20-11-17
Τα τρία είδη γνώσης
Ηθική, ΙΙ, 40, Σχ. 2:
1ο. Από ενικά που μας αναπαρίστανται μέσω των αισθήσεων με τρόπο ακρωτηριασμένο, συγκεχυμένο και χωρίς νοητική τάξη (βλ. το Πόρ. της Πρότ. 29 τούτου): και γι’ αυτό τέτοιες αντιλήψεις συνηθίζω να τις καλώ γνώση από θολή εμπειρία. 2ο. Από σημεία, π.χ., από το ότι, ακούγοντας ή διαβάζοντας κάποιες λέξεις θυμόμαστε πράγματα και σχηματίζουμε κάποιες ιδέες τους όμοιες με εκείνες μέσω των οποίων φανταζόμαστε τα πράγματα (βλ. το Σχόλ. της Πρότ. 18 τούτου). Καθέναν από αυτούς τους δύο τρόπους ενατένισης των πραγμάτων θα τον καλώ εφεξής γνώση πρώτου γένους, γνώμη ή φαντασία. 3ο. Τέλος, από το ότι έχουμε κοινές έννοιες και ταιριαστές ιδέες των ιδιοτήτων των πραγμάτων (βλ. το Πόρ. της Πρότ. 38,[1] την Πρότ. 39[2] μαζί με το Πόρ. της και την Πρότ. 40 τούτου)· και θα καλώ αυτό τον τρόπο λόγο και γνώση δεύτερου γένους. Πέρα από αυτά τα δύο γένη γνώσης υπάρχει, όπως θα δείξω στα επόμενα, ένα άλλο τρίτο το οποίο θα καλούμε ενορατική επιστήμη [scientia intuitiva]. Τούτο το γένος γνώσης βαίνει από την ταιριαστή ιδέα της μορφικής ουσίας κάποιων κατηγορημάτων του Θεού προς την ταιριαστή γνώση της ουσίας των πραγμάτων.
Προέλευση και Φύση των συναισθημάτων
Ηθική ΙΙΙ, Πρόλογος: Οι περισσότεροι που έγραψαν για τις συναισθηματικές Επήρειες και το βίο των ανθρώπων μοιάζουν να διεξέρχονται όχι φυσικά πράγματα, που έπονται από τους κοινούς νόμους της φύσης, αλλά πράγματα που είναι έξω από τη φύση. Μοιάζουν μάλιστα να συλλαμβάνουν τον άνθρωπο στη φύση ωσεί κράτος εν κράτει. Διότι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος διασαλεύει μάλλον, παρά ακολουθεί την τάξη της φύσης, ότι έχει απόλυτη δύναμη επί των ενεργειών του και ότι δεν καθορίζεται άλλοθεν, παρά από τον εαυτό του.
Ορισμός 2. Λέω ότι ενεργούμε εμείς όταν γίνεται μέσα μας ή έξω από μας κάτι του οποίου είμαστε ταιριαστό αίτιο, τουτέστιν (κατά τον προηγ. Ορ.) όταν, από τη φύση μας, έπεται μέσα μας ή έξω από μας κάτι που μπορεί να κατανοηθεί σαφώς και διακριτώς μόνο μέσω αυτής. Και αντιθέτως, λέω ότι πάσχουμε εμείς όταν γίνεται μέσα μας κάτι ή έπεται από τη φύση μας κάτι του οποίου εμείς δεν είμαστε παρά μερικό αίτιο.
Έτσι αν μπορούμε να είμαστε ταιριαστό αίτιο κάποιου από τούτους τους επηρεασμούς, τότε με τον όρο συναισθηματική Επήρεια εννοώ μια ενέργεια, αλλιώς εννοώ ένα πάθος.
Conatus (Προσπάθεια)
Πρόταση 6: Κάθε πράγμα προσπαθεί, όσο εξαρτάται από το ίδιο, να εμμείνει στο είναι του.
Απόδειξη: Πράγματι, τα ενικά πράγματα είναι τρόποι με τους οποίους τα κατηγορήματα του Θεού εκφράζονται με συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο (κατά το Πόρ. της Πρότ. 25 του μ. 1), τουτέστιν (κατά την Πρότ. 34 του μ. 1) πράγματα που εκφράζουν με συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο τη δύναμη του Θεού, με την οποία ο Θεός είναι και ενεργεί· και κανένα πράγμα δεν έχει μέσα του κάτι από το οποίο να μπορεί να καταστραφεί, ήτοι που να αίρει την ύπαρξη του πράγματος (κατά την Πρότ. 4 τούτου)· αλλά απεναντίας, αντιτίθεται σε καθετί που μπορεί να άρει την ύπαρξή του (κατά την προηγ. Πρότ.), ως εκ τούτου προσπαθεί, όσο μπορεί και εξαρτάται από το ίδιο, να εμμείνει στο είναι του. Ο.Ε.Δ.
Πρόταση 7: Η προσπάθεια με την οποία κάθε πράγμα προσπαθεί να εμμείνει στο είναι του δεν είναι τίποτα πέρα από την ενεργή ουσία του ίδιου του πράγματος.
Πρόταση 9, Σχόλιο: "Όταν αυτή η προσπάθεια αναφέρεται μόνο στο Πνεύμα ονομάζεται Βούληση· αλλά όταν αναφέρεται στο Πνεύμα και το Σώμα συγχρόνως καλείται Όρεξη, που επομένως δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την ουσία του ανθρώπου, από τη φύση της οποίας έπονται αναγκαία όσα εξυπηρετούν τη συντήρησή του· και ως εκ τούτου ο άνθρωπος είναι καθορισμένος να τα ενεργεί. Έπειτα, ανάμεσα στην Όρεξη και την Επιθυμία δεν υπάρχει καμιά διαφορά, εκτός του ότι η Επιθυμία τις περισσότερες φορές αναφέρεται στους ανθρώπους καθόσον έχουν συνείδηση των ορέξεών τους και για το λόγο αυτό μπορεί να οριστεί ως εξής: η Επιθυμία είναι όρεξη με συνείδηση αυτής. Έτσι από όλα αυτά εδραιώνεται ότι δεν θέλουμε, δεν ορεγόμαστε, δεν επιθυμούμε, ούτε προσπαθούμε κάτι επειδή το κρίνουμε καλό· αλλά αντιθέτως κρίνουμε κάτι καλό επειδή το θέλουμε, το ορεγόμαστε, το επιθυμούμε και το προσπαθούμε."
"Με τον όρο Χαρά θα εννοώ στα επόμενα ένα πάθος με το οποίο το Πνεύμα μεταβαίνει σε μεγαλύτερη τελειότητα. Ενώ με τον όρο Λύπη ένα πάθος με το οποίο το ίδιο μεταβαίνει σε μικρότερη τελειότητα" (ΙΙΙ, 2, Σχ.).
"Η Αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο από Χαρά συνοδευόμενη από την ιδέα ενός εξωτερικού αιτίου και το Μίσος τίποτε άλλο από Λύπη συνοδευόμενη από την ιδέα ενός εξωτερικού αιτίου." (ΙΙΙ, 13, Σχ.).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Γρηγοροπούλου, Β., Γνώση, Πάθη και Πολιτική στη Φιλοσοφία του Σπινόζα,
Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
Gillot, Pascale, « Le conatus entre principe d'inertie et principe d'individuation. » Sur
l'origine mécanique d'un concept de l'ontologie spinoziste, Dix-septième siècle, 2004/1 n° 222, pp. 51-73.
Macherey, P., Introduction à l'Éthique de Spinoza, 5 τόμοι, PUF, Παρίσι 1994,
1998.
Nadler, S., Spinoza's Ethics. An Introduction, Cambridge University Press, Cambridge
2006.
Yovel, Y. (ed.)., Desire and Affect. Spinoza as Psychologist, Little Room Press, N.Y
1999.
[1] "Από εδώ έπεται ότι υπάρχουν ορισμένες ιδέες ήτοι έννοιες κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Διότι (κατά το Λήμ. 2) όλα τα σώματα συμφωνούν σε ορισμένα που (κατά την προηγ. Πρότ.) πρέπει να γίνονται αντιληπτά από όλους ταιριαστά, ήτοι σαφώς και διακριτώς."
[2] "Και η ιδέα αυτού που είναι κοινό και ίδιον στο ανθρώπινο Σώμα και σε ορισμένα εξωτερικά σώματα, από τα οποία επηρεάζεται συνήθως το ανθρώπινο Σώμα, και που είναι εξίσου στο μέρος και στο όλο οποιουδήποτε από αυτά, θα είναι στο Πνεύμα ταιριαστή."