθέτει πραγματικές ενότητες, είναι φανερό ότι αυτές δεν μπορεί να είναι υλικές, διαφορετικά θα ήταν πλήθη κι όχι αληθινές και καθαρές ενότητες, όπως χρειάζεται να φτιάξουν ένα πλήθος. Κι έτσι οι ενότητες είναι υποστάσεις που δεν είναι διαιρετές και ως εκ τούτου ούτε φθαρτές [...]. Ωστόσο πρέπει να έχουν δύναμη και αντίληψη [...] Αυτή η απλή ουσία, αυτή η ενότητα ουσίας, ή αυτή η μονάδα, είναι αυτό που καλούμε ψυχή. Κι αν αυτές οι ενότητες έχουν άπαξ ζωή, πρέπει να είναι αθάνατες.
Οι μονάδες επομένως δεν εκτείνονται, διαφορετικά είναι πλήθος ή άθροισμα. Αυτές οι μονάδες ή ενότητες δεν προέρχονται από την έκταση ή από μεγέθη. Είναι αμερείς. Για τον Λάιμπνιτς, η δευτερεύουσα ύλη είναι ένα άθροισμα ουσιών, και την διακρίνει από την πρώτη ύλη που την ταυτίζει με την παθητική δύναμη της ουσίας. Πρώτη ύλη είναι εκείνο από το οποίο προκύπτει η αντίσταση και η έκταση. Δευτερεύουσα ύλη είναι μη άθροισμα εκτεινόμενων μονάδων.
Όπως του γράφει ο Nicolas Remond, "Από τότε που διάβασα τη Θεοδικία σας, δεν έχω σταματήσει να ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να ζω σε μια εποχή διαφωτισμένη από ένα νου, όπως ο δικός σας" (Ιούνιος 1713). Ήταν πρόεδρος του συμβουλίου του δούκα της Ορλεάνης στο Παρίσι, μια θέση επιρροής και ισχύος. Για τον Ντεκάρτ, η Θεοδικία δεν αρκούσε για την παρουσίαση του συστήματός του συνολικά. Αυτό πραγματοποιείται στη Μοναδολογία του.
Άρθρα 1-3.
Στο επίκεντρο της οντολογίας είναι η απλή ουσία, το πραγματικό άτομο της φύσης, το έσχατο στοιχείο των πραγμάτων. Πρώτον, περιγράφει τις μονάδες, οι οποίες δεν έχουν παράθυρα, δηλαδή δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (§ 7). Περιέχουν μόνον αντίληψη και όρεξη (§ 8-16). Αν και δεν είναι όλες ψυχές, στο βαθμό που δεν είναι εκτεινόμενες και έχουν αντιλήψεις και ορέξεις, όλες είναι σαν ψυχές (§§ 18-19).
Μετά την παρουσίαση των δύο μεγάλων αρχών, της μη αντίφασης και του αποχρώντος λόγου (§§ 31 κ.ε.), ο Λάιμπνιτς αναφέρεται στον Θεό (§ 38), την "πρώτη ενότητα ή πρωταρχική απλή ουσία της οποίας οι δημιουργημένες ή παράγωγες Μονάδες είναι προϊόντα της [...]" .
Ο Λάιμπνιτς, έχοντας αρχίσει από τα απλά, στην § 61 περνά στα σύνθετα: Τα σύνθετα όντα είναι σε συμβολική συμφωνία με τα απλά. Η συζήτηση αρχίζει με τα σώματα: Κάθε μονάδα έχει το δικό της σώμα (§ 62). Όπως γράφει:
Αυτά τα ζωντανά πράγματα συλλαμβάνονται σαν ψυχές που ενώνουν οργανικά σώματα, τα οποία με τη σειρά τους είναι φτιαγμένα από μικρότερα οργανικά σώματα, κ.ο.κ. στο άπειρο:
Ο Λάιμπνιτς συνεχίζει παρουσιάζοντας αυτές τις ψυχές και τα οργανικά τους σώματα, και τις σχέσεις μεταξύ τους (§ 71-81). Η Μοναδολογία τελειώνει με την προεγκαθιδρυμένη αρμονία και μια συζήτηση για την πολιτεία του Θεού, την κοινότητα των ψυχών με τον Θεό (§§ 82-90).
Ο κόσμος βασίζεται σε απλές μη εκτεινόμενες μονάδες. Υπάρχει ωστόσο ένα κενό. Ο Λάιμπνιτς περνά από τις μονάδες στα σώματα. Αλλά δεν λέει ποτέ πώς σχετίζονται αυτά τα δύο. Όταν εισάγονται τα σύνθετα § 61, υπονοείται ότι είναι σώματα:
Ο Λάιμπνιτς, ωστόσο, δεν εξηγεί πώς ο κόσμος των εκτεινόμενων σωμάτων σχετίζεται με τον κόσμο των απλών ουσιών, ή μονάδων. Στη βάση είναι απλές ουσίες. Κι ύστερα, σώματα, πιθανότατα σύνθετα. Αλλά πώς σχετίζονται μεταξύ τους; Κι επίσης, ποια είναι η μεταφυσική τους θέση;
Principes de la nature et de la grâce, (εισαγωγή): "Μονάς είναι μια ελληνική λέξη που σημαίνει ενότητα, ή ό,τι είναι ένα."
Επιστολή στον de Volder (χειμώνας 1703): "Μόνον απλά πράγματα είναι αληθινά, τα υπόλοιπα είναι μόνον όντα από προσάθροισμα, και συνεπώς φαινόμενα, και όπως ο Δημόκριτος συνήθιζε να λέει, υπάρχουν από σύμβαση όχι στην πραγματικότητα".
Επιστολή στον Des Bosses, 11 Μαρτίου 1706: "Από πολλές μονάδες προκύπτει δευτερεύουσα ύλη, μαζί με παράγωγες δυνάμεις, ενέργειες και πάθη, που είναι όντα μόνον από συνάθροιση, κι έτσι ημι-πνευματικά πράγματα, όπως το ουράνιο τόξο και άλλα φαινόμενα".
Αργότερα, θα προσθέσει τον όρο vinculum substantiale, που μετατρέπει συναθροίσματα μονάδων σε πραγματικές υποστάσεις. Το ερώτημα που είχε θέσει ο
Des Bosses ήταν "πώς η μάζα προκύπτει από τις μονάδες, που στερούνται έκτασης;" (6/9/1709).
Όπως αναφέρει ο Λάιμπνιτς, "Διότι ακόμη κι αν οι μονάδες δεν εκτείνονται, έχουν ωστόσο μία ορισμένη θέση στην έκταση, δηλαδή έχουν μια ορισμένη σχέση συνύπαρξης με άλλα πράγματα" (Ιούνιος 1703).
Ωστόσο, για τον Λάιμπνιτς, η γεωμετρική έκταση δεν υπάρχει στον κόσμο, αλλά εισάγεται από μας στον κόσμο. Στο βαθμό που εισάγεται από μας, από τις αισθήσεις και τη φαντασία μας, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η έκταση είναι φαινομενική, και όχι πραγματική. Η θέση ενός απείρου μονάδων δίνει το σκελετό, ή την τάξη πάνω στην οποία θέτουμε την έκταση. Αυτή η έκταση ωστόσο είναι φαινομενική.
Προς τον de Volder (30 Ιουνίου 1704): "Πράγματι, εξετάζοντας το ζήτημα προσεκτικά πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε στα πράγματα εκτός από απλές υποστάσεις και εντός αυτών αντίληψη και όρεξη. Ωστόσο, ύλη και κίνηση δεν είναι τόσο ουσίες ή πράγματα όσο φαινόμενα των παρατηρητών, η πραγματικότητα του οποίου τοποθετείται στην αρμονία των παρατηρητών με τους εαυτούς τους και με τους άλλους παρατηρητές".
Προς τον Des Bosses (16 Ιουνίου 1712): "[...] χώρος γίνεται η τάξη των φαινομένων που συνυπάρχουν, όπως ο χρόνος είναι η τάξη των διαδοχικών φαινομένων και δεν υπάρχει απόλυτη απόσταση μεταξύ των μονάδων".
Για τον Λάιμπνιτς, η ύλη συνίσταται σε αντιτυπία, ή σε εκείνο που ανθίσταται της διείσδυσης/διαπερατότητας. Μία σωματική υπόσταση συνίσταται από μια απλή υπόσταση ή μονάδα (δηλαδή, μια ψυχή, ή κάτι ανάλογο), με την οποία ένα οργανικό σώμα είναι ενωμένη. Αλλά μάζα είναι ένα συνάθροισμα σωματικών υποστάσεων. Το πρόβλημα που βλέπει ο Λάιμπνιτς αφορά το πώς συνδέονται μεταξύ τους οι μονάδες:
Προς τον Des Bosses (14 Φεβρουαρίου 1706): "Η ένωση που βρίσκω δυσκολία να εξηγήσω είναι εκείνο που συνδέει διαφορετικές απλές ουσίες ή μονάδες που υπάρχουν στο σώμα μας μαζί μας, έτσι που κάνει κάποιο πράγμα να είναι ένα. Ούτε είναι αρκετά σαφές να πω πώς προσθέτοντας ατομικές μονάδες, μπορεί να προκύψει ένα νέο πράγμα, εκτός εάν συνδέονται από το δεσμό ενός συνεχούς πράγματος".
Ο ουσιώδης δεσμός (substantial bond) είναι μια απάντηση για τη σύνθεση μονάδων. Προς τον Des Bosses (29 Μαϊου 1716): "Αυτός ο δεσμός (vinculum) κατανοείται με τον όρο υποστασιακή μορφή, δηλαδή πρωταρχική ενεργητική και παθητική δύναμη, που ανήκει σε εκείνο το δεσμό, όπως η ουσία του σύνθετου."
Διαφορετικά, χωρίς αυτό το δεσμό, ο κόσμος θα ήταν ένα όνειρο ή μια ψευδαίσθηση.
Ο Λάιμπνιτς με τις μονάδες εισάγει το ζήτημα της έσχατης πραγματικότητας, που ωστόσο μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από τον κόσμο της εμπειρίας. Το ζήτημα βεβαίως είναι πώς από αυτή τη θεμελιώδη φυσική προκύπτει αυτό που βλέπουμε γύρω μας.
Νους, γνώση και ιδέες.
Για τον Λάιμπνιτς, ο νους είναι άυλη ουσία, "οι ψυχές είναι ζωντανοί καθρέφτες ή εικόνες του σύμπαντος των δημιουργημάτων. Αλλά τα Πνεύματα είναι και εικόνες της ίδιας Θεότητας ή του ίδιου του Αυτουργού της Φύσης, ικανά να γνωρίσουν του σύστημα του Σύμπαντος και να μιμηθούν κάτι από αυτό με αρχιτεκτονικά δείγματα. Γιατί κάθε πνεύμα είναι σαν μικρή θεότητα μέσα στον τομέα του" (Μοναδολογία, 83).
Σώμα και πνεύμα δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, όπως στον Ντεκάρτ. Επίσης, ο Λάιμπνιτς υποστηρίζει την ενότητα της συνείδησης, βάσει της 'εσωτερικής εμπειρίας'. Το πνεύμα εμπεριέχει μνήμη και αυτοσυνείδηση (apperception), και σε τούτο βασίζονται η ανταμοιβή και η τιμωρία. Η υποστήριξη της μνήμης ως ουσιώδους ικανότητας βάλλει κατά του Ντεκάρτ και του Σπινόζα.
Για τον Λάιμπνιτς, υπάρχει ψυχοσωματική ενότητα, όχι όμως με όρους αλληλεπίδρασης όπως στον Ντεκάρτ, αλλά βάσει προεγκαθιδρυμένης αρμονίας. Το πνεύμα εκφράζει το σώμα αντιλαμβανόμενο αυτό, μια αντίληψη που είναι ένα είδος έκφρασης.
Ο Λάιμπνιτς υποστηρίζει τις έμφυτες ιδέες, από την άποψη ότι το πνεύμα δεν επηρεάζεται από το σώμα για να διαμορφώσει τις ιδέες του. Για το σχηματισμό των ιδεών, σημαντικό ρόλο παίζει η προσοχή, δηλ. η ενδοσκόπηση (introspection). Επιπλέον, ο αναστοχασμός και η προσοχή εξυπηρετούν στην ενεργοποίηση της ιδιότητας που ήδη έχει ο νους να σχηματίσει, ή να ανακαλέσει, μια ιδέα. Ο Λάιμπνιτς είχε υπόψη του τον Πλατωνικό Μένωνα και τη θεωρία του Πλάτωνα περί ανάμνησης, ή ανάκλησης ιδεών που ήδη υπάρχουν στο νου. Οι αλήθειες ωστόσο είναι έμφυτες ως τάσεις, προδιαθέσεις ή δυνητικότητες. Το ανθρώπινο πνεύμα εκ γενετής έχει κάποιο σπέρμα μέσα του, μια γενετική προδιάθεση να φτάσει σε μια ιδέα. Έχει υποστηριχθεί μια ερμηνεία περί παραλληλισμού, όπως στον Σπινόζα, ωστόσο η οντολογία του σώματος, στον Λάιμπνιτς διαφέρει από του Σπινόζα. Επιπλέον, ο Λάιμπνιτς δίνει έμφση στη συνέχεια και στην ενότητα του πνεύματος, εισάγοντας τον όρο petites perceptions. Οι έμφυτες ιδέες δυνάμει των πνευματικών προδιαθέσεων, υποστηρίζονται από αυτού του είδους αντιλήψεις. Για τον Λάιμπνιτς υπάρχουν πολλές καταστάσεις που δεν είναι συνειδητές, υπάρχουν υπό τη μορφή των petites perceptions. Και αυτός ο όρος μάλιστα εξηγεί γιατί δύο ψυχές του αυτού είδους διακρίνονται μεταξύ τους. Όλες οι ψυχές αντικατοπτρίζουν το σύμπαν, αλλά διαφέρουν δυνάμει των petites perceptions, άλλες δηλαδή έχουν μεγαλύτερη και άλλες μικρότερη συνείδηση. Μια ψυχή αντιλαμβάνεται πάντα, αλλά διαφέρει από το βαθμό αντίληψης, από το βαθμό προσοχής και της μνήμης, να συγκρατεί τις αντιλήψεις της. Αυτός ο όρος είναι και μια απάντηση στη θέση του Λοκ για την ασυνέχεια στη νοητική λειτουργία, ως ένα ζήτημα κρίσιμο για την προσωπική ταυτότητα.
Β. Γρηγοροπούλου
[1] Βλ. Ντεκάρτ, Οι αρχές της φιλοσοφίας, ΙΙ, 25.