ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
- Παρασκευή, 24 Μαΐου 2024 - 12:50 μ.μ. -

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Όπως σε κάθε φιλοσοφικό αντικείμενο, έτσι και στην ηθική, οι απαντήσεις δεν ελέγχονται για την απόλυτη ορθότητά τους αλλά για την συνολική πειθώ τους η οποία εξαρτάται από την πληρότητα της απάντησης, την αιτιολογημένη επιλογή των ή της ηθικής θεωρίας ή αρχών βάσει της οποίας θα γίνει η αξιολόγηση καθώς και της λογικής συνέπειας κατά την ανάπτυξη των επιχειρημάτων που θεμελιώνουν τα συμπεράσματα.

Η κατωτέρω προσέγγιση είναι ενδεικτική και επιδιώκει παιδαγωγικό και όχι εξεταστικό σκοπό.

 

Α. ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΩΝ ΠΟΥ ΕΛΈΓΧΟΝΤΑΙ ΗΘΙΚΑ

Οι πράξεις που διαφαίνεται βάσει των στοιχείων να έχουν κατ’ αρχάς ηθικό φορτίο (δηλαδή να ενδέχεται να έχουν ουσιαστική ηθική αξιολόγηση) είναι οι εξής:

  1. Η φερόμενη «ανάρμοστη συμπεριφορά» του ΔΙΕΥΘΗΝΤΗ. Η δε σεξουαλική διάσταση της συμπεριφοράς την καθιστά πιο έντονη (λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα).
  2. Η έμμεση ευθύνη της ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ για τις φερόμενες πράξεις του ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ καθώς και για την αντιμετώπιση του παραπόνου (διερεύνηση – συγκάλυψη;).
  3. Η καταγγελία του ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ, στην περίπτωση που είναι αληθής (θετική κρίση θάρρους) ή ψευδής (αρνητική κρίση εξαπάτησης).
  4. Η ανάμειξη του ΠΑΤΕΡΑ στην υπόθεση και η χρήση της επιρροής του γιού.

Γι’ αυτούς τους δράστες άλλωστε είχατε κληθεί να διερευνήσετε τις πράξεις τους, χωρίς όμως να έχει εντοπιστεί από την εκφώνηση ποιες ακριβώς πράξεις ελέγχονται. Γι το λόγο αυτό είναι εντελώς δόκιμο να αναφερθείτε και σε άλλες πράξεις (ή παραλείψεις) των συγκεκριμένων δραστών αν έχετε εντοπίσει πως ενδέχεται να έχουν και αυτές ηθικό φορτίο.

 

Β. ΑΠΟΛΥΤΌΤΗΤΑ Ή ΣΧΕΤΙΚΙΣΤΙΚΉ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ)

Πριν εντοπιστούν οι ηθικές αρχές ή θεωρίες που είναι καταλληλότερες για την ηθική κρίση των πράξεων ενδείκνυται η ανάλυση της σχετικότητας της ηθικής. Επειδή οι πράξεις εντάσσονται σε ένα σαφές πλαίσιο, ενδέχεται η ηθικές αρχές του εν λόγω πλαισίου να δεσμεύουν την ηθική κρίση στα πλαίσια της ελευθερίας/αυτονομίας των ατόμων να διαμορφώνουν συλλογικότητες με κοινές ηθικές αρχές. Αν ο αξιολογητής «επιβάλει» τις δικές του αρχές τότε αντίστοιχα η εμβέλεια της κρίσης περιορίζεται στους ομοϊδεάτες του και, σε κάθε περίπτωση, έχει λιγότερη αντίκτυπο στους δράστες των πράξεων και το περιβάλλον τους.

 

Το εν λόγω πλαίσιο χαρακτηρίζεται από:

  • Υψηλής κερδοσκοπία καθώς οι πράξεις εξελίσσονται εντός μίας επιχείρησης (θυμίζω τη διάκριση μεταξύ κερδοσκοπίας και αισχροκέρδειας).
  • Έντονης τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας.
  • Έντονη ανταγωνισμού σε ακραία επίπεδα που αγγίζουν τα όρια της ζωής και του θανάτου.
  • Έντονης χλιδής (και συνεπακόλουθα όπως ναρκισσισμός, εγωκεντρισμός, απανθρωπισμός) ύψιστου επιπέδου. Θυμίζω πως προς τέρψιν της εν λόγω βιομηχανίας και των ακολούθων της παιδιά από την ηλικία των 6 ετών περίπου ανταγωνίζονται ιδιαίτερα σκληρά ώστε σε ηλικία 18-25 ετών περίπου να διακινδυνεύουν συστηματικά τη ζωή τους προς χάριν της δόξας και των εκατομμυρίων (σύγχρονες ρωμαϊκές αρματοδρομίες).

 

Η ανάπτυξη του ελεύθερου ηθικού χώρου (moral free space) έχει, τουλάχιστον σύμφωνα με την σαφέστατα τεκμηριωμένη ISCT, σαφείς περιορισμούς: (α) την ελεύθερη και ενημερωμένη συναίνεση των μελών της συγκεκριμένης βιομηχανίας στις αρχές που την διέπουν και (β) την συμβατότητα με πανανθρώπινες αρχές (υπερθέσμια).

Για να γίνει λοιπόν αποδεκτή η θεώρηση της εν λόγω βιομηχανίας ως αφετηρία ηθικής κρίσης θα πρέπει να εξεταστεί αν οι εν λόγω δράστες και τα άτομα που υφίστανται τις συνέπειές των πράξεών τους έχουν συναινέσει ελεύθερα και ενημερωμένα και αν οι εν λόγω αρχές είναι συμβατές με πανανθρώπινες ηθικές αξίες.

Η ελεύθερη συναίνεση των προαναφερομένων για τις γενικές αρχές της συγκεκριμένης βιομηχανίας μάλλον είναι δεδομένη. Η βιομηχανία αυτή και οι γενικοί τους κανόνες είναι σχεδόν καθολικά γνωστή ενώ αρκετοί που βρίσκονται στο χώρο έχουν και άτομα της προηγούμενης γενιάς ή ήταν οι ίδιο μέλη της υπό άλλη ιδιότητα στο παρελθόν. Μόνη ίσως εξαίρεση ο αναφερόμενος πρωταθλητής που εμμέσως υφίσταται τις συνέπειες των πράξεων του ΠΑΤΕΡΑ· καίτοι ενήλικας, είναι ιδιαίτερα νέος μεν αλλά και εμποτισμένος στην εν λόγω βιομηχανία από παιδί οπότε είναι αμφίβολο αν η κρίση του είναι πραγματικά ελεύθερη.

Επίσης κάθε πράξη, ηθική αρχή που διέπει την εν λόγω βιομηχανία ή εταιρεία θα πρέπει να ελεγχθεί σε σχέση με τη συμβατότητά της με πανανθρώπινες αρχές.

 

Γ. ΕΠΙΛΟΓΉ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΑΡΧΏΝ Ή ΘΕΩΡΙΏΝ

Πέραν των αρχών της εν λόγω βιομηχανίας/εταιρείας αν υφίστανται και αν εντοπιστούν, μπορούν να εξεταστούν και γενικότερες αρχές είτε αυτοτελώς είτε  σε συνδυασμό, με γνώμονα με την συσχέτισή τους με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε πράξης. Ενδεικτικά:

  • Συνεπειοκρατικές θεωρίες: ιδιαίτερα όταν αφοράς σε αόριστους εμπλεκόμενους αλλά με σαφές το «κοινό καλό» και οι προθέσεις είναι άγνωστες ή δυσεύρετες.
  • Δεοντολογία: όταν υφίστανται σαφείς κανόνες, όταν οι προθέσεις είναι βαρύνουσας σημασίας ή όταν υφίστανται ιδιαίτερες σχέσεις που επισκιάζουν την υπόθεση.
  • Διανεμητική ηθική: όταν υφίστατο πεπερασμένο και σαφές αγαθό ή βάρος προς διανομή σε διαφορετικά άτομα ή ομάδες ατόμων.
  • Ανθρώπινα δικαιώματα & Διακρίσεις: όταν είναι προσωποποιημένη η υπόθεση και σαφείς οι συνέπειες των πράξεων.
  • Δίκαιο αρετής: όταν γνωρίζουμε σαφή πεδία δράσης και παγιωμένες συμπεριφορές (χαρακτήρες των δραστών)

 

Δ. ΕΦΑΡΜΟΓΉ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ/ΘΕΩΡΙΏΝ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΛΕΓΧΌΜΕΝΗ ΠΡΑΞΗ

Επειδή οι ελεγχόμενες πράξεις βασίζονται στην κύρια πράξη της φερόμενης σεξουαλικής παρενόχλησης θα πρέπει να ελεγχθεί κατ’ αρχάς αν αυτή έχει πραγματοποιηθεί. Από τη μία είναι ο ισχυρισμός του ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ και από την άλλη η έρευνα που κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα. Στην ηθική αξιολόγηση δεν δεσμευόμαστε ούτε από τους ισχυρισμούς των φερόμενων θυμάτων (που δεν είναι ούτε αυτονόητα ούτε αυτοδίκαια αληθείς) αλλά ούτε και στις κρίσεις ερευνητικών επιτροπών, των οποίων η αξιοπιστία ελέγχεται και αυτή. Μάλιστα, η ηθική αξιολόγηση δεν περιορίζεται ούτε καν από τη δικαστική κρίση καθώς αυτή επιτελεί ως επί το πλείστον κοινωνιολογικό και πολιτικό σκοπό και όχι επιστημολογικό, χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, πως δεν λαμβάνεται ιδιαίτερα σοβαρά υπ’ όψιν. Σε κάθε περίπτωση, στα δικά μας πλαίσια, για λόγους πληρότητας συνιστάται η εναλλακτική προσέγγιση: είτε η καταγγελία αυτή είναι αληθής είτε είναι ψευδής (το τρίτο ενδεχόμενο, της παρεξήγησης και παρερμηνείας της κατάστασης αποκλείεται εν προκειμένω λόγω της σαφήνειας και έντασης της καταγγελίας, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί γενικά).

 

Ενδεικτικά οι κρίσεις θα μπορούσαν να είναι ως ακολούθως (εξυπακούεται δε πως κάθε άλλη αιτιολογημένη κρίση θα είναι αποδεκτή και θα κριθεί βάσει της λογικής της συνέπειας):

  1. Η φερόμενη σεξουαλική παρενόχληση του ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ [αν πράγματι πραγματοποιήθηκε]: Ακόμα και αν δεχθούμε πως αποτελούσε συστηματική πρακτική σε μία βιομηχανία με τα εν λόγω πολύ έντονα χαρακτηριστικά (διόλου απίθανο) και ακόμα και αν αποδεχθούμε πως τα μέλη της έχουν συναινέσει ελεύθερα σε αυτό (αμφίβολο), σε κάθε περίπτωση αντίκειται σε πανανθρώπινες αξίες σε σχέση με την αξιοπρέπεια του ατόμου κατά την εργασία του. Συνεπώς, η πράξη ελέγχεται ελευθέρως και, ακριβώς λόγω της αντίθεσής της με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι μεμπτή σύμφωνα με αυτή την ηθική θεώρηση. Επίσης σύμφωνα με την δεοντολογική θεώρηση, είτε λόγω της ύπαρξης κανόνων δεοντολογίας στην εν λόγω βιομηχανία και εταιρεία καθώς και στο εργατικό δίκαιο, είτε λόγω της ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ εταιρείας/διευθυντών και υφισταμένων η πράξη είναι επίσης μεμπτή. [Σημείωση: θέμα αθέμιτης διάκρισης βάσει φύλου δεν υφίσταται στην εν λόγω διατύπωση καθώς η εκφώνηση δεν αναφέρεται στο φύλο τους ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε πως είναι γυναίκα και πως η εν λόγω βιομηχανία είναι εντόνως ανδρο-κεντρική οπότε δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί και αυτή η διάσταση.] Αν η πράξη δεν έχει συμβεί εξυπακούεται πως υφίσταται ηθική αξιολόγηση.
  2. Στην περίπτωση που η πράξη έχει πράγματι συμβεί τότε και η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ελέγχεται με παρόμοια πορίσματα όπως ανωτέρω. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή η ένταση της κρίσης είναι αυξημένη καθώς, τόσο η προσπάθεια διερεύνησης θα ήταν στην πραγματικότητα προσπάθεια συγκάλυψης, ενώ η σπουδή προάσπισης και διατήρησης του ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ θα υποδείκνυε συστηματικότητα αντίστοιχων συμπεριφορών. Εδώ λοιπόν θα μπορούσε να προστεθεί και η αρνητική ηθική αξιολόγηση βάσει συνεπειοκρατικής θεώρησης καθώς αυξάνει ουσιαστικά το αντίκτυπο των συστηματικών έναντι των ατομικών συμπεριφορών.
  3. Σε περίπτωση που πράξη έχει συμβεί το θύμα (πλέον) ελέγχεται ηθικά μόνο από θετικής άποψης: η δημοσιοποίηση της πράξης ενδέχεται να έχει ίδιο όφελος (π.χ., προστασία της εργασιακής θέσης και αξιοπρέπειας) τα οποία είναι καθόλα αποδεκτά και ηθικώς ουδέτερα, αλλά ενδέχεται να έχει και θετική ηθική αξιολόγηση καθώς αναλαμβάνει σαφείς κινδύνους (νομική διαμάχη, απόλυση, διαπόμπευση) αλλά με κοινά θετικά αποτελέσματα όπως ενθάρρυνση και άλλων θυμάτων, αλλαγή νοοτροπίας και πρακτικών (συνεπειοκρατικού τύπου). Αν, από την άλλη, η καταγγελία είναι ψευδής τότε η πράξη εμφανώς ελέγχεται ηθικά με σαφές αρνητικό πρόσημο (βάσει διαφόρων θεωριών: προς ανάπτυξη….) μεταξύ άλλων και λόγω του γενικευμένου αρνητικού αντίκτυπου που έχουν οι ψευδείς καταγγελίας στα πραγματικά θύματα που αντιμετωπίζονται συχνά με καχυποψία μεταξύ άλλων διότι υφίστανται και αποδεδειγμένες ψευδείς καταγγελίες. Αν δε υφίσταται αλλότριο κίνητρο οικονομικού τύπου τότε ελέγχεται και ποινικά.
  4. Τέλος, η ανάμειξη του ΠΑΤΕΡΑ είναι δυσκολότερο να αναλυθεί, ελλείψει πληροφοριών σχετικά με τα κίνητρά του. Ωστόσο, ένα χαρακτηριστικό της ανάμειξής είναι η χρήση της επιρροής του υιού (παγκόσμιου πρωταθλητή) η οποία ενδεχομένως να ελέγχεται σε σχέση με την δεοντολογική προσέγγιση και την ιδιαίτερη ευθύνη που προκύπτει από την ιδιαίτερη αυτή πατρική σχέση. Αντιθέτως, θα μπορούσε να ερμηνευθεί η πράξη ως ηθικά θετική με την έννοια της προστασίας τόσο του ιού όσο και των στελεχών αλλά και της εταιρικής κουλτούρας, σε περίπτωση πράγματι ο ΔΙΕΘΥΝΤΉΣ δημιουργούσε ένα δυσχερές εργασιακό κλίμα με αποτέλεσμα να κινδυνεύει τόσο το εργασιακό μέλλον των στελεχών όσο και του ιού του.

Ε. ΣΤΙΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΝΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

Ακριβώς επειδή οι ηθικές κρίσεις εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα πραγματικά περιστατικά αλλά και την αφετηρία της σκέψης, είναι ευαίσθητες και ενδέχεται να αποκλίνουν αισθητά ακόμα και στις περιπτώσεις που είναι αυθεντικές, δηλαδή δεν εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς.

            Για το λόγο αυτό η κρίση είναι πιο πειστική (αυξάνεται η ηθική αυθεντία) όταν ακόμα και με εναλλακτικά πραγματικά περιστατικά και εναλλακτικές ηθικές αφετηρίες η κρίση παραμένει σταθερή ή μεταβάλλεται κάπως ως προς την ένταση αλλά όχι ως προς το πρόσημο. Για παράδειγμα στην περίπτωση που η καταγγελία ήταν αληθής τότε η παρενόχληση είναι εμφανώς αρνητική και η κρίση είναι στιβαρή (robust) καθώς αιτιολογείται από διαφορετικές ηθικές προσεγγίσεις και ομοίως στην περίπτωση που η καταγγελία ήταν ηθελημένα ψευδής. Ωστόσο, για την ανάμειξη του ΠΑΤΕΡΑ η κρίση είναι ασταθής καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από πληροφορίες που δεν είναι διαθέσιμες ή είναι αμφίσημες αλλά και από την ύπαρξη σχέσεων για τις οποίες στην συγκεκριμένη περίπτωση γνωρίζουμε ελάχιστα.

            Τέλος, σχετικά με την κρίση για την ένταση των πράξεων, αυτή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το δυνητικό αποτέλεσμα των πράξεων και/ή το είδος της βούλησης (π.χ. προμελέτη, πρόθεση…) ή και ενδεχομένως ελαφρυντικών περιστατικών τα οποία αν και δεν απαλλάσσουν την πράξη ενδέχεται να μετριάζουν την ηθική καταδίκη της (π.χ., ενδεικτικά, αν η καταγγελία ήταν μεν αναληθής εν προκειμένω αλλά προέκυψε μετά από σωρεία υπαρκτών παρενοχλήσεων στο παρελθόν οι οποίες για πρακτικούς λόγους δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν…). Το δεν αντίκτυπο των πράξεων εξετάζεται τόσο στο ατομικό επίπεδο σε σχέση με τα άτομο που υφίσταται την πράξη όσο και σε συλλογικότερο επίπεδο, αν δηλαδή η πράξη ενδέχεται να έχει και γενικότερες επιπτώσεις. Για το λόγο αυτό, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως αν η καταγγελία είναι αληθής και η εταιρεία εν γνώσει της προστατεύει τον ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ τότε διαπράττει εντονότερη ανήθικη πράξη καθώς νομιμοποιεί και ενισχύει την μεμονωμένη ανήθικη πράξη, ενθαρρύνοντας έτσι και άλλες πολλαπλασιάζοντας έτσι το αρνητικός της αντίκτυπο.